Η ζωή του Πιερ Γκολντμάν πέρασε από διάφορα στάδια. Η δεύτερη ταινία του Σεντρίκ Καν τη φετινή σεζόν (μετά το “Γύρισμα”) που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Γαλλόφωνο Φεστιβάλ μας ταξιδεύει σε ένα θρίλερ που καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή σε εγρήγορση. Μία ταινία που όσο ξετυλίγεται δοκιμάζει τα όριά μας. Μεταφορά στη δεκαετία του 1970. Εξερευνώνται τα όρια της δικαιοσύνης κι η πολιτική επιρροή που μπορεί να υπάρξει σε αυτήν. Μία ιστορία που αξίζει να ειπωθεί ξανά με έναν διαφορετικό τρόπο, προκειμένου να διατηρήσει σε εγρήγορση την κοινωνία σε ταραγμένα χρόνια. Ποιος είναι όμως ο περιβόητος;
Γιος Εβραίων, σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και μία διαδρομή που τον στιγμάτισε, αλλά ταυτόχρονα τον έκανε σύμβολο για μία πλατιά μάζα του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο πως στην κηδεία του βρέθηκαν πάνω από 10.000 πολίτες για το ύστατο χαίρε κι ένα ελάχιστο “ευχαριστώ” στους αγώνες και την παρακαταθήκη που άφηνε πίσω του. Όλα αυτά έκαναν τον σκηνοθέτη να ψηλαφίσει την ιστορία και με έμφαση στη λεπτομέρεια να αποδώσει το πλέον κρίσιμο σταυροδρόμι της πορείας του. Δε συμβιβάστηκε, δεν έκανε βήμα πίσω, παρά μόνο με θάρρος υποστήριξε την αθωότητά του και περίμενε την κρίση της Δικαιοσύνης.
Εξαιρετική η παρουσία του πρωταγωνιστή Άριελ Βολτχάλτερ. Πραγματικά ακτινοβολεί και με τη ρητορική δεινότητα ουσιαστικά μέσα στη δικαστική αίθουσα χτίζει το μέλλον του σε πολλαπλά επίπεδα. Όσοι γνωρίζουν την πραγματική ιστορία μπορούν αντιληφθούν τι πραγματικά εννοούμε. Δίκαια νικητής του Βραβείο Σεζάρ Ανδρικής Ερμηνείας. Σε μία εποχή που η κοινωνία αρέσκεται να δικάζει και να διοχετεύει το μίσος της ελαφρά την καρδία, η “ανάγνωση” αυτού του έργου μπορεί να δείξει έναν άλλον δρόμο. Πιο ανθρώπινο και ταυτόχρονα πιο περίπλοκο. Δεν είναι τελικά τα γεγονότα όσο απλοϊκά φαίνονται. Ο ένοχος δεν είναι πάντα ο προφανής.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποστηρίζει: «Πήραμε πολλές ελευθερίες, αλλά την ίδια στιγμή ήμασταν απόλυτα πιστοί στα γεγονότα». Ο Γκολντμάν ήθελε να απολύσει τον συνήγορό του μία εβδομάδα πριν την δίκη και ο Κιεγμάν τον υπερασπίστηκε σε ένα κλίμα εχθρότητας και δυσπιστίας κι αυτό είναι ακόμα περισσότερο προς τιμήν του. Αυτό που, όπως λέει, τον εντυπωσίασε περισσότερο στον Πιερ Γκολντμάν είναι ο λόγος του, ο τρόπος ομιλίας του. «Είχε ένα χάρισμα που αυτομάτως έφερνε τον κόσμο στο πλευρό του». «Μία δίκη είναι μια μάχη που δίνεται με τη γλώσσα. Καθαρή διαλεκτική. Το θέμα αυτής της ταινίας είναι η διαλεκτική». Από επιλογή, όπως λέει, δεν επέλεξε flashback ούτε μουσική. «Δεν ήθελα να κατευθύνω τον θεατή. Ήθελα να τον βάλω στη θέση του ενόρκου. Το θέμα υπαγόρευε την φόρμα της ταινίας».
Μία διαρκής πάλη μέχρι την τελική δικαίωση. Είναι δεδομένο πως αυτή θα έρθει; Σε καμία περίπτωση. Ο Γκολντμάν τιμωρείται για τις ιδέες και τα πιστεύω του. Δε στοιχειοθετείται η δολοφονία των φαρμακοποιών κι όμως η πορεία απαξίωσής του συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Βολεύει να είναι ο δολοφόνος, ο κακός της υπόθεσης. Να απομυθοποιηθεί και να διαγραφεί από την μνήμη των πολλών ως ένας ένοχος ιδεαλιστής που αναζητώντας τον τρόπο να κάνει το καλό κατέφυγε στο λάθος που στιγματίζει ολόκληρη την πορεία του.
Η μαεστρία του σκηνοθέτη φαίνεται στη δυνατότητά του να ανατρέψει μία κατάσταση που μέχρι ένα σημείο φαντάζει προδιαγεγραμμένη. Να απεικονίσει ένα πορτραίτο μίας άλλης εποχής και να βρει τον τρόπο να το συνδέσει με το παρόν χωρίς να προκαλεί. Βέβαια με τόσα συστήματα αυτοματοποίησης σήμερα είναι πολύ δυσκολότερο να βρεθεί κενό, να έχουμε ληστείες τέτοιου επιπέδου και να υπάρχουν αμφιβολίες για τον ένοχο. Αυτό είναι όμως το δέντρο. Το δάσος, δηλαδή η ουσία των πραγμάτων είναι πιο βαθιά. Έχει να κάνει με τον αγώνα του ανθρώπου να “καθαρίσει” το όνομά του, έχει να κάνει όμως και με το πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε πριν την τελική κρίση που αν είναι επιδερμική συχνά μας οδηγεί σε σφάλματα που απαιτούν μία βαθιά “συγγνώμη”…