O Φρανσουά Οζόν είναι ένας δημιουργός που εκφράζεται συνεχώς στην μεγάλη οθόνη με τα έργα του. Ενδεικτικό είναι πως από το 2000 έχει κάνει 22 ταινίες. Πάντα με κριτική ματιά, δίχως διάθεση συμβιβασμών με κανενός είδους σύστημα.
Οι προσπάθειές του άλλοτε έχουμε υψηλή απήχηση στο κοινό κι άλλοτε όχι. Ο δημιουργός μετά το δράμα του «Πέτερ Φον Καντ» αλλάζει στυλ και πηγαίνει σε μία καυστική κωμωδία με έντονη πολιτική χροιά.
Συνδέει την κομβική δεκαετία του 1930 με το παρόν και θέτει στο κεντρικό φόντο της αφήγησής του δύο γυναίκες. Ολοκληρώνει έτσι άτυπα την τριλογία του μετά τα «8 Γυναίκες» (2002) και «Potiche» (2010), με το «Έγκλημά μου».
Μεταφερόμαστε στο Παρίσι.
Δύο φίλες, μία ηθοποιός και μία δικηγόρος παλεύουν να ορθοποδήσουν. Να εργαστούν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Οι κοινωνικές επιταγές της εποχής, η επικρατούσα Πατριαρχία της θέτει συνεχώς στο περιθώριο.
Αρνούνται να συμβιβαστούν και «επαναστατούν» με τον δικό τους τρόπο. Μία δολοφονία – ως ένα είδος αυτοάμυνας – και η προσπάθεια υπεράσπισης της κατηγορουμένης φέρνουν στο φως πολλές ανείπωτες ιστορίες, που είναι ικανές να σοκάρουν μία κοινωνία που αρνείται επιδεικτικά να τραβήξει την κουρτίνα και να δει τη σκληρή πραγματικότητα έξω από το παράθυρο.
Η θεατρικότητα του έργου, καθώς μιλάμε για την μεταφορά ενός έργου των Ζωρζ Μπερ και Λουί Βερνέιγ δημιουργεί μία αίσθηση παραστατικότητας και αμεσότητας μέσα από τις έντονες στιχομυθίες. Δημιουργούνται συναισθήματα νοσταλγίας. Ειδικά στη Γαλλία, τις πρώτες ημέρες κυκλοφορίας, 1.000.000 θεατές παρακολούθησαν αυτό το «έγκλημα». Οι άντρες στην εξουσία, σε θέσεις-κλειδιά, έχουν την ευθύνη και τον τελευταίο λόγο. Οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες να υπομένουν σιωπηρά.
Ο Οζόν δεν ηθικολογεί, δεν έχει διάθεση να δικαιώσει εκ προοιμίου τις πρωταγωνίστριές του, αφήνει τον τελευταίο λόγο στον θεατή.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται στην εποχή μας από ανθρώπους της διανόησης σε παγκόσμια κλίμακα για τη δεκαετία του 1930 που οδήγησε στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας αυθεντικός άνθρωπος του πολιτισμού, βλέπει το «σκοτάδι» που έρχεται.
Προσπαθεί να προειδοποιήσει μέσα από το έργο του. Να κινητοποιήσει, βάλει ένα ανάχωμα από το δικό του μετερίζι. Είναι ένα πολιτικό ον. Τις εξαιρετικές ερμηνείες των Ναντιά Τερεσκέβιτς και Ρεμπεκά Μαρντέρ πλαισιώνουν ιερά τέρατα της υποκριτικές όπως η Ιζαμπέλ Ιπέρ και ο Φαμπρίς Λουκίνι. Η ταινία αποκτά επίκαιρο χαρακτήρα στην εποχή του #metoo. Kατά πόσο δικαιολογείται ένας φόνος;
Ανεργία, φθόνος, πόνος.
Η υποκειμενική ανάγνωση της αλήθειας και η δικαιοσύνη που καλείται να πάρει δύσκολες αποφάσεις που πιθανώς θα ταράξουν τις ισορροπίες μίας κοινωνία σε ύπνωση. Τίποτα όμως δεν πρόκειται να αλλάξει, αν κάποιοι άνθρωποι, στην δική μας περίπτωση γενναίες γυναίκες, δεν αποφασίσουν να διεκδικήσουν όσα τους αξίζουν.
Με σύνεση και λογική στον αγώνα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό θέλει να μείνει ως επιμύθιο ο σκηνοθέτης που έχει μακρά πορεία σε αυτήν την προοδευτική κατεύθυνση διεκδίκησης θεμελιωδών δικαιωμάτων, σεβόμενος απόλυτα το κοινό που έρχεται να γίνει κομμάτι των ταινιών του.