Μια μέρα σαν την σημερινή του 1934, το δίδυμο Μπόνι και Κλάιντ έπεσαν σε μπλόκο της αστυνομίας του Τέξας, που «γάζωσε» το αυτοκίνητό τους με περισσότερες από 50 σφαίρες. Μέσα σ’ αυτό βρέθηκαν μια καραμπίνα με κομμένη κάνη, ένα ριβόλβερ, ένα σαξόφωνο κι ένα μισοφαγωμένο σάντουιτς.
Το 1967, ο Arthur Penn μετέφερε την ιστορία του θρυλικού ζεύγους στη μεγάλη οθόνη, με τον Warren Beatty και τη Faye Dunaway στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία, προσδίδοντας στην Μπόνι και στον Κλάιντ μια διαχρονική αίγλη.
Ο Jean-Luc Godard είπε χαρακτηριστικά: «Το μόνο που χρειάζεσαι για μια ταινία είναι ένα όπλο και ένα κορίτσι». Αν και αυτό μπορεί να φαίνεται αρχικά σαν μια αρκετά υποτιμητική άποψη, μια πιο προσεκτική ματιά στη δήλωση αποκαλύπτει την απέχθεια του δημιουργού για το θέαμα του κινηματογράφου, στο οποίο βασίστηκαν οι αμερικανικές ταινίες. Στο τεράστιας σημασίας αριστούργημα του Arthur Penn «Μπόνι και Κλάιντ», αυτό ακριβώς το θέαμα αναλύεται σε τραγικές σκηνές που έρχονται στο προσκήνιο και σβήνουν από την οθόνη, αλλά μόνο αφού πρώτα κολλήσουν βαθιά στη μνήμη μας.
Το κλασικό αριστούργημα του Arthur Penn και μια από τις 100 καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου, αποτελεί αφενός μια καταγραφή της ιστορίας των θρυλικών Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου, χρησιμοποιώντας τους φυσικούς χώρους που έδρασαν η Μπόνι και ο Κλάιντ είτε είχαν ληστέψει είτε χρησιμοποιούσαν ως κρυψώνες, η ταινία με αφορμή τη μυθολογική διάσταση των δυο ληστών είναι ταυτόχρονα ένα έμμεσο σχόλιο στο πνεύμα της δεκαετίας του ’60 και του αμερικάνικου φοιτητικού κινήματος και στην απρόσμενη απήχηση που είχε η ζωή τους στη φαντασία των νεότερων γενεών ενσαρκώνοντας το όνειρο του σκληρού κοινωνικού επαναστάτη.
Με την πάροδο των χρόνων, έχουν υπάρξει αρκετές κινηματογραφικές ερμηνείες της αγαπημένης μυθολογίας των Μπόνι και Κλάιντ. Από το αστυνομικό δράμα του William Witney του 1958 για το διαβόητο δίδυμο, μέχρι τη σχετικά πρόσφατη παραγωγή του Netflix του John Lee Hancock, «The Highwaymen», η Μπόνι και ο Κλάιντ εξακολουθούν να διατηρούν το την πρωτοκαθεδρία ως το απόλυτο σύμβολο αγάπης στη συνείδηση του κοινού. Ακόμη και μετά από τόσα χρόνια, η εμβληματική απόδοση του αμερικανικού θρύλου από τον Penn παραμένει η απόλυτη ταινία.
Με πρωταγωνιστές τον Warren Beatty και τη Faye Dunaway στους δύο ομώνυμους χαρακτήρες, η ταινία «Μπόνι και Κλάιντ» μπορεί κατά καιρούς να απομακρύνεται από την ιστορικά ακριβή εκδοχή της ζωής του διδύμου, αλλά οι σημαδιακοί πειραματισμοί του έχουν μετατρέψει την ταινία σε ιστορικό τεκμήριο. Όταν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά, κριτικοί και κοινό έσπευσαν να επικρίνουν την προτίμηση του Penn για το κινηματογραφικό στυλιζάρισμα της βίας. Ορισμένοι μελετητές εξακολουθούν να κατηγορούν ότι το Μπόνι και Κλάιντ ότι ενέπνευσε και άλλους κινηματογραφιστές να χρησιμοποιήσουν το κινηματογραφικό μέσο για την εξύμνηση της ωμής βίας.
Από την άλλη πλευρά του φάσματος, διορατικοί κριτικοί όπως ο Roger Ebert και η Pauline Kael χαιρέτισαν το αριστούργημα του Penn ως μία από τις σπουδαιότερες αμερικανικές ταινίες της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας, γεγονός που απέδειξε ότι οι δύο τους ανήκουν στους καλύτερους κριτικούς κινηματογράφου του 20ού αιώνα. Το Μπόνι και Κλάιντ έγινε κινητήρια δύναμη της ανόφδου του αμερικανικού Νέου Κύματος, εμπνέοντας τους Martin Scorsese και Francis Ford Coppola να αναδημιουργήσουν τις πιο τολμηρές σκηνές της ταινίας.
Λέει ο Penn, «Ήταν μια εποχή, όπου, μου φάνηκε ότι αν επρόκειτο να απεικονίσουμε τη βία, τότε θα ήμασταν υποχρεωμένοι να το κάνουμε με πραγματική ακρίβεια- το είδος του φοβερού και τρομακτικού συναισθήματος που βιώνει κανείς όταν έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματική βία… Η πρόθεσή μας ήταν να αποδώσουμε αυτό το είδος της σπασμωδικής έκρηξης της ωμής βίας και ταυτόχρονα, την εξασθένιση του χρόνου που βιώνει κανείς όταν βλέπει κάτι, όπως ένα τρομερό αυτοκινητιστικό ατύχημα».
Ο ίδιος ο Penn εμπνεύστηκε από το γαλλικό Νέο Κύμα, ακολουθώντας τα βήματα του Godard. Το μοντάζ του Μπόνι και Κλάιντ άνοιξε το δρόμο για την εφαρμογή μιας νέας οπτικής γλώσσας στον αμερικανικό κινηματογράφο, η οποία διαμορφώθηκε μετά από γοητευτικές θα λέγαμε ανατροπές των κινηματογραφικών συμβάσεων σε ευρωπαϊκά αριστουργήματα, όπως το Breathless. Ακόμη και οι σεναριογράφοι της ταινίας, David Newman και Robert Benton, ανέφεραν τον Godard καθώς και τον François Truffaut ως κύριες επιρροές τους, και μάλιστα τους προσέγγισαν για συμβουλές σχετικά με το υλικό της ταινίας.
Ακριβώς όπως ο θάνατος της Μπόνι και του Κλάιντ τους μετέτρεψε σε μάρτυρες, το όραμα του Arthur Penn αποκρυσταλλώνει την εικόνα τους ως δύο ελκυστικών εραστών που αποφασίζουν να χαράξουν το δικό τους αμερικανικό όνειρο καταδικάζοντας τα αποτυχημένα οικονομικά συστήματα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. «Ληστεύουμε τράπεζες», ανακοινώνουν με υπερηφάνεια σε όποιον είναι πρόθυμος να ακούσει, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων ήταν απογοητευμένη από τις ληστρικές επιχειρήσεις των τραπεζών. Σε μια περίοδο όπου στην γη της ελευθερίας επικρατούσαν οι κατασχέσεις ακινήτων και οι πολίτες απεγνωσμένοι και αβοήθητοι εκδιώκονταν από τα ίδια τους τα χωράφια από τις τράπεζες, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Μπόνι και ο Κλάιντ έγιναν είδωλα για τον αμερικανικό λαό.
Η ταινία έχει επίγνωση της συμβολικής σημασίας των ηρώων της, και επιχειρεί εξετάσει τα υποκείμενά της, συμπεριλαμβανομένης της περίφημης αντίθεσης μεταξύ της αγάπης του Κλάιντ για φαλλικά σύμβολα, όπως τα όπλα και αυτής της σεξουαλικής του ανικανότητας. Αυτές οι αντιθέσεις αποτελούν σημαντικό στοιχείο των ερευνών της ταινίας, αναδεικνύοντας την υποκρισία των εκκωφαντικών ψεμάτων που πουλούσε ο τύπος και οι εφημερίδες, όταν η φτώχεια και η ανέχεια σάρωνε την κοινωνία. Παρόλο που η Μπόνι και ο Κλάιντ ρομαντικοποιήθηκαν ως διαρκή σημαινόμενα της ελευθερίας, ήταν πάντα παγιδευμένοι κάτω από την κατασταλτική εξουσία του κράτους.
Η περίφημη σκηνή του τέλους των Μπόνι και Κλάιντ έχει περιγραφεί ως «μία από τις πιο αιματηρές σκηνές θανάτου στην ιστορία του κινηματογράφου». Αν και αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, σίγουρα δεν είναι αυτό που κάνει αυτή την εμβληματική τελική σκηνή να ξεχωρίζει. Μαζί με τα διάτρητα σώματά τους, μας παρουσιάζεται ένα τρομακτικό όραμα ανεκπλήρωτων φιλοδοξιών και διάτρητων ελπίδων. Ο Penn πραγματοποιεί μια οπτική μετάφραση του τρόπου με τον οποίο σχηματίζονται και διαδίδονται οι μυθοι. Όταν ο Κλάιντ λέει στην Μπόνι ότι «τον έκανε κάποιον που ο κόσμος θα τον μνημονεύει για πάντα», δεν πρόκειται απλώς για μια ρομαντική χειρονομία, αλλά για μια μεταφυσική απεύθυνση προς το κοινό που δεν θα μπορεί να τους ξεχάσει ποτέ.
Σύμφωνα με πολλές αναφορές, οι σεναριογράφοι ήθελαν να γυρίσει την ταινία ο Godard, ο οποίος αρνήθηκε το συγκεκριμένο πρότζεκτ επειδή ο παραγωγός δεν τον άφηνε να κάνει γυρίσματα στο New Jersey τον χειμώνα. Ο ίδιος, ως γνωστόν, αποχώρησε παραπονούμενος: «Εγώ μιλάω για κινηματογράφο και εσείς μιλάτε για τον καιρό. Αντίο». Ο Godard θα μπορούσε πιθανότατα να κάνει μια φανταστική ταινία με ένα όπλο και ένα κορίτσι, αλλά αμφιβάλλω αν θα ήταν τόσο αμερικανική όσο το αριστούργημα του Penn.