Το “Χ” και το “Pearl” (ακόμα κι αν δε βγήκε στις ελληνικές αίθουσες) άφησαν πολλές υποσχέσεις για το σύγχρονο horror genre και ο Τι Γουέστ έρχεται τώρα να ολοκληρώσει την τριλογία του με το “ΜaXXXine”. Στην τελική ευθεία δεν υπάρχουν πλέον αμφισημίες και μπερδέματα. Ο σκηνοθέτης έχει επιλέξει με έναν ιδιαίτερο τρόπο να κάνει την κοινωνική του κριτική, δίνοντας στο περιεχόμενό του ψυχαναλυτική διάσταση, κάτω από τον μανδύα του ακραίου ρεαλισμού, για να μας δοκιμάσει. Είναι αποφασισμένος να μην κάνει κανενός είδους συμβιβασμό, δε θέλει να ωραιοποιήσει καταστάσεις, αλλά να δείξει το πιο σκληρό πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης και πως αυτή διατρέχει τον χρόνο.
Μεταφερόμαστε στο Χόλιγουντ της δεκαετίας του 80. Μπορεί να υπάρχει ο ανταγωνισμός με τις πλατφόρμες του δικού μας παρόντος, ωστόσο το περιβάλλον είναι γεμάτο συναγωνισμό. Νικητής ή καλύτερα νικήτρια είναι μονάχα αυτή που θα φτάσει αλώβητη μέχρι τον τερματισμό. Ακριβώς αυτό έχει αντιληφθεί η Μαξίν. Το Λος Άντζελες δεν είναι ένα φιλικό μέρος για ρομαντικούς. Φόνοι, αίμα κι ένοχα μυστικά που στοιχειώνουν. Σε αυτή τη συνθήκη μία απόλυτα χειραφετημένη γυναίκα ακροβατεί ανάμεσα σε ρόλους που της δίνει η ίδια η ζωή. Μία θύτης και μετά θύμα. Αλλάζει ρόλους, πληγώνει και πληγώνεται. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος απεικόνισης του “γυναικείου” πόνου.
Η πρωταγωνίστρια είναι διχασμένη ανάμεσα στη Μαξίν και την Περλ. Καταδιώκεται συνεχώς από το παρελθόν της. Το προφίλ της σκιαγραφείται πολυεπίπεδα. Πλάι της περνούν, άλλοτε σταματούν κι άλλοτε όχι, δεκάδες χαρακτήρες. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται ένα ταξικό μωσαϊκό κι εξηγείται με έμφαση στη λεπτομέρεια το χωροχρονικό πλαίσιο. Η βιομηχανία του σεξ, ο έρωτας και μία κατατοπιστική διάσταση που δίνεται μέσα από ένα παιχνίδι εξουσίας (εξουσιάζουν κι εξουσιάζονται). Η Μαξίν απενοχοποιημένη έχει αποδεχτεί πως ο μοναδικός τρόπος να φτάσει μέχρι το φινάλε είναι πατήσει επί πτωμάτων. Δεν υπάρχει ηθική και δεύτερες σκέψεις στο φόντο.
Μέσα από την αφήγηση που έχει υπαρξιακά στοιχεία βλέπουμε τον θάνατο ως συνθήκη και πράξη. Το αίμα κυριαρχεί μέσα στο θρίλερ που ξετυλίγεται και παρασέρνει τον θεατή. Άσκηση ισορροπίας και στις δύο πλευρές της μεγάλης οθόνης. Το στοιχείο της οδύνης, οι τύψεις που μοιραία υπάρχουν στο ασυνείδητο κι η ακροβασία υπό την απειλή των αποκαλύψεων που απειλούν να τινάξουν τα πάντα στον αέρα. Ο σκηνοθέτης σκοτώνει το αίσθημα της μιζέριας. Υιοθετεί το μότο του σκληρού κόσμου που υπήρχε από τότε και τον δένει με μία γέφυρα με το παρόν. Γράφει μία ιστορία για τους “νικητές”.
Τεχνικά τα σκοτεινά πλάνα δημιουργούν την απαιτούμενη συνθήκη, αντανακλώντας τον ψυχισμό των «τραυματισμένων» ηρώων. Κλειδί αποτελεί επίσης το επιτηδευμένο μοντάζ. «Δηλητηριασμένοι» από την καθημερινή ένταση οδηγούνται σε αδιέξοδο και τέλμα που μόνο με διαδοχικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μπορεί να οδηγήσει στη λύτρωση και το τέλος. Η Μία Γκοθ είναι πραγματικά καταλύτης της επιτυχίας και πετυχαίνει στην κορύφωση της τριλογίας να δώσει τα διαπιστευτήριά της ερμηνευτικά, δικαιολογώντας απόλυτα τον ντόρο γύρω από το όνομά της.
Πολυαναμενόμενη η ταινία του Γουέστ αποζημιώνει τους λάτρεις του συγκεκριμένου κινηματογραφικού είδους. Η ιδιοσυγκρασία της Μαξίν δεν την αφήνει να κάνει λάθος στα κρίσιμα πια σταυροδρόμια. Έχει πειστεί βαθιά μέσα της για τη θέση στον κόσμο κι αυτή είναι στην πλευρά των νικητών με κάθε κόστος, πέρα από κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στον δρόμο της. Ο κόσμος ακτινογραφείται υποδειγματικά από τον δημιουργό. Αφήνει στην άκρη τους συναισθηματισμούς και δημιουργεί μία ταινία τρόμου που εξερευνά τα όρια του ίδιου και φυσικά των θεατών που έρχονται αντιμέτωποι με αυτό που τους παραδίδει και καλούνται να βρουν ρόλο και να πάρουν θέση φωναχτά ή μέσα τους. Η επιλογή της εβδομάδας για την πρώτη εβδομάδα του Ιουλίου που μας καλεί στους θερινούς κινηματογράφους…