Πέρασαν αρκετά χρόνια από τις “Παρυφές” (2010), ακολούθησε το “Unidentified” (2020) κι ο Μπόγκνταν Τζόρτζε Απέτρι επιστρέφει έναν χρόνο μετά με το “Μiracle”. Πρεμιέρα στη Βενετία και βράβευση στη Βαρσοβία. Το νέο ρεύμα των κινηματογραφιστών της Ρουμανίας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι πέρυσι ο Ράντου Ζούντε κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο του Βερολίνου. Οι δημιουργοί είναι βαθιά απογοητευμένοι και προσπαθούν να εξωτερικεύσουν τον ψυχικό τους κόσμο και τις σκέψεις. Διακρίνουν μία αποτελμάτωση που οφείλεται στην αδράνεια και στην έμμεση αποδοχή μίας νοσηρής κατάστασης από την κοινωνία.
Ένα αντίστροφο πλάνο μπροστά σε έναν καθρέφτη. Ένας άτυπος αποχαιρετισμός και κλάμα. Μία 19χρονη μοναχή φεύγει αιφνιδίως από το μοναστήρι που τη φιλοξενεί. Γρήγορα το σκηνικό μεταφέρεται μέσα σε ένα ταξί που την μεταφέρει στο νοσοκομείο. Χρησιμοποιείται ως όχημα της αφήγησης για να ξετυλιχθεί η πλοκή. Όταν έχουν απομακρυνθεί αρκετά η κοπέλα πετάει την μαύρη αμφίεση και “ανατέλλει” μία σαγηνευτική παρουσία με απαράμιλλη ομορφιά. Το βλέμμα της όμως δηλώνει προβληματισμό και στο βάθος … πόνο. Η συνέχεια δίνει τις πρώτες απαντήσεις, αλλά ταυτόχρονα γεννά περισσότερα ερωτηματικά. Το κυκλωτικό πλάνο στα μέσα στης επιστροφής αποτελεί το κλειδί για τη λύση του γρίφου.
Ο σκηνοθέτης θέτει καίρια ερωτήματα που αφορούν την ηθική και τις αξίες. Πατριαρχία και θρησκοληψία κυριαρχούν στο φόντο. Δε διστάζει και με καθαρή ματιά στηλιτεύει τα κακώς κείμενα της εκκλησία, των πολιτικών και την κατάχρηση εξουσίας των δυνάμεων της τάξης. Οι θεατές συμπάσχουν και ταυτίζονται με το θύμα και τον δραστήριο επιθεωρητή Μάριους. Καμία βροχή δεν μπορεί να ξεπλύνει την κουλτούρα της επιβολής. Ο νόμος της ζούγκλας δεν μπορεί να ισχύει ανάμεσα στους ανθρώπους. Σε αντιδιαστολή, ως όαση ελπίδας παρουσιάζονται επιστήμονες που σέβονται το “λειτούργημά” τους. “Αν αγαπάς τους ανθρώπους, όλες οι ζωές είναι όμορφες”.
Στόχος να καλλιεργηθούν οι συνθήκες για να σπάσει το απόστημα της σιωπής. Να επικρατήσουν η διαφάνεια κι η δικαιοσύνη, να εφαρμοστεί ο νόμος δίχως εξαιρέσεις. “Dura lex, sed lex”. Το μήνυμα παίρνει καθολικό χαρακτήρα και ταξιδεύει μέχρι την πατρίδα μας, την Ελλάδα. Το σενάριο σε αρκετά σημεία μπερδεύει, αρκετοί θεωρούν πως χωλαίνει. Το τέλος είναι αινιγματικό και “βασανίζει” το μυαλό για αρκετές ώρες μετά την θέαση της ταινίας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή όμως αναρωτιόμαστε πότε θα αποκαλυφθεί το μυστήριο κι αν μπορούμε να πιστεύουμε σε θαύματα στην εποχή μας.
Το ταξίδι της Κριστίνα δεν παίρνει την τροπή που θα περίμενε. Ψάχνει ένα στήριγμα να πιαστεί. Μάταια. Έχει να διαχειριστεί μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Ένα πολύ ευαίσθητο και απόλυτα προσωπικό θέμα. Στην πορεία θα δούμε πως ένα “κτήνος” απλώνει τα πλοκάμια του, πως λειτουργεί ο ιστός και πως η αστυνομία – έστω και με αδόκιμο τρόπο – φτάνει στην εξιχνίαση της υπόθεσης δίνοντας τέλος στο ψυχολογικό θρίλερ. Όπως στο “Ατυχές πήδημα ή Παλαβό Πήδημα” κι εδώ ο Απέτρι αφήνει στην απέναντι πλευρά τον τελευταίο λόγο, δηλαδή της δίνει τη δυνατότητα να βάλει τον επίλογο όπως αυτή επιθυμεί.