Όπως κάθε χρόνο στην παρακάτω λίστα συμπεριλαμβάνονται όσες ταινίες προβλήθηκαν στους κινηματογράφους. Εξαιρούνται επομένως όσες είδαμε μόνο σε πλατφόρμες μακριά από τον φυσικό χώρο προβολή τους.
“Η Φωνή της Χιντ Ρατζάμπ”, του Kaouther Ben Hania
Ένα εξαιρετικό υβρίδιο ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, ίσως το κορυφαίο της δεκαετίας αναπτύσσεται για 90΄ μπροστά στα μάτια μας. Θέλουμε να βοηθήσουμε όπως ο “θείος Ομάρ”, αλλά είμαστε καθηλωμένοι απλά σε μία καρέκλα στον κινηματογράφο. Το αίμα παγώνει. Ο εγκέφαλος δυσκολεύεται να επεξεργαστεί τη αδυναμία του ανθρώπινου είδους που τεχνολογικά φτάσει στο απόγειό του, αλλά η αξία της ζωής καθημερινά εκπίπτει. Κάποτε είχαμε μεγάλες συγκεντρώσεις για τη μονάδα, για τον ευάλωτο, για τον αδύναμο, σήμερα έχουμε χαθεί στη μετάφραση της ατομικής ευθύνης που έβγαλε όλους τους φόβους και τον εγωισμό μας στη χειρότερή τους μορφή.
Η πρόταση της Τυνησίας για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας θέλει να ευαισθητοποιήσει, να κινητοποιήσει, προκαλεί ανατριχίλα, αλλά δεν πρέπει να ξεχαστεί. Μία αληθινή ιστορία που γνωρίζουμε το τέλος της, αλλά η δημιουργός το κάνει εξαιρετικό ντοκιμαντεριστικά. Βιώνουμε το ψυχολογικό θρίλερ με τους ανθρώπους που βρίσκονται σε ανοιχτά ακρόαση με τη Χουάνα. Η μικρή Χιντ εκλιπαρεί, ικετεύει, αντιλαμβάνεται. Από σπόντα γλίτωσε την απευθείας εκτέλεση και βιώνει έναν αργό θάνατο. Η ανάλγητη γραφειοκρατία είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον θάνατό της κι όταν δίνεται το πράσινο φως.
“Το 47”, του Μαρσέλ Μπαρένα
Σε μία Ισπανία που παλεύει να επουλώσει τα τραύματά της από τη δικτατορία του Φράνκο, άνθρωποι που έχουν βιώσει το χειρότερο πρόσωπο των ανθρώπων ξεριζώνονται από τη γη τους και πρέπει να κάνουν μία νέα αρχή. Βρίσκουν τη δύναμη να παλέψουν, να ζητήσουν, να μείνουν ζωντανοί όσες φορές κι αν προσπαθήσουν να τους διαλύσουν. Η αυταπάρνησή τους δε νικιέται. Κόντρα στη γραφειοκρατία και το κατεστημένο αναζητείται η ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινή επιβίωση και τη διεκδίκηση ενός καλύτερου αύριο.
Τα παιδιά από την πρώτη κιόλας σκηνή κοιτούν, “δεν καταλαβαίνουν πλήρως, αλλά κάτι διαισθάνονται, νιώθουν”. Έργα σαν αυτό θυμίζουν την πορεία της ανθρωπότητας. Εικόνες και γεγονότα πολύ μακρινά από την εποχή των κινητών, των υπολογιστών και τεχνητής νοημοσύνης. Οι άνθρωποι με τα χέρια τους χτίζουν το παρόν και το μέλλον τους. Είναι οι παππούδες, πιθανώς κι οι γονείς μας στα νιάτα τους. Το έγχρωμο που πλέκεται με το αρχειακό υλικό μας δίνει το μήνυμα ότι ο ρατσισμός δυστυχώς επιβιώνει, αλλάζοντας μορφές σαν τους μικροοργανισμούς.
“Στο νησί του Άμρουμ”, του Φατίχ Ακίν
Το Amrum εξελίσσεται στις παραμονές της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πάνω σε ένα άγονο, ανέγγιχτο νησί. Εκεί ζει ο δωδεκάχρονος Νάνινγκ (Jasper Billerbeck), ένα παιδί που προσπαθεί με κάθε τρόπο να βοηθήσει τη μητέρα του. Η μητέρα του είναι πεπεισμένη εθνικοσοσιαλίστρια κι ο πατέρας πολεμά στο μέτωπο. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Χίτλερ, η ειρήνη δεν έρχεται ως λύτρωση αλλά ως νέα πρόκληση για τους μικρούς, αλλά κυρίως τους μεγαλύτερους.
Ο τρόπος που ο Ακίν κινηματογραφεί τον Νάνινγκ είναι κομβικός για το ξεδίπλωμα της πλοκής. Ο μικρός πρωταγωνιστής αποτελεί την αποκαλύψη του έργου και ταυτόχρονα τον κινητήριο μοχλό. Μέσα σε περίπου δύο ώρες γίνεται σωτήρας, μοιραίος, ενηλικιώνεται πρώιμα και σηκώνει ένα βάρος που ούτε ο ίδιος αντιλαμβάνεται, καθώς το βιώνει.
“Νυχτερινή Εφημερία”, της Πέτρα Βόλπε
Αλλαγή βάρδιας. Δε βρισκόμαστε στην Ελλάδα όπως θα πιστέψουν πολλοί, αλλά στην Ελβετία. Το πρόβλημα της συρρίκνωσης της “δύναμης” των νοσηλευτών είναι παγκόσμιο. Η υποαμειβόμενη (“τα παπούτσια ήταν σε έκπτωση”) εργασία σε συνδυασμό με τις δυσκολίες κάνει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν. Στην πατρίδα μας οι περισσότεροι έχουν βρει διέξοδο στην εκπαίδευση, ως σχολικοί νοσηλευτές. Η Φλόρια αφήνει όλα όσα την ταλανίζουν στο “ντουλαπάκι” της και μπαίνει στη μάχη. Πρόκειται για μία σκληρή εφημερία. Έχει να διαχειριστεί μία ολόκληρη πτέρυγα και τα περιστατικά ποικίλουν. Οι περισσότεροι είναι καρκινοπαθείς τελικού σταδίου.
Όπλο της Μπένες το βλέμμα της. Άλλοτε γλυκιά, άλλοτε πιο απότομα κοντρολάρει όσα τις έρχονται. Κανένας δεν μπορεί να έρθει στη θέση. Μόνο μία ασθενής τη ρωτάει αν είναι καλά … Συνεχίζει. Η κόπωση έρχεται να δυσκολέψει το έργο κι ένα τραγούδι (σαν άτυπη ψυχοθεραπεία) είναι ικανό να της γεμίσει ξανά τις μπαταρίες. Συνεχώς γεμίζει ορούς με φάρμακα. Δεν πρέπει να κάνει το παραμικρό λάθος, όχι μόνο στη φαρμακευτική ουσία, αλλά και στη ποσότητά της. Τα πάντα κρέμονται σε μία λεπτή κλωστή. Γνωρίζει καλά πως με το παραμικρό θα βρεθεί “αναφερόμενη” στους ανώτερους.
“Σπασμένη Φλέβα”, του Γιάννη Οικονομίδη
Για τον Θωμά Αλεξόπουλο έχει έρθει η στιγμή του “ταμείου” για τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ο Παντελής δεν έχει να δώσει άλλον χρόνο κι η κλεψύδρα αδειάζει απειλητικά. Ο πρωταγωνιστής αναζητεί ένα μικρό θαύμα, αλλά οι πόρτες φίλων που χτυπάει είναι ερμητικά “κλειστές”. Πολλοί απ΄αυτούς μάλιστα τώρα που βγαίνει εκτός παιχνιδιού τον αδειάζουν με τον χειρότερο τρόπο, θεωρώντας τον καμμένο χαρτί στην πιάτσα. Ο Θωμάς ψάχνει ρελάνς με ανορθόδοξο τρόπο. Πόσο εύκολο είναι στην εποχή μας να βρεις 327.000 ευρώ; Την ίδια στιγμή ακούει τη φράση “τι φυλακή μέσα, τι φυλακή έξω” και το μυαλό του θολώνει …
Ένα βήμα πριν την (κατα)στροφή οδηγεί νευρικά και αναζητά … ρευστό. “Τρέχω όλη μέρα …”. Πίνει, καπνίζει, προσπαθεί να κλείσει τους λογαριασμούς του με τις γυναίκες της ζωής του και ψάχνει διέξοδο. Η διαρκής ένταση που χαρακτηρίζει το έργο του Οικονομίδη εδώ παίρνει μία άλλη μορφή. Αρκετές φορές είναι βουβή. Ο σκηνοθέτης με τη βοήθεια του Βαγγέλη Μουρίκη γνωρίζουν πολύ καλά τι θέλουν να δείξουν και δεν παρεκκλίνουν. Ένας φαύλος κύκλος, ένας μύλος που αλέθει τους εμπλεκόμενους κι έχει παράπλευρες απώλειες. Μία μοίρα που αφορά τη “μεγαλομεσαία” τάξη που συρρικνώθηκε.
“Ένα Τυχαίο Ατύχημα”, του Τζαφάρ Παναχί
Στο σύμπαν του Ιρανού σκηνοθέτη κάθε λεπτομέρεια παίζει τον ρόλο της. Απαιτείται απόλυτη συγκέντρωση από το πρώτο πλάνο που το παιδί στο ρεύμα της εποχής είναι εκτεθειμένο στο “μπλε φως” του τάμπλετ και ακούει δυνατά μουσική μέχρι τον τελευταίο ήχο που στοιχειώνει και μας κάνει μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα να σκεφτούμε ότι είδαμε τα προήγουμενα 105΄. Μίσος, διάθεση για εκδίκηση, το κακό σε διάφορες εκφάνσεις του. Άνθρωποι διαλυμένοι που η φυλακή τους κυνηγάει, όσο κι αν προσπαθούν να ανοίξουν τα φτερά τους και συνεχίσουν. Ένας αναπόδραστος κύκλος βίας χωρίς αρχή μέση και τέλος.
Το αυτοκίνητο γίνεται συγχρόνως κλειστός χώρος εγκλωβισμού και διέξοδος προς την ελευθερία. Ο δημιουργός αγγίζει τα όρια του ψυχολογικού θρίλερ υψηλού επιπέδου, ειδικά στις δύο τελευταίες σκηνές. Κάνει τον θεατή συμμέτοχο, να αποφασίσει αυτός τι θα έκανε στη θέση των πρωταγωνιστών. Σε μία βαθιά πολιτική ταινία δε χωρούν συμβιβασμοί ή μήπως υπάρχουν όρια για ευελιξία. “Ένα ατύχημα ήταν, ό,τι έγινε έγινε”, έμμεση προοικονομία όσων θα ακολουθήσουν και ταυτόχρονα μία λογική που παραπέμπει σε ζούγκλα.
“Bugonia”, του Γιώργου Λάνθιμου
Ο Τέντι βαθιά “τραυματισμένος” πείθει τον ξάδελφό του Ντον να γίνουν συνεργοί σε μία αποστολή “σωτηρίας της ανθρωπότητας”. Όσα ακολουθούν φλερτάρουν μεταξύ της κωμωδίας και της τραγωδίας. Με έναν μοναδικό τρόπο ο Λάνθιμος συλλαμβάνει και αποδίδει τον διαταραγμένο κόσμο του 2025 που νομοτελειακά οδηγείται στην καταστροφή χαμένος στις ψευδαισθήσεις του. Δεν αφήνει μάλιστα περιθώρια ανατροπής και αισιοδοξίας. Δε βλέπει φως στο αδιέξοδο, δε δίνει την ελπίδα ως σωσίβια λέμβο στο πέλαγος. Οικοδομεί ένα ρεαλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κυριαρχούν παιχνίδια του μυαλού και το μοναδικό ερώτημα που γεννάται είναι ποιος γράφει τελικά τον επίλογο;
Αποτίει φόρο τιμής στον Κιούμπρικ, γίνεται προφητικός όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν πριν 15 χρόνια, δικαιώνει τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και τον Έστλουντ, αφήνει μία χροιά ειρωνείας από το σινεμά των αδελφών Κοέν κι υιοθετηθεί “ταραντινικές” κορυφώσεις. Δεν κλέβει άτακτα, ενσωματώνει τα πάντα αρμονικά. Τα κάνει δικά του και ταυτόχρονα το έργο του μεγαλειώδες. Κάνει το άλμα από το Homo Sapiens, στον Ηomo Deus κι από εκεί … στο κενό. Αφήνει τη φύση με το σχήμα του κύκλου ανέπαφη, ανέγγιχτη κι επιβεβαιώνει τον χαρακτήρα του αναλώσιμου του είδους μας.
“H Mία Μάχη μετά την άλλη”, του Πωλ Τόμας Άντερσον
Ήδη από τον τίτλο κατανοούμε πως υπάρχει μία διαχρονικότητα. Η έμπνευση του σκηνοθέτη άλλωστε έρχεται από την εποχή του Ρίγκαν και ταιριάζει απόλυτα στη σημερινή του Τραμπ, παρ΄ότι τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν πριν αναλάβει ξανά τα καθήκοντά του. Από τη μία υιοθέτηση “alt right” τακτικών κι από την άλλη διάθεση για “επανάσταση”. Οι νέοι κι οι πιο ευάλωτοι θέλουν, αλλά δε βρίσκουν τον δρόμο. Η “Δημοκρατία” τους έχει απογοητεύσει κι οι πειρασμοί τους δελεάζουν. “Επαναστατική βία στο εξής θα έχουμε τη μία μάχη μετά την άλλη”. Σύντομα όμως θα έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους.
Εκείνη τη στιγμή ο Ασκός του Αιόλου ανοίγει. Τίποτα δε θα είναι ξανά όπως πριν. Οι σχέσεις μέσα σε λίγες ώρες δοκιμάστηκαν και οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης βρέθηκαν “λίγοι”. Φοβήθηκαν να βασανιστούν και “αποκάλυψαν” το κουβάρι του μίτου της Αριάδνης. Την πιο κρίσιμη στιγμή ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του κι έτσι η επανάσταση αναβάλλεται. “Κάθε επανάσταση ξεκινάει με δαίμονες που στην πορεία τρώγονται μεταξύ τους”. Το σύστημα γνωρίζει πολύ καλά όλη αυτή την αδυναμία και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο, ακόμα και αν χρειαστεί να περάσουν 16 χρόνια για να πετύχει πλήρως τον σκοπό του.
“Συναισθηματική Αξία”, του Γιόακιμ Τρίερ
Ο Τρίερ καταφέρνει κάτι σχεδόν μαγικό: να δείξει δύο γενιές χωρίς να τις περιφρονεί, χωρίς να τους χαρίζει ψεύτικες απαντήσεις. Με σκηνές-κομμάτια ζωής (ένα τρέξιμο μέσα σε μια παγωμένη πόλη, ένα βλέμμα που αργεί να αποσπαστεί κι άλλα πολλά που για ευνόητους λόγους δε θα αναφέρουμε) ο σκηνοθέτης μας βάζει στη θέση των ηρώων του, μας αναγκάζει να θυμηθούμε τις δικές μας αναβολές, τις δικές μας χαμένες υποσχέσεις. Ο διπλός γάμος με τη σύζυγο και την Τέχνη και στην προκειμένη με τη σκηνοθεσία αποτελεί τον κινητήριο μοχλό για το ξετύλιγμα της πλοκής. Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται ακροβασία και η ισορροπία ολοένα και δυσκολότερη.
Αυτό είναι το σινεμά του Τρίερ: βαθιά προσωπικό και ταυτόχρονα καθολικό κι η “Συναισθηματική του Αξία” είναι η μεγαλύτερη στιγμή. Η απόλυτη κορύφωση του έργου του που το μήνυμά της αντηχεί μέσα μας βαθιά όχι για ώρες, αλλά για μέρες μετά τη θέαση της ταινίας.
“Καμία Άλλη Επιλογή”, του Παρκ Τσαν-Γουκ
Η εποχή του χαρτιού σε όλα τα επίπεδα περνάει στην ιστορία. Το εργοστάσιο της “Solar Paper” ακολουθεί το ρεύμα της εποχής. Ο Μαν-σου ρομαντικός και ιδεαλιστής πασχίζει απέναντι στη σύγχρονη εργοδοσία, το ποτάμι όμως δε γυρίζει πίσω. “Το όπλο βάζω στον εχθρό”. Σύντομα η σκυτάλη περνάει από τους υφιστάμενούς του στον ίδιο και η “αγχόνη” τον πνίγει. Καλείται εν κινήσει να επαναπροσδιορίσει τα πάντα. Ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί και μπροστά του υπάρχει με μεγάλα γράμματα όσο περνάει ο καιρός μόνο μία λέξη Α-ΔΙΕΞΟΔΟ.
Με κινητήριο μοχλό τον Λι Μπιονγκ-χου ξετυλίγεται το κουβάρι της πλοκής. Από την ηθική μέχρι την επιβίωση ο άνθρωπος για να επιβιώσει γίνεται αγρίμι. Τον κυριεύουν τα ένστικτα που θυμίζουν πως ανήκει στο ζωικό βασίλειο. Ο πρωταγωνιστής μεταμορφώνεται συνεχώς εσωτερικά. Οι όμορφες σκηνές των πρώτων λεπτών ανήκουν οριστικά στο παρελθόν κι ο ίδιος καλείται να “απασφαλίσει” για να μείνει ζωντανός στην αρένα. Δεν έχει “Καμία Άλλη Επιλογή”. Μονόδρομος η προσαρμογή στον σύγχρονο νόμο της εξέλιξης.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.





