[Το παρακάτω κείμενο περιέχει spoiler για την ταινία.]

Ο προσφάτως εκλιπών μύστης των αθηναϊκών διαδρομών και στεκιών Δημήτρης Φύσσας, στην εμβριθή δουλειά του για τα Σινεμά της Αθήνας που είχε κυκλοφορήσει δωρεάν online προ ετών και ετοιμαζόταν τώρα να συνεργαστεί για έντυπη έκδοση με τις εκδόσεις Λογότυπο, δεν έχανε ευκαιρία να υπενθυμίζει το κλίμα και την αίσθηση που επικρατούσε στις αίθουσες παλιότερα. Γαλαρία, καφρίλες, σχολιασμοί επί της ταινίας, επικές ατάκες, κοινό ζωντανό και λίγο ”τεντημποϊκό”, ”αλητήριο”. Η αίθουσα 4 στο Αελλώ, Τετάρτη βράδυ με οικονομικότερο εισιτήριο (5,5 ευρώ), ήταν σχεδόν άδεια-κατανοώ, τελειώνει ο μήνας, είμαστε όλοι στα σφιχτά μας, μισθοί δεν έχουν μπει. Γύρω στα δέκα άτομα πήγαμε να δούμε το Μινόρε του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα και γελάσαμε αρκετά, σε μερικά σημεία πολύ, ενώ σε ένα σημείο η γράφουσα αυτού του κειμένου γονάτισε και κοπανήθηκε στις διπλανές καρέκλες, αλλά αυτό ήταν πολύ inside, πολύ δικό μου, που μου το βρήκε η ταινία ακουσίως και το ερέθισε.

Το Μινόρε είναι μια ”κακή” ταινία-είναι φτιαγμένη για να είναι ”κακή”. Το’ χετε ακούσει ποτέ αυτό το πράγμα σε καμιά αμερικάνικη ταινία; Το’ χετε διαβάσει σε κανένα βιβλίο; Οι ήρωες επιθυμούν να δουν μια ”πολύ κακή” ταινία, αλλά να τους αρέσει, να τους χορτάσει, να τους δώσει τη τζανκ δόση σινεμά που επιθυμούν, όπως το στομάχι και ο ουρανίσκος μας ζητάει ενίοτε λαδερές αηδίες και fast food, κι ας έχουμε σπίτι μαγειρευτό φαγητό ωραιότατο. Το Μινόρε είναι ένας κουβάς από λαχταριστές τραγανές κρούστες τηγανιτού κοτόπουλου-σκέτες, χωρίς το περιττό ψαχνό από μέσα. Ο ίδιος ο Κουτσολιώτας, σε συνέντευξή του στην Popaganda, δήλωσε το εξής: «Είναι η ταινία που θα ήθελα να δω όταν, ανήλικος ακόμα, έμπαινα κρυφά χωρίς να πληρώσω (γιατί δεν είχα φράγκο) στο θερινό σινεμά στον Πλαταμώνα, σε μεταμεσονύχτια προβολή χωμένη κάπου ανάμεσα στο double bill Τα Ζόμπι Δεν Είναι Χορτοφάγα και τα Σαγόνια του Καρχαρία. Ευελπιστώ ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα.»

(Κωνσταντίνε, υπάρχουν, να ξέρεις.) Ο Κουτσολιώτας έχει υπάρξει μέλος των ομάδων για τα ειδικά εφέ σε χολιγουντιανές ταινίες τύπου Σπίλμπεργκ και του Ντελ Τόρο, παιδιά, καθίστε καλά. Το Μινόρε δεν είναι η πρώτη του ταινία, αλλά είναι η πρώτη του ταινία που συζητιέται τόσο πολύ και, νομίζω, δικαίως. Κέρδισε το στοίχημα στα φεστιβάλ του εξωτερικού, αλλά μερικές μέρες τώρα, τρώει σκάγια από τους εγχώριους κριτικούς σινεμά που, το ένα τούς ξίνισε, το άλλο τούς βρώμισε-με κατανοητά επιχειρήματα, βεβαίως. Η ιστορία είναι απλή και σουρεάλ, όσο απλή και όσο σουρεάλ χρειάζεται: ο (παίδαρος) ναύτης Γουίλιαμ καταφθάνει, μαζί με το μπουζούκι του σε μια ελληνική παραθαλάσσια κωμόπολη στην οποία αρχίζουν να συμβαίνουν μια σειρά ανεξήγητων εξαφανίσεων και φόνων. Η απειλή τέλους του κόσμου ή έστω μεγάλης συμφοράς, οδηγεί ένα μικρό πλήθος ετερόκλητων χαρακτήρων να γίνουν ομάδα για να αντιμετωπίσουν μαζί τη μυστηριώδη απειλή. Και όταν λέμε ετερόκλητοι χαρακτήρες, μιλάμε για μελαγχολικές τραγουδίστριες, ένα γυμνόστηθο κούκλο που χορεύει ζεϊμπέκικο με τσιγάρο στο στόμα, έναν παπά μα τι παπά, ένα ιδιόρρυθμο, μπεκετικό ζωγράφο, μουσικούς κάθε λογής, έναν ταβερνιάρη, μια γιαγιά one of a kind, δυο ταβλαδόρους μπάρμπες, έναν ταξιτζή πολύ γαμάτο, έναν τρελάκια μπρατσαρά γυμναστηριακό με συλλογή όπλων και η λίστα συνεχίζεται.

Την ταινία, όπως και το κάθε τι σε αυτή τη ζωή, μπορείς να την προσλάβεις από διάφορα πρίσματα και να την ”δεις” με διάφορους τρόπους. Είτε θα την δεις ως σάτιρα των εξωγήινων b-movies, είτε θα την προσεγγίσεις ως μια συνεχίστρια ταινία στην αλυσίδα cult, ελληνικών ταινιών (βλ. Γιγαντιαίος Μουσακάς, Κακό), είτε θα την παρακολουθήσεις με χέρι στο σαγόνι ως συμβολική-αλληγορική με το μήνυμα ότι ”όλοι μαζί, ενωμένοι, μπορούμε”. Προσωπικά, σε αυτό το τελευταίο κομμάτι αποκρυπτογράφησης κάποιου υποτιθέμενου συμβολισμού, με το οποίο ασχολήθηκα στο δεύτερο τσιγάρο μου μετά το σινεμά και ως εκεί, σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελε να πει ο ποιητής πως ο καινούργιος άγνωστος κόσμος (βλ. AI, τεχνολογία παντού και στα πάντα, ρομπότ ερωμένες και σύζυγοι) συγκρούεται με τον παλιό (καφεδάκι, τσιγαράκι, γυμνή, ανθρώπινη ομορφιά, πατρότητα, έρωτας, μπουζούκι, θάλσσα, τάβλι και όλα αυτά τα ωραία). Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελε να δείξει πως ό, τι μάς φοβίζει και μάς απειλεί από τον Θαυμαστό Καινούργιο Κόσμο γιατρεύεται με την πίστη στα κεκτημένα μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, στην αγάπη,  στην τέχνη, στην ύψιστη τέχνη της μουσικής που έχει γλώσσα παγκόσμια ικανή να σηκώσει βουνά και να νικήσει ιπτάμενα καλαμάρια με μάτια-λέιζερ.

Όσο την έβλεπα, «την άκουγα». Αφηνόμουν στην ροή της, στην υποδειγματική φωτογραφία του Δημήτρη Σταμπόλη, στις ερμηνείες ηθοποιών που ξέρω και εκτιμώ από την θητεία τους στα θεατρικά σανίδια. Μου έλειψε μονάχα το ρεμπέτικο-εκεί, θέλαμε λίγο δουλίτσα. Ρεμπέτικο δεν άκουσα, ούτε κάτι που να θυμίζει ρεμπέτικο. Περίμενα μια καλή, καυλιάρικη πενιά, της άξιζε της ταινίας και άξιζε και σε μένα που είχα αυτήν την προσδοκία, είμαι βέβαιη και άλλοι θεατές. Λέγεσαι Μινόρε, για τον Θεό, δώσε μου ένα χορταστικό ταξίμι να λιγωθώ, μη μου δίνεις μόνο άσματα και τραγουδίσματα ξεκούρδιστα, αληθοφανή, χωρίς μικρόφωνο. Δεν αρκεί. Αν αυτό το κομμάτι ήταν κάπως καλύτερα δουλεμένο, λίγα θα είχα να προσάψω σε αυτό το απολαυστικό φιλμ των 111 λεπτών, που είναι γεμάτο ανατροπές, ατάκες λίγο παλαιικού-κάφρικου χιούμορ που ένιωσα πως είχα ανάγκη, αλλά και ωραίες σεκάνς που, ορισμένες, όπως κάπου διάβασα και συμφώνησα, θα μπορούσαν να αποτελεούν ξεχωριστές ταινίες μικρού μήκους.

Μες στην ταινία είδα 80s θρίλερ, είδα Σταύρο Τσιώλη, Τσαρούχη εννοείται, είδα εστετ-ισμό και λαϊκότητα σε άριστη συγκατοίκηση, ακόμα και Ρεμπέτικο του Φέρρη είδα (ήθελα κι άλλο από δαύτο, επιμένω), είδα και σημερινή ποπ, ίνσταγκραμ αισθητική. Βρήκα έξοχο που στην ταινία τα γυμνά σώματα ήταν ανδρικά και όχι γυναικεία-δεν είδαμε χαραμάδα ντεκολτέ, αλλά πλάτες, ανδρικά στήθη και μπράτσα γεμάτα τατουάζ ή και όχι. Εννοώ, ο πόθος, η λαγνεία, η γυμνότητα, η σεξουαλικότητα προερχόταν σε αυτό το φιλμ αποκλειστικά από τους άνδρες, πρώτη φορά βλέπω εγώ προσωπικά κάτι τέτοιο, μου άρεσε. (Έτσι σβήνεις την πατριαρχία, μάγκα μου, στην πράξη, χωρίς κορώνες και ξεσπάσματα, στην γαμημένη την πράξη, «σιγανά και ταπεινά».) Βρήκα έξοχο επίσης το χωρίς πολλές συνυποδηλώσεις και επεξηγήσεις gay βλέμμα του ζωγράφου, βρήκα το μοτίβο του «Μάκη, Μάκη» με τους δύο ταβλαδόρους (α, ρε Άγγελε Παπαδημητρίου) πολύ ποιητικό, βρήκα συγκλονιστική την σκηνή με την κόρη που βλέπει τον μπαμπά της να κατασπαράσσεται από το τέρας και να κλαίει, αλλά να συνεχίζει να παλεύει για να σώσει τους υπόλοιπους και τον εαυτό της, βρήκα τον Στέλιο Δημόπουλο στον δύσκολο να ξεπέσει σε καρικατούρα καρικατούρα ρόλο του ε-ξαι-ρε-τι-κό, όπως πάντα-αυτή η αναγνωρίσιμη πλέον άρθρωσή του, το πρόσωπό του που ”γράφει” στον φακό και τα στοιχεία που προσδίδει στον ιδιότυπα ήρωά του, αλλά και το γέλιο που βγάζει η ερμηνεία του στην τελική της εμφάνιση στην ταινία, σε μια στιγμή όπου τρόμος, χιούμορ, υποκριτική, σκηνοθεσία και ειδικά εφέ συνεργάζονται αριστοτεχνικά. Βρήκα, ακόμα, ηρωικό το τσαλάκωμα του Γιάννη Ζουγανέλη, την Έφη Παπαθεοδώρου-Θεοπούλα μαγική (η σκηνή στον ψυχίατρο είναι η αγαπημένη μου όλης της ταινίας και είναι η πολιτική ψυχή της ταινίας, που αποδόθηκε και αργότερα σε ένα σημείο, όπου λένε για έναν αστυνομικό Θεός σχωρέστον εκτός και αν είναι χουντικός ή χρυσαυγίτης), βρήκα τον Παπαδημητράτο συνεπέστατο για ακόμα μια φορά σε ό, τι καλείται να κάνει υποκριτικά, να αστράφτει κατά μόνας, αλλά και ως μέρος ενός συνόλου και, τέλος, ερωτεύτηκα χωρίς να καταλάβω πώς τον Χρήστο Κοντογεώργη, παρά τις εντυπωσιακές, σεξουαλικές (μα κάπως άνευρες στην τελική τους ανάλυση) παρουσίες των πανέμορφων Νικόλα Μπράβου και Davide Tucci.

Μινόρε
Ο Χρήστος Κοντογεώργης.

Αν πρέπει, ντε και καλά, να εξηγήσω πώς επιλέγω, τελικά, να δω το Μινόρε, θα πω το εξής: είναι το γεμάτο ζωή, ταλέντο και εμφανή μόχθο όνειρο ενός τύπου που συνεργάστηκε με άλλους τύπους γεμάτους ζωή, ταλέντο και εμφανή μόχθο. Έκαναν μια ταινία στην οποία φάνηκε-μπαμ έκανε!-πως πέρασαν καλά. Όχι απλά βγαίνει προς τα έξω αυτό το πράγμα, αλλά σε παρασέρνει. Γι’ αυτό, το Μινόρε είναι μια ταινία για να τη δεις με φίλους, με φίλες, με παρέα, να γουστάρεις. Σηκώνει σχολιασμό, σηκώνει γέλιο και πείραγμα και ζωντάνια τέτοιου τύπου, κάπως λησμονημένη, μιας που πλέον το χιούμορ έχει φλέγμα ψηφιακό, έχει ατάκα φαρμακερή και λίγο κακιασμένη για να βγάλει γέλιο, ενώ εδώ, το χιούμορ και η πλάκα έχει καλή προαίρεση, ναι, κάπως ”σχολικού τύπου” και με καμία διάθεση να αφορά ντε και σώνει τα σημερινά εικοσάχρονα νεούδια. Κι οι σαραντάρηδες νεούδια είναι-βασικά, πιο νεούδια από τους σημερινούς καταγαμημένους από ζωή, κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ψυχικές μεταπτώσεις σαραντάρηδες δεν έχει! Παθαίνω κάτι όταν εντοπίζω μεράκι και πίστη και όραμα σε καλλιτεχνική κατάθεση. Και το έπαθα και με το Μινόρε. Κλείνω με κάτι συγκινητικό (για μένα) που είπε ο σκηνοθέτης στα Μικροπράγματα της Lifo: «Η ταινιούλα μας μέχρι στιγμής ταξίδεψε από τον Ασπρόπυργο που έγιναν τα γυρίσματα στην Βραζιλία, Μεξικό, Αγγλία, Σκωτία, Καναδά, Πουερτο Ρίκο, Αμερική, Βέλγιο και πίσω σε δυο μέρες Θεσσαλονίκη! Στη Βραζιλία στο τέλος την προβολής ο κόσμος έβγαλε πουκάμισα, μπλούζες κι ότι άλλο φορούσε και άρχιζε να χορεύει ζεϊμπέκικο μέσα στο σινεμά! Οι κριτικές που πήραμε στο Λονδίνο στο FrightFest μας άνοιξαν παρά πολλές πόρτες. Ευτυχώς, οι περισσότεροι κριτικοί κατάλαβαν ότι πάμε να κάνουνε κάτι λίγο διαφορετικό. Μόλις κλείσαμε distribution για Αμερική και η εταιρία Raven Banner χειρίζεται τις παγκόσμιες sales.»

Αυτό το «η ταινιούλα μας», έτσι όπως κατανοώ ότι το εννοεί ο Κουτσολιώτας, ανθρωπινά, οικογενειακά, με τσακίζει. Όπως με τσάκισε η αγκαλιά του πατέρα με τη μάνα του και την κόρη του όταν επέστρεψε από το τέρας, όπως με τσάκισε ο χορός του παλιού ρεμπέτη-δασκάλου με την γυναίκα της ζωής του στην ταράτσα, όπως με τσακίζει η κάθε λογής τρυφερότητα που σαν άμμος μέσα σε κλεψύδρα μεταφέρεται από την ζωή στην τέχνη και από την τέχνη στην ζωή. Μετά τα γέλια και τα χάχανα, το Μινόρε σού αφήνει επίγευση γλυκιά, ανθρώπινη. Δεν είμαι κριτικός σινεμά, είμαι ένας άνθρωπος που τρέχω όλη μέρα όπως οι περισσότεροι και καταθέτω ότι αυτή η ταινία μού πήρε κάποια βάρη, με ξεκούρασε, με πήρε και με σήκωσε με τρόπο γαμάτο και ξεχωριστό.

Σινεμά πόσον καιρό έχετε να πάτε, σεις; Πάτε, εδώ. Και δεν θα χάσετε. 

Info:

Παραγωγή: Λιλέτ Μπόταση, Inkas Film Productions
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας
Σενάριο: Κωνσταντίνος Κουτσολιώτας, Ελίζαμπεθ Ε. Σατς
Φωτογραφία: Δημήτρης Σταμπόλης
Μοντάζ: Melancholy star
Μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης, Ντέιβιντ Κεμπ
Πρωταγωνιστούν: Νταβίντε Τούτσι, Δάφνη Αλεξάντερ, Απόλλων Μπόλλας, Νικόλας Μπράβος, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία-Νεφέλη Δούκα, Μελέτης Γεωργιάδης, Ιωάννης Χατζηγιάννης, Ελευθερία Κόμη, Χρήστος Κοντογεώργης, Μάκης Παπαδημητράτος
Διάρκεια: 111 λεπτά

Ελλάδα, Μ. Βρετανία. 2023. Διάρκεια: 111΄. Διανομή: FEELGOOD