«Για δύο κυρίως λόγους ταξιδεύουν συνήθως οι άνθρωποι. Είτε για δουλειά, είτε από έρωτα, ή την αναζήτηση μιας δικής τους μυθολογίας», σκεφτόμουν καθώς αφήναμε πίσω μας το Ναυπηγείο του Ταρσανά που στήθηκε πάνω στο κουφάρι του παλαιού λοιμοκαθαρτηρίου.
Μόλις πριν από μια εβδομάδα «επέστρεψα» από το 11ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Σύρου και αισθάνομαι ότι η επιβλητικότητα της κινηματογραφικής αυτής εμπειρίας και η συναθροιστική αύρα του τόπου παραμένουν ολοζώντανα στην μνήμη μου. Ο λόγος; Ίσως να ακουστεί μπανάλ, αλλά το SIIF είναι κάτι περισσότερο ένα «φεστιβάλ κινηματογράφου». Είναι ένα βίωμα που αποτυπώνεται μέσα σου όπως όλα τα βιώματα που κουβαλάς στα κιτάπια της μνήμης σου.
Έχοντας, λοιπόν, ως κεντρική θεματική το Πέρασμα / Passage, το φεστιβάλ επικεντρώθηκε τόσο στην έννοια της μετάβασης μέσα στο ίδιο το φιλμικό μέσο, όσο και στην ιστορία του κινηματογράφου. Αλλά αυτό που με συγκλόνισε πραγματικά ήταν ότι βρήκα αυτό που αναζητούμε τόσο σε μια κινηματογραφική εμπειρία, όσο και από την προσωρινή παραμονή μας σε ένα νησί: Το πέρασμα από την πραγματικότητα στην μυθοπλασία.
Ημέρα 1η
Το πλοίο ζύγωνε στην ακτή παίρνοντας την τελική ευθεία για το αμφιθεατρικά κτισμένο λιμάνι της Σύρου που έμοιαζε να έρχεται θριαμβευτικά κατά πάνω σου με περίσσιο νεανικό ναρκισσιστικό μπρίο. Ο ήλιος περιχυνόταν σαν πηγμένο χρυσάφι πάνω στο γεμάτο υγρασία κέντρο των Κυκλάδων πυρακτώνοντας σαν φλόγιστρο τους γαλάζιους τρούλλους των ναών που αντανακλούσαν τα ουράνια σώματα.
Πρώτο μπάνιο:
Στην παραλία του Κινίου το πρώτο πράγμα που αντικρύζεις είναι το γλυπτό μιας γοργόνας που κρατά στην αγκαλιά της έναν νεκρό άνδρα. Αφιερωμένο στη μνήμη όλων αυτών που χάθηκαν στην θάλασσα. Στην άμμο φυτρωμένα παντού κατάλευκα κρινάκια. Σαν ένας σπαρμένος διάδρομος κόντρα στην πυρακτωμένη άμμο που οδηγούσε στη θάλασσα. Κόντρα στο αλάτι και το ιώδιο στέκονταν περήφανα σα να δήλωνε πως «όλοι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια μυθολογία».
Το κρινάκι πιστεύεται ότι είναι το φυτό Μόλυ που αναφέρει ο Όμηρος ως το «φυτό με άνθη άσπρα σαν το γάλα» που έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα για να αντιμετωπίσει τα μάγια της Κίρκης. Ενώ οι Μπουσμέν στην Μποτσουάνα το χρησιμοποιούν μέχρι και σήμερα σε σαμανιστικές τελετές. Οι σαμανιστές τους ιερείς ξυρίζουν το κεφάλι και τρίβουν τη ρίζα του φυτού προκειμένου να απορροφηθεί για να προσφέρει παραισθητικές και καρδιοτονωτικές ιδιότητες.
Κρινάκια λευκά που θα φανταζόταν κανείς πως βρίσκονται εκεί για να χαϊδεύουν ντροπαλά με ένα απαλό γαργαλητό τις πλάτες νεαρών εραστών που κρατάνε δυο ανθάκια προς τον ήλιο επιχειρώντας να αναπαραστήσουν τον παράδεισο που στη κυριολεξία σημαίνει περιφραγμένος λειμώνας. Για τους Πέρσες, απ’ όπου προέρχεται η λέξη, παράδεισος ήταν ένας προφυλαγμένος κήπος. Οι Εσπερίδες τριγύριζαν το θαυμαστό δένδρο στους αρχαίους μύθους, δώρο της Γης στους γάμους του Διός και της Ήρας, ενώ μία απ’ αυτές προσφέρει τροφή στο κουλουριασμένο γύρω απ’ το δένδρο φίδι. Έτσι όπως ανταμώνουν και κουλουριάζονται τα σώματα στο νανούρισμα μιας μέθης και ξυπνούν σε έναν αγρό γεμάτο λεπτόπλοκα κρινάκια που δεν ξέρεις αν τα έσπειρε χέρι ανθρώπινο ή όχι.
Ο περίπατος στα σοκάκια της Ερμούπολης
Νωρίς το απόγευμα κάναμε έναν περίπατο όπου η Έρση Βαρβέρη και ο Gijs Waterschoot (Pink House Press) μας παρουσίασαν τις πέτρινες επιγραφές που βρίσκονται στην Ερμούπολη και στον λόφο της Ανάστασης.
θερινός κινηματογράφος Παλλάς
Καθώς ο σούρουπο γλύκαινε, η αυλαία του Φεστιβάλ άνοιξε στον θερινό κινηματογράφο Παλλάς, στην Ερμούπολη, με μία από τις εμβληματικότερες απεικονίσεις του περάσματος του χρόνου και της ζωής στην ιστορία του κινηματογράφου, την ταινία the “Wind Will Carry Us” του Abbas Kiarostami. Το τέλος της ημέρας σήμανε η πρώτη σπουδαστική ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη με τίτλο “FIT”, που αφηγείται την ιστορία της Lizzie, η οποία προβληματίζεται πάρα πολύ με το γεγονός ότι στον κόσμο μας τα πράγματα χωράνε μέσα σε άλλα πράγματα. Ακολούθησε ένα πάρτι πρώτών γνωριμιών αλλά και ανταμώσεων μέχρι αργά το βράδυ στην Cantina Analogue με μουσικές από τον Δημήτρη Καραΐσκο.
Ημέρα 2η
Οι μέρες στο νησί ξετυλίγονταν σαν ένας γοητευτικός λαβύρινθος με τους παραθεριστές της Ερμούπολης να ακολουθούν ζιγκ ζαγκ διαδρομές από τα σκιερά σημεία του δρόμου στις αντηλιές, σε σοκάκια που μύριζαν γινωμένα ροδάκινα. Άλλοτε υπνωτισμένοι από την μυρωδιά φρεσκοψημένου πιροσκί, άλλοτε αιωρούμενοι μέσα στην θέρμη ενός έρωτα ή παρασυρόμενοι από τον ήχο ενός τραγουδιού που αντηχούσε από κάποιο καφενεδάκι μέσα στην υγρασία της μέρας που αγκάλιαζε τη ψυχή τους σαν μέδουσα. Πάνω από τα κεφάλια μας δέσποζαν οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες των αρχοντόσπιτων, που γαντζωμένα σε μια αδιάσπαστη οικοδομική ενότητα πάνω στους βράχους, καθρεφτίζονταν μέσα στα νερά της παραλίας «Αστέρια» που σου θύμιζε την Gallipoli της Νότιας Ιταλίας.
Για το πιο φανατικό κοινό η δεύτερη μέρα ξεκίνησε από νωρίς το πρωί, όπου παρακολουθήσαμε τις πολύ ενδιαφέρουσες παρουσιάσεις και ανοιχτές συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο υπέροχο θέατρο της Ερμούπολης, το θέατρο Απόλλων που έδωσε το βήμα στην Γεωργία Σκαρτάδου, μέλος της ομάδας Forensis, για να μας παρουσιάσει τη εν εξελίξει έρευνα της ομάδας για το φονικότερο ναυάγιο των τελευταίων ετών στην Μεσόγειο, το ναυάγιο της Πύλου.
Νωρίς το απόγευμα η σκηνοθέτρια, Pinar Öğrenci, προλόγισε το ντοκιμαντέρ «Λουκούμι», ένα καλλιτεχνικό έργο που ακολουθεί την ιστορία της παραγωγής του λουκουμιού, η οποία εκτείνεται από τη δύση της Ανατολίας και φτάνει στο ελληνικό νησί της Σύρου.
Το βράδυ μας βρήκε σε ένα κατάμεστο από ανθρώπους και αμάξια παλιό γήπεδο ποδοσφαίρου που είχε μεταμορφωθει σε ένα drive-in cinema στην Ντελαγκράτσια – ίσως την πιο signature τοποθεσία του φετινού φεστιβάλ. Η βραδιά ξεκίνησε με την προβολή της «Φωτογραφίας» του Έλληνα avant garde σκηνοθέτη Νίκου Παπατάκη όπου τα βασικά στοιχεία της δραματουργίας της αποτελούν η μετανάστευση, ο μόχθος και το ταξίδι αποτελώντας μια περίτεχνη αλληγορία για τη σύγχρονη ιστορία της χώρας και τη δριμύτητα του συλλογικού φαντασιακού. Αυτό το συλλογικό φαντασιακό επιβεβαιώθηκε στα ενθουσιώδη κορναρίσματα από τα αμάξια που είχαν παρκάρει στο drive-in cinema που σου δημιουργούσαν αυτήν την ανατριχίλα που σου δημιουργούν οι στιγμές μοιράσματος κάποιου συναισθήματος. Ακολούθησε η προβολή του φιλμ μικρού μήκους της Κατερίνας Μαρκουλάκη, «Είμαστε τα σπίτια που μέσα τους ζήσαμε», όπου η σκηνοθέτρια μας παρουσίασε την ταινία της με εκείνον τον τρόπο που προκύπτει από τις πρώτες μας αναμνήσεις, σαν μια γλυκιά αναχωρητικότητα σε κάτι μακρινό μα και βαθιά οικείο. Στη συνέχεια παρακολουθήσαμε τη ταινία “Perfumed Nightmare” του θεμελιωτή του ανεξάρτητου κινηματογράφου των Φιλιππίνων Kidlat Tahimik. Μια ταινία που εύστοχα πετυχαίνει μια κριτική στην νεοαπιοκρατία μέσα από την κωμωδία.
Μετά το τέλος της προβολής μεταφερθήκαμε στην παραλία Κόμητο όπου ο Blue Lagoon και ο Andreas Palmer ανέλαβαντην μουσική του πάρτυ του Φεστιβάλ.
Ημέρα 3η
Νωρίς το απόγευμα στο Θέατρο Απόλλων η σκηνοθέτρια, Δάφνη Χαιρετάκη, μοιράστηκε μαζί μας την νέα της ταινία (ένα work in progress ποιητικό δοκίμιο με τον προσωρινό τίτλο «Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται»), καθώς και τη δημιουργική διαδικασία που ακολουθεί.
Το βράδυ, σε ένα εξωπραγματικό σκηνικό περικυκλωμένοι από το στοιχείο του νερού, ανάμεσα σε πισίνα και θάλασσα ήταν στημένη η οθόνη του SIIF. Στο κολυμβητήριο Βικέλα οι ταινίες Eaux d’Artifice του Kenneth Anger και “3 Women” του Robert Altman είχαν ως βασικό αφηγηματικό τους στοιχείο την χρήση του νερού. Μπύρες, αγκαλιές μια σχεδόν πανσέληνος καθώς και η κινούμενη εικόνα που καθρεφτιζόταν στο νερό εξέβαλλαν την επιθυμία που κρυβόταν πίσω από τα ιδρωμένα μέτωπα των θεατών.
Ημέρα 4η
Νωρίς το πρωί στο θέατρο Απόλλων η Rachael Rakes συντόνισε τη συζήτηση Αρχιπελαγικό πέρασμα με τους Αντώνης Πίττας, James Bridle, Έρση Βαρβέρη, Gijs Waterschoot, και καλλιτέχνες/καλλιτέχνιδες της σύγχρονης τέχνης και επαγγελματίες του χώρου του πολιτισμού που διαμένουν στα νησιά του Αιγαίου ή κατάγονται από αυτά. Στη συνέχεια ακολούθησε μία ανοιχτή συνομιλία ανάμεσα στον Tamer El Said (Cimatheque – Alternative Film Center, Κάιρο), τον Ayman Nahle (UMAM Documentation & Research, Βηρυτός) και τον Jacob Moe (Δίκτυο Αρχιπέλαγος, Σύρος).
Το τελευταίο βράδυ του Φεστιβάλ και τελευταία νύχτα του Ιουλίου, στο Ναυπηγείο Ταρσανάς παρακολουθήσαμε ένα αφιέρωμα στην ανεκτίμητη πολιτιστική κληρονομιά της παραδοσιακής ναυπηγικής τέχνης στη Σύρο. Για αιώνες, το νησί υπήρξε κόμβος ναυπηγικής αριστοτεχνίας και καινοτομίας και σήμερα παραμένουν στο νησί μόλις πέντε ενεργά ναυπηγεία. Σε συνεργασία με το Δίκτυο Αρχιπέλαγος, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό αφιερωμένο στην έρευνα και την τεκμηρίωση του πολιτισμού και της υλικής γνώσης της περιοχής, o Jacob Moe σκηνοθέτησε μια σειρά ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που απεικονίζουν την ιστορία και την τρέχουσα δραστηριότητα αυτών των ναυπηγείων. Κατά μία έννοια, η ναυπηγική είναι το σημείο όπου συναντώνται η πολιτιστική, η βιομηχανική και η περιβαλλοντική κληρονομιά: για να είναι κανείς ναυπηγός, πρέπει να είναι ταυτόχρονα καλλιτέχνης, μηχανικός, και μετεωρολόγος. Και δεδομένων των προκλήσεων που αντιμετωπίζει αυτό το παραδοσιακό επάγγελμα αυτή τη εποχή, αυτή είναι ίσως και η πιο κατάλληλη στιγμή ευαισθητοποίησης του κοινού.
Στη συνέχεια, ο μουσικός, Σάββας Μεταξάς μας παρουσίασε ένα live score για το βωβό «Το τέλος της Γης» του Jean Epstein.
Και παρά το γεγονός ότι τα φώτα της μεγάλης οθόνης έσβησαν, δεν χωριστήκαμε. Συναντηθήκαμε σε έναν ονειρικά στημένο αυτοσχέδιο χώρο σε ένα άλλο σημείο του ναυπηγείου του Ταρσανά, όπου κάτω από τα Neon lights που φώτιζαν παλιά καΐκια, απολαύσαμε το υπέροχα μινιμαλιστικό dj set της Khmer.
Το πρόγραμμα της 11ης διοργάνωσης, πολυφωνικό, πολυπολιτισμικό, πολύπλευρο, αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή νέων και παλαιότερων κινηματογραφικών δημιουργών. Βέβαια, η δημιουργία εδώ δεν αναφέρεται μόνο ως καλλιτεχνική, αλλά κυρίως ως μυθοπλαστική, σαν το πέρασμα από την πραγματικότητα στη μυθοπλασία που μας δίνει τα εφόδια εκείνα να συνεχίσουμε ο καθένας τη δική του καθημερινότητα. Μετά από 11 χρόνια σίγουρα φαντάζει να είναι η ματιά που ωριμάζει όσο παραπάνω βλέπει. Μπορεί να είναι το σύγχρονο σινεμά που εισχωρεί όλο και πιο δυναμικά στην πραγματικότητα όπως τη βιώνουμε ή όπως θα θέλαμε να την βιώνουμε. Μπορεί να είναι η ευτυχής συγκυρία την οποία βίωνα εγώ προσωπικά. Αλλά ό,τι και να είναι, οι ταινίες που με συντρόφεψαν τις τελευταίες 4 ημέρες του Ιουλίου, ήταν σίγουρα μια γερή δόση χορταστικής ενδοσκόπησης.
Δεν είχα καταλάβει πόσες ώρες είχαν περάσει, αλλά το πλοίο είχε ήδη μπαρκάρει στο λιμάνι του Πειραιά. Και βασικά δεν είχε τόση σημασία ο χρόνος του ταξιδιού, ούτε καν το ταξίδι – που θα έλεγε ο ποιητής, αλλά η μυθολογία που έπλασες. Εκεί που γαντζώνεται η άγκυρα, η καρδιά να ραίνεται από τις ζεστές αντήλιές ενός μύθου που μόλις έπλεξες στον βυθό της κυκλαδίτικης θάλασσας.
Ο κινηματογράφος ξεπερνά τον συμβολικό κόσμο για να γίνει ένα εγγεγραμμένο βίωμα, μια μέθεξη κι ένα ζωντανό κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας, καθώς και όλων μας μαζί. Είναι μια σχέση που υφαίνεται διαλεκτικά ανάμεσα στη κυκλαδίτικη γεωγραφία 4 ημερών, σαν μια συνομιλία με το παρελθόν και το παρόν, καθώς η μια εποχή εμφωλεύεται μέσα στην άλλη. Ένα κλείσιμο του ματιού σε εκείνα τα λευκά κρινάκια της θάλασσας που αντέχουν την αλμύρα και το ιώδιο, και τις οθόνες που στήνονται με φροντίδα και αγάπη κόντρα στις πρακτικές δυσκολίες. Είναι η διαχρονική αναζήτηση μιας στεριάς – όποια κι αν είναι αυτή- για να ξεβράσουμε ο καθένας τον δικό του μύθο.
Σαν αιώνια καλοκαιρινή κινηματογραφική λαχτάρα.