Στη συλλογική μας μνήμη λίγοι ηθοποιοί έχουν καταχωρηθεί ως οι πιο σπουδαίοι στην ιστορία του κινηματογράφου. Παρεμπιπτόντως, χρησιμοποίησα επίτηδες τη λέξη «σπουδαίοι» αντί του «καλύτεροι» γιατί η διαφορά μεταξύ των δύο χαρακτηρισμών είναι πολύ συγκεκριμένη και δεν αφορά αποκλειστικά τις ερμηνευτικές ικανότητες του ατόμου. Για παράδειγμα, ο Russell Crowe είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός, από τους καλύτερους της γενιάς του, αλλά δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σπουδαίο. Κάτι αντίστοιχο, για τους πιο παλιούς, ισχύει για τον Michael Douglas και τον Harrison Ford. Η σπουδαιότητα έχει να κάνει, κυρίως, με την επιρροή που ασκεί ένας άνθρωπος σε ένα μεγαλύτερο σύνολο, που όσο αυτό είναι μεγαλύτερο τόσο αυξάνεται και το μέγεθος του ατόμου. Είναι αυτό που μερικές φορές χαρακτηρίζουμε ως «μεγαλείο» ή «χάρισμα», και λίγοι ηθοποιοί -όπως και αθλητές, τραγουδιστές κ.ο.κ.- έχουν το προνόμιο να το κουβαλάνε στις πλάτες τους. Ένας εξ αυτών είναι και ο Jack Nicholson.
Η φιλοδοξία οδήγησε τον νεαρό Jack με το διαβολικό χαμόγελο στο Λος Άντζελες προς τα τέλη των 50s, αφού είχε καταταγεί στην Εθνική Αεροπορία της Καλιφόρνιας, με σκοπό τα όνειρά του να γίνουν πραγματικότητα: ήθελε να μπει στη βιομηχανία του θεάματος ως ηθοποιός και όχι να εργαστεί ως animator στα MGM Studios. Ήξερε ότι στο Χόλιγουντ τα όνειρα μπορούν να γεννηθούν και να πεθάνουν ταυτόχρονα, οπότε εξοπλίστημε με όση τόλμη μπορούσε να αντλήσει από τη δυναμική του προσωπικότητα και χρησιμοποίησε τη γοητεία του για να περιηγηθεί στα σοκάκια των κινηματογραφικών στούντιο μέχρι να εντοπίσει κάποιος τα μοναδικό ταλέντο του και να του προτείνει έναν ρόλο. Η αρχή έγινε με το B-movie “The Cry Baby Killer” του 1958, σε σκηνοθεσία Joe Addis και παραγωγή Roger Corman.
Ο Corman θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του Χόλιγουντ αφού διάσημοι σκηνοθέτες δίπλα του τελειοποίησαν τις δεξιότητές τους, μεταξύ των οποιών ο Peter Bogdanovich, ο James Cameron, ο Francis Ford Coppola, ο Ron Howard και ο Martin Scorsese. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι μαέστροι του κινηματογράφου που είδαν ώθηση στην καριέρα τους από τη συνεργασία τους με τον Corman αλλά και ηθοποιοί, όπως ο Charles Bronson, ο David Carradine, o Robert De Niro, ο Tommy Lee Jones, ο Sylvester Stallone και, φυσικά, ο Jack Nicholson. Ο νεαρός τότε Jack ήταν μόλις 20 ετών, με μόνο μια μικρή τηλεοπτική εμφάνιση στο βιογραφικό του, παρ’ όλα αυτά επιλέχθηκε από τον Corman για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του “The Cry Baby Killer”. Αν και η ταινία δεν είναι αξιώσεων ούτε προσέφερε κάτι αξιομνημόνευτο στο σινεμά, έστω στην καλτ εκδοχή του, ήταν η αρχή της σχέσης Corman – Nicholson που διήρκεσε αρκετά χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα ακόμα 7 ταινίες, εκ των οποίων η πιο σημαντική το ψυχεδελικό exploitation “The Trip” του 1967.
«[Ο Corman] έσωσε τις καριέρες όλων μας. Μας κράτησε να δουλεύουμε όταν κανείς άλλος δεν μας προσέλαβε. Γι’ αυτό, είμαστε όλοι αιώνια ευγνώμονες.» – Jack Nicholson, βιβλίο “The movie world of Roger Corman”
Τα επόμενα χρόνια ο Jack Nicholson πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από ταινίες που έχουν στο επικέντρό τους το κίνημα των hippies, την αντικουλτούρα της εποχής, την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση και το περιθώριο. Ουσιαστικά, γίνεται το πρόσωπο με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί η νεολαία της εποχής, τα παιδιά που θέλουν να αποκαθηλώσουν το γκρι των κοστουμιών και το κυριλέ, τον Cary Grant –παρόλο τους πειραματισμούς του με το LSD– και τη σοβαροφάνεια. Οι ταινίες “Hells Angels on Wheels”, “Psych-Out”, “The Rebel Rousers” και το εμβληματικό “Easy Rider” βοήθησαν να εδραιωθεί η φήμη του ως κορυφαίου ηθοποιού στην εποχή του Νέου Χόλιγουντ και συνέβαλε στην αμετακίνητη θέση του ως κινηματογραφικού σταρ –μια θέση που στο σύνολο της καριέρας του θα επισφραγιζόταν με τις 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ και 3 χρυσά αγαλματίδια.
Από τα μέσα των 70s μέχρι και αρχές 80s το όνομα του Jack Nicholson εμφανίζεται στα credits μεγάλων εισπρακτικών επιτυχίων, ταινιών που θα αφήσουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον κινηματογράφο και θα χαράξουν στη μνήμη μας τις ερμηνείες του. Είτε υποδύεται τον ντεντέκτιβ σε νουάρ φιλμς όπως το “Chinatown” (1974) του Polanski είτε τον Jack Torrance στην ταινία τρόμου “The Shining” (1980) του Kubrick, ο Nicholson ελίσσεται μεταξύ τελείως διαφορετικών ψυχισμών με χαρακτηριστική ευκολία -στα μάτια μας τουλάχιστον- χωρίς να υιοθετεί ερμηνευτική μανιέρα. Στο ενδιάμεσο αυτών των δύο ταινίων εμφανίζεται στη ροκ όπερα “Tommy” (1975), στο “The Passenger” του Antonioni και στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου “One Flew Over the Cuckoo’s Nest” του Ken Kesey, υπό τη σκηνοθεσία του Miloš Forman.
Σε εκείνη την ταινία, ως Randle McMurphy, ο Nicholson παρουσιάζει στον φακό του Forman όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που τον κάνουν μοναδικό. Η απόδοση της συναισθηματικής αναταραχής του χαρακτήρα, ο χαρισματικός τρόπος με τον οποίο εξεγείρεται, η σωματικότητα και η ενέργεια που εκπέμπει και τα επίπεδα πολυπλοκότητας που καταφέρνει ο ηθοποιός να εκφράσει μέσω της ερμηνεία του συντελούν στο να δημιουργηθεί ένας μύθος. Ο Jack Nicholson είναι ίσως ό,τι πιο αληθινό έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.
Στις δεκαετίες που ακολουθούν, και αφού πλέον δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, κάποιες επιλογές του -όπως και άλλων αντίστοιχων σπουδαίων ηθοποιών- διχάζουν και δημιουργούν απορίες. Χρειαζόταν, ολόκληρος Nicholson, να παίξει στο “The Witches of Eastwick” ή στο “Wolf”; Τι δουλειά έχει αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός στο “Mars Attacks!”; Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα σε ταινίες που προβληματίζουν, ο Jack Nicholson συνεχίζει να παραδίδει υποδειγματικά σενάρια υποκριτικής και να υποδύεται χαρακτήρες που δεν θα ξεχάσουμε.
Είναι ο πρώτος Joker -ταινία “Batman”, Tim Burton- που εντυπώνεται στο μυαλό μας ως ο απόλυτος villain της Gotham City, μισιέται και ταυτόχρονα αγαπιέται απ’ όλους ως Melvin Udall στο οσκαρικό “As Good as It Gets“, υποκλινόμαστε ξανά στην ερμηνευτική ευφυΐα του στον ρόλο του Warren Schmidt στην ταινία “About Schmidt” του Alexander Payne, γίνεται πραγματικά αστείος στο “Anger Management” κι ας παίζει με τον Adam Sandler, είναι ανάλαφρα απολαυστικός στο “Something’s Gotta Give” δίπλα στην Diane Keaton και στο “The Departed” του Scorsese, μαζί με τους Leonardo DiCaprio και Matt Damon, δημιουργεί έναν πραγματικά μισητό χαρακτήρα. Πέραν όμως όλων αυτών, το 1992 με μία του μόνο ατάκα καταφέρνει να μας καθηλώσει. Στην ταινία “A Few Good Men” του Rob Reiner, όταν ως Συνταγματάρχης Nathan R. Jessep εξετάζεται στο δικαστήριο από τον Υπολοχαγό Daniel Kaffee (Tom Cruise) για τη δολοφονία του στρατιώτη William Santiago, οδηγείται σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο για το οποίο κανείς δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί -συμπρωταγωνιστές και θεατές. Ήταν η δική του αλήθεια, η τόσο μοναδική και διαφορετική από όλων των υπολοίπων που πάντα τον έκανε να ξεχωρίζει. Και μέχρι και σήμερα, κανείς δεν διαχειρίστηκε καλύτερα την αλήθεια από τον Jack Nicholson.
Στη συλλογική μας μνήμη λίγοι ηθοποιοί έχουν καταχωρηθεί ως οι πιο σπουδαίοι στην ιστορία του κινηματογράφου. Παρεμπιπτόντως, χρησιμοποίησα επίτηδες τη λέξη «σπουδαίοι» αντί του «καλύτεροι» γιατί η διαφορά μεταξύ των δύο χαρακτηρισμών είναι πολύ συγκεκριμένη και δεν αφορά αποκλειστικά τις ερμηνευτικές ικανότητες του ατόμου. Για παράδειγμα, ο Russell Crowe είναι ένας πολύ καλός ηθοποιός, από τους καλύτερους της γενιάς του, αλλά δεν μπορούμε να το θεωρήσουμε σπουδαίο. Κάτι αντίστοιχο, για τους πιο παλιούς, ισχύει για τον Michael Douglas και τον Harrison Ford. Η σπουδαιότητα έχει να κάνει, κυρίως, με την επιρροή που ασκεί ένας άνθρωπος σε ένα μεγαλύτερο σύνολο, που όσο αυτό είναι μεγαλύτερο τόσο αυξάνεται και το μέγεθος του ατόμου. Είναι αυτό που μερικές φορές χαρακτηρίζουμε ως «μεγαλείο» ή «χάρισμα», και λίγοι ηθοποιοί -όπως και αθλητές, τραγουδιστές κ.ο.κ.- έχουν το προνόμιο να το κουβαλάνε στις πλάτες τους. Ένας εξ αυτών είναι και ο Jack Nicholson.
Η φιλοδοξία οδήγησε τον νεαρό Jack με το διαβολικό χαμόγελο στο Λος Άντζελες προς τα τέλη των 50s, αφού είχε καταταγεί στην Εθνική Αεροπορία της Καλιφόρνιας, με σκοπό τα όνειρά του να γίνουν πραγματικότητα: ήθελε να μπει στη βιομηχανία του θεάματος ως ηθοποιός και όχι να εργαστεί ως animator στα MGM Studios. Ήξερε ότι στο Χόλιγουντ τα όνειρα μπορούν να γεννηθούν και να πεθάνουν ταυτόχρονα, οπότε εξοπλίστημε με όση τόλμη μπορούσε να αντλήσει από τη δυναμική του προσωπικότητα και χρησιμοποίησε τη γοητεία του για να περιηγηθεί στα σοκάκια των κινηματογραφικών στούντιο μέχρι να εντοπίσει κάποιος τα μοναδικό ταλέντο του και να του προτείνει έναν ρόλο. Η αρχή έγινε με το B-movie “The Cry Baby Killer” του 1958, σε σκηνοθεσία Joe Addis και παραγωγή Roger Corman.
Ο Corman θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του Χόλιγουντ αφού διάσημοι σκηνοθέτες δίπλα του τελειοποίησαν τις δεξιότητές τους, μεταξύ των οποιών ο Peter Bogdanovich, ο James Cameron, ο Francis Ford Coppola, ο Ron Howard και ο Martin Scorsese. Ωστόσο, δεν ήταν μόνο οι μαέστροι του κινηματογράφου που είδαν ώθηση στην καριέρα τους από τη συνεργασία τους με τον Corman αλλά και ηθοποιοί, όπως ο Charles Bronson, ο David Carradine, o Robert De Niro, ο Tommy Lee Jones, ο Sylvester Stallone και, φυσικά, ο Jack Nicholson. Ο νεαρός τότε Jack ήταν μόλις 20 ετών, με μόνο μια μικρή τηλεοπτική εμφάνιση στο βιογραφικό του, παρ’ όλα αυτά επιλέχθηκε από τον Corman για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του “The Cry Baby Killer”. Αν και η ταινία δεν είναι αξιώσεων ούτε προσέφερε κάτι αξιομνημόνευτο στο σινεμά, έστω στην καλτ εκδοχή του, ήταν η αρχή της σχέσης Corman – Nicholson που διήρκεσε αρκετά χρόνια και είχε ως αποτέλεσμα ακόμα 7 ταινίες, εκ των οποίων η πιο σημαντική το ψυχεδελικό exploitation “The Trip” του 1967.
«[Ο Corman] έσωσε τις καριέρες όλων μας. Μας κράτησε να δουλεύουμε όταν κανείς άλλος δεν μας προσέλαβε. Γι’ αυτό, είμαστε όλοι αιώνια ευγνώμονες.» – Jack Nicholson, βιβλίο “The movie world of Roger Corman”
Τα επόμενα χρόνια ο Jack Nicholson πρωταγωνιστεί σε μια σειρά από ταινίες που έχουν στο επικέντρό τους το κίνημα των hippies, την αντικουλτούρα της εποχής, την ανάγκη για κοινωνική επανάσταση και το περιθώριο. Ουσιαστικά, γίνεται το πρόσωπο με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί η νεολαία της εποχής, τα παιδιά που θέλουν να αποκαθηλώσουν το γκρι των κοστουμιών και το κυριλέ, τον Cary Grant –παρόλο τους πειραματισμούς του με το LSD– και τη σοβαροφάνεια. Οι ταινίες “Hells Angels on Wheels”, “Psych-Out”, “The Rebel Rousers” και το εμβληματικό “Easy Rider” βοήθησαν να εδραιωθεί η φήμη του ως κορυφαίου ηθοποιού στην εποχή του Νέου Χόλιγουντ και συνέβαλε στην αμετακίνητη θέση του ως κινηματογραφικού σταρ –μια θέση που στο σύνολο της καριέρας του θα επισφραγιζόταν με τις 12 υποψηφιότητες για Όσκαρ και 3 χρυσά αγαλματίδια.
Από τα μέσα των 70s μέχρι και αρχές 80s το όνομα του Jack Nicholson εμφανίζεται στα credits μεγάλων εισπρακτικών επιτυχίων, ταινιών που θα αφήσουν ανεξίτηλο το σημάδι τους στον κινηματογράφο και θα χαράξουν στη μνήμη μας τις ερμηνείες του. Είτε υποδύεται τον ντεντέκτιβ σε νουάρ φιλμς όπως το “Chinatown” (1974) του Polanski είτε τον Jack Torrance στην ταινία τρόμου “The Shining” (1980) του Kubrick, ο Nicholson ελίσσεται μεταξύ τελείως διαφορετικών ψυχισμών με χαρακτηριστική ευκολία -στα μάτια μας τουλάχιστον- χωρίς να υιοθετεί ερμηνευτική μανιέρα. Στο ενδιάμεσο αυτών των δύο ταινίων εμφανίζεται στη ροκ όπερα “Tommy” (1975), στο “The Passenger” του Antonioni και στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου “One Flew Over the Cuckoo’s Nest” του Ken Kesey, υπό τη σκηνοθεσία του Miloš Forman.
Σε εκείνη την ταινία, ως Randle McMurphy, ο Nicholson παρουσιάζει στον φακό του Forman όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που τον κάνουν μοναδικό. Η απόδοση της συναισθηματικής αναταραχής του χαρακτήρα, ο χαρισματικός τρόπος με τον οποίο εξεγείρεται, η σωματικότητα και η ενέργεια που εκπέμπει και τα επίπεδα πολυπλοκότητας που καταφέρνει ο ηθοποιός να εκφράσει μέσω της ερμηνεία του συντελούν στο να δημιουργηθεί ένας μύθος. Ο Jack Nicholson είναι ίσως ό,τι πιο αληθινό έχουμε δει στη μεγάλη οθόνη.
Στις δεκαετίες που ακολουθούν, και αφού πλέον δεν έχει να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, κάποιες επιλογές του -όπως και άλλων αντίστοιχων σπουδαίων ηθοποιών- διχάζουν και δημιουργούν απορίες. Χρειαζόταν, ολόκληρος Nicholson, να παίξει στο “The Witches of Eastwick” ή στο “Wolf”; Τι δουλειά έχει αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός στο “Mars Attacks!”; Παρ’ όλα αυτά, ανάμεσα σε ταινίες που προβληματίζουν, ο Jack Nicholson συνεχίζει να παραδίδει υποδειγματικά σενάρια υποκριτικής και να υποδύεται χαρακτήρες που δεν θα ξεχάσουμε.
Είναι ο πρώτος Joker -ταινία “Batman”, Tim Burton- που εντυπώνεται στο μυαλό μας ως ο απόλυτος villain της Gotham City, μισιέται και ταυτόχρονα αγαπιέται απ’ όλους ως Melvin Udall στο οσκαρικό “As Good as It Gets“, υποκλινόμαστε ξανά στην ερμηνευτική ευφυΐα του στον ρόλο του Warren Schmidt στην ταινία “About Schmidt” του Alexander Payne, γίνεται πραγματικά αστείος στο “Anger Management” κι ας παίζει με τον Adam Sandler, είναι ανάλαφρα απολαυστικός στο “Something’s Gotta Give” δίπλα στην Diane Keaton και στο “The Departed” του Scorsese, μαζί με τους Leonardo DiCaprio και Matt Damon, δημιουργεί έναν πραγματικά μισητό χαρακτήρα. Πέραν όμως όλων αυτών, το 1992 με μία του μόνο ατάκα καταφέρνει να μας καθηλώσει. Στην ταινία “A Few Good Men” του Rob Reiner, όταν ως Συνταγματάρχης Nathan R. Jessep εξετάζεται στο δικαστήριο από τον Υπολοχαγό Daniel Kaffee (Tom Cruise) για τη δολοφονία του στρατιώτη William Santiago, οδηγείται σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο για το οποίο κανείς δεν ήταν έτοιμος να διαχειριστεί -συμπρωταγωνιστές και θεατές. Ήταν η δική του αλήθεια, η τόσο μοναδική και διαφορετική από όλων των υπολοίπων που πάντα τον έκανε να ξεχωρίζει. Και μέχρι και σήμερα, κανείς δεν διαχειρίστηκε καλύτερα την αλήθεια από τον Jack Nicholson.