Η σκηνοθετική προσπάθεια του Σαίμ Σαντίκ (βραβευμένου για το μικρούς μήκους «Darling») έχει ταξιδέψει από άκρη σε άκρη σε ολόκληρη τη γη κι αποτελεί ένα συναισθηματικό αυτοβιογραφικό σημείωμα του δημιουργού, που ουσιαστικά με έναν μοναδικό τρόπο ταυτίζει τη δική του ζωή με τη χώρα του. Queer Φοίνικας, στην πρώτη συμμετοχή έργου από το Πακιστάν στις Κάννες, Βραβείο Σεναρίου στην Αθήνα και επίσημη συμμετοχή στα επερχόμενα Όσκαρ, παρ΄ότι η προβολή της απαγορεύτηκε στο μέρος που τη γέννησε.
Βήμα βήμα ξετυλίγεται η ζωή μίας αυστηρά πατριαρχικής οικογένειας. Οι αξίες και τα ιδανικά της περιορίζονται στα τυπικά. Ο μικρότερος γιος όμως δεν μπορεί βαθιά μέσα του να συμβιβαστεί με τις επιταγές που του επιτάσσουν. Θεωρείται αποτυχημένος και προσπαθεί να βρει λύση στο αδιέξοδό του. Αρνείται πεισματικά να υποταχθεί. Όταν πια «αποκτήσει» δουλειά, μπροστά του ανοίγονται νέοι ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα. Ο Χάιντερ γνωρίζει την Μπίμπα και είναι έτοιμος να ταξιδέψει μαζί της. Νιώθει ασφάλεια, γεννιούνται αισθήματα και αναπτύσσονται ισχυροί δεσμοί. Πίσω στο σπίτι μοιάζει τίποτα να μην έχει αλλάξει.
Κατανοούμε και πάλι το μέγεθος επιρροής της θρησκείας στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Ο λόγος του Θεού μετατρέπεται ουσιαστικά κατά το δοκούν σε λόγο υπέρ των ισχυρών. Ο τίτλος «Joyland», που παραπέμπει σε χαρά, ευτυχία, διασκέδαση, αρμονία αποτελεί από μόνος του ίσως το πιο ειρωνικό κομμάτι του έργου. Έχουν γεμίσει οι ψυχές των ανθρώπων με τόσο μίσος, το μυαλό τους με τόση πληροφορία, που πραγματικά κυκλοφορούν με παρωπίδες και είναι αδύνατον στο δικό τους σύμπαν να δεχθούν κάτι διαφορετικό. Δεν υπάρχουν περιστροφές και φυσικά καμία διάθεση για συζήτηση, παρά μόνο για τιμωρία σε όσους η «φύση» έκανε «λάθος».
Ο πρωταγωνιστής μας είναι ένας ευαίσθητος άνθρωπος. Αμφισβητεί, αμφιβάλλει, αμφιταλαντεύεται σχετικά με το τι είναι το σωστό. Βιώνει μία συνεχή ακροβασία, αλλά ακόμα μπορεί να αφήνει την καρδιά του να τον οδηγεί. Ούτε ο ίδιος γνωρίζει καλά καλά που θα καταλήξει, ωστόσο είναι αποφασισμένος να ζήσει τη στιγμή. Ο Σαντίκ ανοίγει δρόμους που αφορούν την παιδαγωγική και την ανθρωπολογία (αυτό σπούδασε άλλωστε). Οι προβληματισμοί που θέτονται αποτελούν τροφή για σκέψη και ανατροφοδότηση. Ίσως αυτός είναι και ο βασικός λόγος που έκανε το εγχείρημά του, επιτυχία.
Οι άνθρωποι από τη Λαχόρη (Λαχόρ) στην πλειοψηφία τους δεν έχουν δει ποτέ τη θάλασσα. Δεν έχουν αντικρίσει το μεγαλείο της, δεν έχουν ακούσει τους ήχους της. Είναι εγκλωβισμένοι στον δικό τους μικρόκοσμο μακριά από την «ελευθερία», τη χειραφέτηση και την αυτοδιάθεση. Για όλους αυτούς τους αφανείς ήρωες ο σκηνοθέτης έφτιαξε αυτήν την ταινία ως ένα ραγισμένο γράμμα αγάπης για μία πατρίδα που πασχίζει να αναμετρηθεί με τα φαντάσματά της και να … νικήσει.