Την εικόνα του Μαντς Μίκελσεν την έχω ζωηρή στα μάτια μου. Δεν έχει πάψει να υπάρχει μέσα στο μυαλό μου το “Κυνήγι” του Τόμας Βίντεμπεργκ. Μία ταινία για μία πραγματικότητα στις Σκανδιναβικές χώρες που ελάχιστα ακούγεται. Ένα «χαστούκι» και ταυτόχρονα μία ερμηνεία που δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, καθώς ο πρωταγωνιστής έκανε κομμάτι του εαυτού σε απόλυτο βαθμό τον ρόλο. Φυσικά δε σταμάτησε εκεί. Πάμε να δούμε σήμερα με αφορμή τα γενέθλιά του ερμηνείες του που μας συντροφεύουν.
“Valhalla Rising”, του Nicolas Winding Refn (2009)
Το “Valhalla Rising” είναι μια άγρια, υπνωτιστική ωδή στη βία, την πίστη και την ανθρώπινη πτώση. Με φόντο την άγρια φύση και μια ατμόσφαιρα βαριά σαν θρησκευτικό ύμνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία του One-Eye, ενός βουβού, σχεδόν μυθικού πολεμιστή, που ενσαρκώνεται από τον Μαντς Μίκελσεν με μια ακατανίκητη, πρωτόγονη δύναμη. Ο Μίκελσεν, χωρίς να πει ούτε λέξη, υποδύεται έναν χαρακτήρα που μοιάζει περισσότερο με μια αρχέγονη δύναμη παρά με άνθρωπο. Τα κενά του βλέμματος και η σωματική του παρουσία δεν απαιτούν διάλογο – μιλούν για το βάρος της επιβίωσης, την απόγνωση και τη μυστικιστική αναζήτηση ενός σκοπού σε έναν κόσμο όπου οι θεοί έχουν σωπάσει. Ο One-Eye είναι ένας απόκοσμος παρατηρητής και ταυτόχρονα πράκτορας της καταστροφής. Η ταινία ξεφεύγει από τις συμβάσεις ενός τυπικού ιστορικού δράματος ή μιας περιπέτειας. Με αργούς, στοχαστικούς ρυθμούς και εικόνες που μοιάζουν να έχουν βγει από καμβά, το “Valhalla Rising” είναι περισσότερο μια φιλοσοφική εξερεύνηση για τη φύση της πίστης και της ανθρώπινης μοίρας. Είναι βίαιο, απόκοσμο και ονειρικό, μια εμπειρία που απαιτεί υπομονή, αλλά ανταμείβει όσους αφεθούν στη σιωπηλή του μεγαλοπρέπεια.
“To Κυνήγι”, του Τόμας Βίντεμπεργκ (2012)
“Το Κυνήγι” είναι μία ταινία που καθηλώνει τον θεατή. Θέλοντας και μη ταυτίζεσαι με τον ήρωα. Ένα κοινωνικό δράμα που ξεκινά από ένα παιδικό ψέμα. Η ζωή του Λούκας γίνεται κόλαση, για καλή του τύχη το δικαστήριο τον αθωώνει λόγω έλλειψης αρκετών στοιχείων για την ενοχή του. Τότε ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για τη δικαίωσή του. Τα καταφέρνει κερδίζοντας ένα προσωπικό στοίχημα, ωστόσο η ζωή του έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα για πάντα. Κλονίζεται η εμπιστοσύνη και «συρρικνώνεται» η αξιοπρέπειά του. Μοναδικό του στήριγμα ο γιος του, Μάρκους που ποτέ δεν έχασε την πίστη στον πατέρα του.
“Hannibal”, του Bryan Fuller (2013-2015)
Η τηλεοπτική σειρά “Hannibal” είναι ένα μακάβριο, σχεδόν ποιητικό αριστούργημα, και ο Μαντς Μίκελσεν ως Hannibal Lecter παίζει με τον θάνατο σαν να είναι μια γοητευτική και τρομακτική δύναμη της φύσης. Με την ψυχρή, απόκοσμη κομψότητά του και ένα βλέμμα που μοιάζει να ξεγυμνώνει την ψυχή, ο Μίκελσεν επαναπροσδιορίζει τον εμβληματικό κανίβαλο, μετατρέποντάς τον σε έναν σκοτεινό καλλιτέχνη του θανάτου. Η ερμηνεία του Μίκελσεν είναι μια μελέτη στην αντίθεση: μια μαγευτική ισορροπία ανάμεσα στη φαινομενική ευγένεια και την απέραντη κτηνωδία. Ο Hannibal του δεν είναι απλώς τρομακτικός – είναι υπνωτιστικός, ένας γρίφος που καλεί τον θεατή να βυθιστεί στη σκοτεινή του διαστροφή. Κάθε του λέξη είναι μια προσεκτικά σχεδιασμένη χορογραφία, κάθε του κίνηση ένας ύμνος στη λεπτότητα και την κρυμμένη βία. Η σειρά, με την ονειρική της αισθητική και την αιχμηρή της γραφή, βρίσκει στο πρόσωπο του Μίκελσεν τον τέλειο Hannibal. Όχι σαν έναν ακόμα δολοφόνο, αλλά έναν φιλόσοφος του τρόμου, έναν μαέστρο του εφιάλτη. Η ερμηνεία του δεν τρομάζει μόνο, μα και σαγηνεύει, αφήνοντας μια ανεξίτηλη γεύση από αίμα και ομορφιά.
“Αrctic”, του Τζο Πένα (2018)
Ένα ψυχολογικό θρίλερ που κόβει την ανάσα μέχρι το φινάλε. Ένας άνθρωπος σκαλίζει επίμονα τον πάγο. Το πλάνο ξεμακραίνει και βλέπουμε χαραγμένο ένα SOS. Ο Όβεργκαρντ είναι επιζώντας ενός αεροπορικού δυστυχήματος, ωστόσο έχει αποκλειστεί κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά. Κάνει επίμονες προσπάθειες να καλέσει σε βοήθεια με τα λιγοστά μέσα που έχει στη διάθεσή του κι ως τότε τρέφεται λιτά με ψάρια. Ο κίνδυνος όμως συνεχώς παραμονεύει. Την ώρα που βλέπει μία σανίδα σωτηρίας στο βάθος ενός ατελείωτου λευκού τούνελ, η μοίρα θα του παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. H διαδρομή μοιάζει τραγική και το τέλος προδιαγεγραμμένο. Αναζητείται ένα θαύμα. Eλάχιστες κουβέντες κι ένα “hello” σαν ένα ευχαριστώ για την τεράστια δύναμη ψυχής. Ο αγώνα άνισος. Η εσωτερική πάλη στο βλέμμα του πρωταγωνιστή. Συνεχίζει μόνος για να αυξήσει τις πιθανότητές του ή με σημαία το ηθικό χρέος μέχρι τέλους; Aλύγιστος. Ένας αληθινός βράχος που σηκώνει τους πραγματικούς και συνεχίζει. Κάθε μέρα μία καινούρια αρχή κι ένα ακόμα λιθαράκι στον χάρτη.
“Death Stranding” του Hideo Kojima (2019)
Ο Μαντς Μίκελσεν ψηφιοποιείται και στο Death Stranding είναι κάτι περισσότερο από ένας χαρακτήρας – είναι μια οπτασία, ένας θρυλικός ψίθυρος που πλανιέται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το άγνωστο. Ως Cliff, μεταμορφώνεται σε μια σκοτεινή φιγούρα πατρικής τρυφερότητας και οργισμένης απελπισίας, οδηγώντας τον παίκτη του βίντεο παιχνιδιού σε μονοπάτια γεμάτα μυστήριο και μελαγχολία. Η ερμηνεία του είναι σαν μια σκιά που άλλοτε απειλεί και άλλοτε παρηγορεί, κρατώντας την ψυχή του παιχνιδιού σε μια εύθραυστη ισορροπία. Η μαγνητική του παρουσία μοιάζει με εφιάλτη που δεν θες να ξυπνήσεις από αυτόν, ένας χορός ανάμεσα σε ζωή και θάνατο που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Κάθε του λέξη, κάθε του βλέμμα, κρύβει ένα βάρος ανεξιχνίαστο, μια βαθιά αγάπη που συγκρούεται με τη δίνη της καταστροφής. Ο Μίκελσεν καταφέρνει να γίνει ο πυρήνας της ονειρικής, διαλυτικής ατμόσφαιρας του παιχνιδιού, ένα κομμάτι ενός κόσμου που συνθλίβεται, ενώ ταυτόχρονα παραμένει απόκοσμα όμορφος. Στο κορυφαίο παιχνίδι του Hideo Kojima o Μαντς Μίκελσεν, δίπλα στον Νόρμαν Ρίντας, είναι σαν μια αναλαμπή της ανθρώπινης τραγωδίας μέσα στο χάος του κόσμου. Ένα πορτραίτο που μιλά για την απώλεια, την αγάπη και τον χρόνο, σαν ένας αρχαίος μύθος που ζωντανεύει στις οθόνες.
“Άσπρο Πάτο” (Another Round), του Τόμας Βίντεμπεργκ (2020)
Θα μπορούσε κανείς να πει πως αναζητούν την κάθαρση και την εξύψωση προς το εξιδανικευμένο. Η ακροβασία όμως αυτή μεταξύ του νηφάλιου και του μεθυσμένου μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Να οδηγήσει στην απόλυτη λήθη και τότε ο αντίκτυπος θα γίνει ορατός ταυτόχρονα στο οικογενειακό κι εργασιακό περιβάλλον. Ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα βασισμένο στη θεωρία ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται με 0,05% έλλειμμα αλκοόλ δοκιμάζουν οι πρωταγωνιστές μας. Νομίζουν πως επιτυγχάνουν το ακατόρθωτο, σύντομα όμως έρχεται η πικρή διάψευση. Μετατρέπονται σε σύγχρονους “σάτυρους” και μας μεταφέρουν στα Διονύσια πάρτυ της αρχαιότητας. Προσπαθούν να διατηρήσουν τα προσχήματα, ωστόσο πολλές φορές ούτε αυτό είναι δυνατό. Το οινόπνευμα γίνεται ο χειρότερος σύμμαχος κι αποδιοργανώνει σιγά σιγά τα εγκεφαλικά κύτταρα οδηγώντας σε ακραίες συμπεριφορές κι αντιδράσεις. Μέσα σε όλο αυτό το αλλοπρόσαλλο ντελίριο το έργο υμνεί την αξία της ανδρικής φιλίας. Μαζί στα εύκολα, τα δύσκολα, το όμορφα, τα άσχημα, τα ωραία, τις τρέλες. Μαζί μέχρι το τέλος. Βρίσκουν εκτόνωση στον χορό. Μέσα απ΄αυτόν εκφράζεται ο συναισθηματικός τους κόσμος. Το ζήτημα είναι να γνωρίζεις που πρέπει να σταματήσεις. Όταν τα πρωτόγονα ένστικτα κυριαρχούν επί της λογικής το παιχνίδι σταδιακά χάνεται. Εκεί επικεντρώνεται η προβληματική του Βίντεμπεργκ. Στα λεπτά όρια, στον πειρασμό της παγίδας, στην απώλεια του ελέγχου. Εδώ ο Παράδεισος κι η Κόλαση μαζί. Κι όταν όλα αυτά καλείται να τα ενσαρκώσει ο Μίκελσεν έχοντας στο πλάι του άξιους συμπαραστάτες μυρίζει επιτυχία.
“Eκκεντρικοί”, του Άντερς Τόμας Γιένσεν (2020)
Μία ατυχής συγκυρία, ένα δυστύχημα που πυροδοτεί τις εξελίξεις. Η Ματίλντε μένει ορφανή. Ο Μάρκους μισθοφόρος στο Αφγανιστάν επιστρέφει εσπευσμένα στη βάση του μην έχοντας άλλη επιλογή. Ο Ότο ξετυλίγει τον μίτο κι είναι αποφασισμένος να αποδείξει πως είχαμε μία στοχευμένη επίθεση με φόντο ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ τοπικών συμμοριών. Ακολουθεί ένας κύκλος αίματος που δε λέει να κλείσει και σε κάποιες στιγμές του μας ταξιδεύει στο σύμπαν του Ταραντίνο. Τέσσερις αταίριαστες φιγούρες συνεργάζονται με φόντο την “εκδίκηση”. Αντισυμβατικοί ήρωες, losers της ζωής και μία αθώα ψυχή που παρακολουθεί τις εξελίξεις σχεδόν αποσβολωμένη. O μεγάλος πρωταγωνιστής κουβαλάει πάνω του, βαθιά μέσα του τα τραύματα της πορείας της ζωής του. Αρνείται οποιαδήποτε επαφή με ειδικούς ιατρούς και δυσκολεύεται τρομερά να προσεγγίσει την κόρη του. Δε φημίζεται για την υπομονή του και λύνει τις διαφορές του όπως μόνο ο ίδιος ξέρει. Νιώθει πως τα έχει χάσει όλα. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Δεν έχει όμως τη δύναμη να αντικρίσει κατάματα. Μονάχα η ψυχρή ματιά ενός “φίλου” που έχει βιώσει την μέγιστη απώλεια μπορεί να του δείξει τον δρόμο και τη διέξοδο. Ο πατέρας άλλωστε έχει πάντα την ευθύνη απέναντι στα παιδιά του.
“Η Γη της Επαγγελίας”, του Nικολάι Αρσέλ (2023)
Μεταφερόμαστε στο μακρινό 1755 στη γη της Γιουτλάνδης. Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του λοχαγού Λούντβιχ Κάλεν. Ένας άνθρωπος γεμάτος ψυχικά τραύματα που αντέχει κάθε μορφής κακουχία, αποφασίζει να διεκδικήσει τη δημιουργίας μίας ουτοπίας. Ο όχι και τόσο ταπεινής καταγωγής (“Ήταν πατέρας μου, αλλά δεν ήμουν ποτέ γιος του”) θέλει να αποδείξει, να εκδικηθεί και να καταξιωθεί λαμβάνοντας έναν άτυπο τίτλο ευγενούς. Η αποστολή του δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη. Στον δρόμο που θα περπατήσει θα συναντήσει φυσικές αντιξοότητες και το χειρότερο πρόσωπο των ανθρώπων. Για τον πρωταγωνιστή μας η επιτυχία του εγχειρήματος γίνεται αυτοσκοπός. Θεωρεί ότι μέσα από αυτό θα αποκαταστήσει το όνομα και θα κερδίσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. «Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο στη Γη να δημιουργήσει Πολιτισμό – Ο Θεός είναι χάος, η ζωής είναι χάος – Μονάχα ο πόλεμος είναι χάος». Μέσα από αυτή την απόλυτη κυνική στιχομυθία έχουμε ένα σπουδαίο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Ο σκηνοθέτης όμως δεν μένει εκεί θα φέρει στο κυρίαρχο φόντο τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία, την κακοποίηση, την εκμετάλλευση του φθηνού εργατικού δυναμικού και τις δυναμικές σχέσεις μεταξύ των φύλων. Σαν άλλος “Dheepan” πρόσφυγας στον ίδιο του τον τόπο, ο Κάλεν θα κληθεί να κάνει μία οικογένεια αγνώστων.
Καταλύτη στο ξεδίπλωμα της πλοκής και στην προσέλκυση του κοινού αποτελεί φυσικά η παρουσία του Μαντς Μίκελσεν που εσωτερικεύει τον ρόλο που υποδύεται. Η ερμηνεία του πηγάζει από τα ενδότερα της ψυχής του. Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του καθρεφτίζονται οι κακουχίες κι η αγωνία για το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής του. Οι διαστάσεις που παίρνει για τον ίδιο η αξιοποίηση της γης λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις. Οι διαδοχικές συγκρούσεις οδηγούν σε μία συνθήκη που δεν έχει επιστροφή. Μάχη μέχρι εσχάτων με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η ταν ή επί τας.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.
Την εικόνα του Μαντς Μίκελσεν την έχω ζωηρή στα μάτια μου. Δεν έχει πάψει να υπάρχει μέσα στο μυαλό μου το “Κυνήγι” του Τόμας Βίντεμπεργκ. Μία ταινία για μία πραγματικότητα στις Σκανδιναβικές χώρες που ελάχιστα ακούγεται. Ένα «χαστούκι» και ταυτόχρονα μία ερμηνεία που δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, καθώς ο πρωταγωνιστής έκανε κομμάτι του εαυτού σε απόλυτο βαθμό τον ρόλο. Φυσικά δε σταμάτησε εκεί. Πάμε να δούμε σήμερα με αφορμή τα γενέθλιά του ερμηνείες του που μας συντροφεύουν.
“Valhalla Rising”, του Nicolas Winding Refn (2009)
Το “Valhalla Rising” είναι μια άγρια, υπνωτιστική ωδή στη βία, την πίστη και την ανθρώπινη πτώση. Με φόντο την άγρια φύση και μια ατμόσφαιρα βαριά σαν θρησκευτικό ύμνο, η ταινία αφηγείται την ιστορία του One-Eye, ενός βουβού, σχεδόν μυθικού πολεμιστή, που ενσαρκώνεται από τον Μαντς Μίκελσεν με μια ακατανίκητη, πρωτόγονη δύναμη. Ο Μίκελσεν, χωρίς να πει ούτε λέξη, υποδύεται έναν χαρακτήρα που μοιάζει περισσότερο με μια αρχέγονη δύναμη παρά με άνθρωπο. Τα κενά του βλέμματος και η σωματική του παρουσία δεν απαιτούν διάλογο – μιλούν για το βάρος της επιβίωσης, την απόγνωση και τη μυστικιστική αναζήτηση ενός σκοπού σε έναν κόσμο όπου οι θεοί έχουν σωπάσει. Ο One-Eye είναι ένας απόκοσμος παρατηρητής και ταυτόχρονα πράκτορας της καταστροφής. Η ταινία ξεφεύγει από τις συμβάσεις ενός τυπικού ιστορικού δράματος ή μιας περιπέτειας. Με αργούς, στοχαστικούς ρυθμούς και εικόνες που μοιάζουν να έχουν βγει από καμβά, το “Valhalla Rising” είναι περισσότερο μια φιλοσοφική εξερεύνηση για τη φύση της πίστης και της ανθρώπινης μοίρας. Είναι βίαιο, απόκοσμο και ονειρικό, μια εμπειρία που απαιτεί υπομονή, αλλά ανταμείβει όσους αφεθούν στη σιωπηλή του μεγαλοπρέπεια.
“To Κυνήγι”, του Τόμας Βίντεμπεργκ (2012)
“Το Κυνήγι” είναι μία ταινία που καθηλώνει τον θεατή. Θέλοντας και μη ταυτίζεσαι με τον ήρωα. Ένα κοινωνικό δράμα που ξεκινά από ένα παιδικό ψέμα. Η ζωή του Λούκας γίνεται κόλαση, για καλή του τύχη το δικαστήριο τον αθωώνει λόγω έλλειψης αρκετών στοιχείων για την ενοχή του. Τότε ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για τη δικαίωσή του. Τα καταφέρνει κερδίζοντας ένα προσωπικό στοίχημα, ωστόσο η ζωή του έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα για πάντα. Κλονίζεται η εμπιστοσύνη και «συρρικνώνεται» η αξιοπρέπειά του. Μοναδικό του στήριγμα ο γιος του, Μάρκους που ποτέ δεν έχασε την πίστη στον πατέρα του.
“Hannibal”, του Bryan Fuller (2013-2015)
Η τηλεοπτική σειρά “Hannibal” είναι ένα μακάβριο, σχεδόν ποιητικό αριστούργημα, και ο Μαντς Μίκελσεν ως Hannibal Lecter παίζει με τον θάνατο σαν να είναι μια γοητευτική και τρομακτική δύναμη της φύσης. Με την ψυχρή, απόκοσμη κομψότητά του και ένα βλέμμα που μοιάζει να ξεγυμνώνει την ψυχή, ο Μίκελσεν επαναπροσδιορίζει τον εμβληματικό κανίβαλο, μετατρέποντάς τον σε έναν σκοτεινό καλλιτέχνη του θανάτου. Η ερμηνεία του Μίκελσεν είναι μια μελέτη στην αντίθεση: μια μαγευτική ισορροπία ανάμεσα στη φαινομενική ευγένεια και την απέραντη κτηνωδία. Ο Hannibal του δεν είναι απλώς τρομακτικός – είναι υπνωτιστικός, ένας γρίφος που καλεί τον θεατή να βυθιστεί στη σκοτεινή του διαστροφή. Κάθε του λέξη είναι μια προσεκτικά σχεδιασμένη χορογραφία, κάθε του κίνηση ένας ύμνος στη λεπτότητα και την κρυμμένη βία. Η σειρά, με την ονειρική της αισθητική και την αιχμηρή της γραφή, βρίσκει στο πρόσωπο του Μίκελσεν τον τέλειο Hannibal. Όχι σαν έναν ακόμα δολοφόνο, αλλά έναν φιλόσοφος του τρόμου, έναν μαέστρο του εφιάλτη. Η ερμηνεία του δεν τρομάζει μόνο, μα και σαγηνεύει, αφήνοντας μια ανεξίτηλη γεύση από αίμα και ομορφιά.
“Αrctic”, του Τζο Πένα (2018)
Ένα ψυχολογικό θρίλερ που κόβει την ανάσα μέχρι το φινάλε. Ένας άνθρωπος σκαλίζει επίμονα τον πάγο. Το πλάνο ξεμακραίνει και βλέπουμε χαραγμένο ένα SOS. Ο Όβεργκαρντ είναι επιζώντας ενός αεροπορικού δυστυχήματος, ωστόσο έχει αποκλειστεί κυριολεκτικά στην μέση του πουθενά. Κάνει επίμονες προσπάθειες να καλέσει σε βοήθεια με τα λιγοστά μέσα που έχει στη διάθεσή του κι ως τότε τρέφεται λιτά με ψάρια. Ο κίνδυνος όμως συνεχώς παραμονεύει. Την ώρα που βλέπει μία σανίδα σωτηρίας στο βάθος ενός ατελείωτου λευκού τούνελ, η μοίρα θα του παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. H διαδρομή μοιάζει τραγική και το τέλος προδιαγεγραμμένο. Αναζητείται ένα θαύμα. Eλάχιστες κουβέντες κι ένα “hello” σαν ένα ευχαριστώ για την τεράστια δύναμη ψυχής. Ο αγώνα άνισος. Η εσωτερική πάλη στο βλέμμα του πρωταγωνιστή. Συνεχίζει μόνος για να αυξήσει τις πιθανότητές του ή με σημαία το ηθικό χρέος μέχρι τέλους; Aλύγιστος. Ένας αληθινός βράχος που σηκώνει τους πραγματικούς και συνεχίζει. Κάθε μέρα μία καινούρια αρχή κι ένα ακόμα λιθαράκι στον χάρτη.
“Death Stranding” του Hideo Kojima (2019)
Ο Μαντς Μίκελσεν ψηφιοποιείται και στο Death Stranding είναι κάτι περισσότερο από ένας χαρακτήρας – είναι μια οπτασία, ένας θρυλικός ψίθυρος που πλανιέται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το άγνωστο. Ως Cliff, μεταμορφώνεται σε μια σκοτεινή φιγούρα πατρικής τρυφερότητας και οργισμένης απελπισίας, οδηγώντας τον παίκτη του βίντεο παιχνιδιού σε μονοπάτια γεμάτα μυστήριο και μελαγχολία. Η ερμηνεία του είναι σαν μια σκιά που άλλοτε απειλεί και άλλοτε παρηγορεί, κρατώντας την ψυχή του παιχνιδιού σε μια εύθραυστη ισορροπία. Η μαγνητική του παρουσία μοιάζει με εφιάλτη που δεν θες να ξυπνήσεις από αυτόν, ένας χορός ανάμεσα σε ζωή και θάνατο που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Κάθε του λέξη, κάθε του βλέμμα, κρύβει ένα βάρος ανεξιχνίαστο, μια βαθιά αγάπη που συγκρούεται με τη δίνη της καταστροφής. Ο Μίκελσεν καταφέρνει να γίνει ο πυρήνας της ονειρικής, διαλυτικής ατμόσφαιρας του παιχνιδιού, ένα κομμάτι ενός κόσμου που συνθλίβεται, ενώ ταυτόχρονα παραμένει απόκοσμα όμορφος. Στο κορυφαίο παιχνίδι του Hideo Kojima o Μαντς Μίκελσεν, δίπλα στον Νόρμαν Ρίντας, είναι σαν μια αναλαμπή της ανθρώπινης τραγωδίας μέσα στο χάος του κόσμου. Ένα πορτραίτο που μιλά για την απώλεια, την αγάπη και τον χρόνο, σαν ένας αρχαίος μύθος που ζωντανεύει στις οθόνες.
“Άσπρο Πάτο” (Another Round), του Τόμας Βίντεμπεργκ (2020)
Θα μπορούσε κανείς να πει πως αναζητούν την κάθαρση και την εξύψωση προς το εξιδανικευμένο. Η ακροβασία όμως αυτή μεταξύ του νηφάλιου και του μεθυσμένου μπορεί να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Να οδηγήσει στην απόλυτη λήθη και τότε ο αντίκτυπος θα γίνει ορατός ταυτόχρονα στο οικογενειακό κι εργασιακό περιβάλλον. Ένα παρακινδυνευμένο εγχείρημα βασισμένο στη θεωρία ότι ο κάθε άνθρωπος γεννιέται με 0,05% έλλειμμα αλκοόλ δοκιμάζουν οι πρωταγωνιστές μας. Νομίζουν πως επιτυγχάνουν το ακατόρθωτο, σύντομα όμως έρχεται η πικρή διάψευση. Μετατρέπονται σε σύγχρονους “σάτυρους” και μας μεταφέρουν στα Διονύσια πάρτυ της αρχαιότητας. Προσπαθούν να διατηρήσουν τα προσχήματα, ωστόσο πολλές φορές ούτε αυτό είναι δυνατό. Το οινόπνευμα γίνεται ο χειρότερος σύμμαχος κι αποδιοργανώνει σιγά σιγά τα εγκεφαλικά κύτταρα οδηγώντας σε ακραίες συμπεριφορές κι αντιδράσεις. Μέσα σε όλο αυτό το αλλοπρόσαλλο ντελίριο το έργο υμνεί την αξία της ανδρικής φιλίας. Μαζί στα εύκολα, τα δύσκολα, το όμορφα, τα άσχημα, τα ωραία, τις τρέλες. Μαζί μέχρι το τέλος. Βρίσκουν εκτόνωση στον χορό. Μέσα απ΄αυτόν εκφράζεται ο συναισθηματικός τους κόσμος. Το ζήτημα είναι να γνωρίζεις που πρέπει να σταματήσεις. Όταν τα πρωτόγονα ένστικτα κυριαρχούν επί της λογικής το παιχνίδι σταδιακά χάνεται. Εκεί επικεντρώνεται η προβληματική του Βίντεμπεργκ. Στα λεπτά όρια, στον πειρασμό της παγίδας, στην απώλεια του ελέγχου. Εδώ ο Παράδεισος κι η Κόλαση μαζί. Κι όταν όλα αυτά καλείται να τα ενσαρκώσει ο Μίκελσεν έχοντας στο πλάι του άξιους συμπαραστάτες μυρίζει επιτυχία.
“Eκκεντρικοί”, του Άντερς Τόμας Γιένσεν (2020)
Μία ατυχής συγκυρία, ένα δυστύχημα που πυροδοτεί τις εξελίξεις. Η Ματίλντε μένει ορφανή. Ο Μάρκους μισθοφόρος στο Αφγανιστάν επιστρέφει εσπευσμένα στη βάση του μην έχοντας άλλη επιλογή. Ο Ότο ξετυλίγει τον μίτο κι είναι αποφασισμένος να αποδείξει πως είχαμε μία στοχευμένη επίθεση με φόντο ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ τοπικών συμμοριών. Ακολουθεί ένας κύκλος αίματος που δε λέει να κλείσει και σε κάποιες στιγμές του μας ταξιδεύει στο σύμπαν του Ταραντίνο. Τέσσερις αταίριαστες φιγούρες συνεργάζονται με φόντο την “εκδίκηση”. Αντισυμβατικοί ήρωες, losers της ζωής και μία αθώα ψυχή που παρακολουθεί τις εξελίξεις σχεδόν αποσβολωμένη. O μεγάλος πρωταγωνιστής κουβαλάει πάνω του, βαθιά μέσα του τα τραύματα της πορείας της ζωής του. Αρνείται οποιαδήποτε επαφή με ειδικούς ιατρούς και δυσκολεύεται τρομερά να προσεγγίσει την κόρη του. Δε φημίζεται για την υπομονή του και λύνει τις διαφορές του όπως μόνο ο ίδιος ξέρει. Νιώθει πως τα έχει χάσει όλα. Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Δεν έχει όμως τη δύναμη να αντικρίσει κατάματα. Μονάχα η ψυχρή ματιά ενός “φίλου” που έχει βιώσει την μέγιστη απώλεια μπορεί να του δείξει τον δρόμο και τη διέξοδο. Ο πατέρας άλλωστε έχει πάντα την ευθύνη απέναντι στα παιδιά του.
“Η Γη της Επαγγελίας”, του Nικολάι Αρσέλ (2023)
Μεταφερόμαστε στο μακρινό 1755 στη γη της Γιουτλάνδης. Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του λοχαγού Λούντβιχ Κάλεν. Ένας άνθρωπος γεμάτος ψυχικά τραύματα που αντέχει κάθε μορφής κακουχία, αποφασίζει να διεκδικήσει τη δημιουργίας μίας ουτοπίας. Ο όχι και τόσο ταπεινής καταγωγής (“Ήταν πατέρας μου, αλλά δεν ήμουν ποτέ γιος του”) θέλει να αποδείξει, να εκδικηθεί και να καταξιωθεί λαμβάνοντας έναν άτυπο τίτλο ευγενούς. Η αποστολή του δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη. Στον δρόμο που θα περπατήσει θα συναντήσει φυσικές αντιξοότητες και το χειρότερο πρόσωπο των ανθρώπων. Για τον πρωταγωνιστή μας η επιτυχία του εγχειρήματος γίνεται αυτοσκοπός. Θεωρεί ότι μέσα από αυτό θα αποκαταστήσει το όνομα και θα κερδίσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. «Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο στη Γη να δημιουργήσει Πολιτισμό – Ο Θεός είναι χάος, η ζωής είναι χάος – Μονάχα ο πόλεμος είναι χάος». Μέσα από αυτή την απόλυτη κυνική στιχομυθία έχουμε ένα σπουδαίο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Ο σκηνοθέτης όμως δεν μένει εκεί θα φέρει στο κυρίαρχο φόντο τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία, την κακοποίηση, την εκμετάλλευση του φθηνού εργατικού δυναμικού και τις δυναμικές σχέσεις μεταξύ των φύλων. Σαν άλλος “Dheepan” πρόσφυγας στον ίδιο του τον τόπο, ο Κάλεν θα κληθεί να κάνει μία οικογένεια αγνώστων.
Καταλύτη στο ξεδίπλωμα της πλοκής και στην προσέλκυση του κοινού αποτελεί φυσικά η παρουσία του Μαντς Μίκελσεν που εσωτερικεύει τον ρόλο που υποδύεται. Η ερμηνεία του πηγάζει από τα ενδότερα της ψυχής του. Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του καθρεφτίζονται οι κακουχίες κι η αγωνία για το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής του. Οι διαστάσεις που παίρνει για τον ίδιο η αξιοποίηση της γης λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις. Οι διαδοχικές συγκρούσεις οδηγούν σε μία συνθήκη που δεν έχει επιστροφή. Μάχη μέχρι εσχάτων με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η ταν ή επί τας.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.