Τη στιγμή που η Μάρθα δίνει τον ύστατο αγώνα για να ανατρέψει μία κατάσταση με τις πιθανότητες εναντίον της, στη ζωή της επιστρέφει η Ινγκρίντ. Στις πιο κρίσιμες στιγμές η μία θα αγγίξει το χέρι, αλλά κυρίως τη ψυχή της άλλης. Στην πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Πέδρο Αλμοδοβάρ παίρνουμε ουσιαστικά τη σκυτάλη από το Πόνος και Δόξα” και ταξιδεύουμε στο τελευταίο στάδιο της παραμονής μας σε αυτόν τον κόσμο. «Ήμουν έτοιμη για το τέλος κι αυτό πόλεμος είναι». Ο θεατής γίνεται κομμάτι της πλοκής και βλέπει στα μάτια της πρωταγωνίστριας έναν δικό του άνθρωπο.

Μία πολεμική ανταποκριτής που έχει ζήσει τον πόνο και τις συνέπειες των μετατραυματικών και του μεταπολεμικού σοκ για τα καλά, έρχεται αντιμέτωπη με το δικό της πορτραίτο. Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, να αξιολογήσει, να ηρεμήσει όσο κι αν το θέλει. «Σε αυτόν τον πόλεμο η πένα μου δεν ανταποκρίνεται». Εξασθενεί, πονά, υποφέρει. Ελάχιστοι άνθρωποι είναι στο πλευρό της αυτές τις δύσκολες στιγμές. Αναλογίζεται το βάρος των επιλογών της και φυσικά τα λάθη της. Με διάθεση αυτοκριτικής και αυτοσαρκασμό έχει αποφασίσει να οδηγηθεί σε έναν ιδιότυπο εξαγνισμό των αμαρτιών της.

Η ανάγκη για επαφή και επικοινωνία παραμένει πηγαία από τη φύση μας. Ο χρόνος δε σταματάει και η μάχη απέναντί του μοιάζει εκ προοιμίου χαμένη. «Έχω χάσει εντελώς την εμπιστοσύνη μου στην ηθική των ανθρώπων». Οφείλουμε να φροντίσουμε να δημιουργήσουμε στιγμές και συνθήκες ευτυχίας μέσα στη διαδρομή μας. Ο Αλμοδόβαρ θέτει με τον δικό του μοναδικό τρόπο υπαρξιακά ερωτήματα σχετικά με τον θάνατο. Τοποθετεί τον όρο αξιοπρέπεια ως βάση και σε ένα άρτιο εικαστικό περιβάλλον εξιστορεί την «οδύσσεια» μίας γυναίκας που στο τέλος της έχει την επιστροφή εκεί που ανήκουμε στο χώμα και το νερό.

Ακτινογραφείται υποδειγματικά ο ψυχικός κόσμος Μάρθα και Ινγκρίντ. Η Τίλντα Σουίντον σε μία καθηλωτική ερμηνεία συναντάει την Τζούλιαν Μουρ που μόλις έχει κυκλοφορήσει ένα επιτυχημένο βιβλίο σχετικά με τους φόβους της. Η μοίρα τη φέρνει αμέσως αντιμέτωπη με αυτούς. Σαν μία ανώτερη δύναμη να τη δοκιμάζει. Θα αποδεχτεί όμως με έναν εσωτερικό τρόπο την πρόκληση και θα ρισκάρει πάνω στα όριά της. Μικρή απόδραση θα αναζητήσει μονάχα στη γυμναστική, εκεί που τυχαία θα βρει μία υποστηρικτική «αγκαλιά». Ποτέ δε γνωρίζουμε από ποιον θα ακούσουμε μία κουβέντα που τόσο πολύ έχουμε ανάγκη, την ώρα που τα πάντα φαντάζουν σκοτεινά και δημιουργούν συνθήκη αδιεξόδου.

Μεγάλη σημασία έχει επίσης ο τρόπος που μέχρι το φινάλε αναζητούν την μόρφωση και τη συνεχή επαφή με τα βιβλία. Μία εικόνα από μία εποχή που η γρήγορη εναλλαγή εικόνων και ειδήσεων πάει να σβήσει. Ο σκηνοθέτης δίνει το μήνυμα της αντίστασης σε αυτό το ρεύμα και μας καλεί να διαβάζουμε, επιλέγοντας με το δικό μας προσωπικό φίλτρο και να γράφουμε με μολύβι ή στυλό για να μη «ξεχάσουμε» τον γραφικό μας χαρακτήρα. Όλα αυτά φαίνονται κάπως ρομαντικά, αυτός όμως είναι ο Αλμοδόβαρ κι έχει την ικανότητα να παντρεύει τον κυνισμό με τα συναισθήματα όσο λίγοι στον κινηματογραφικό κόσμο.

Το διπλανό δωμάτιο δίνει ασφάλεια, στην πραγματικότητα όμως η Μάρθα δεν έχει ανάγκη κάποιον στο πλευρό της. Έχει πάρει τις δύσκολες αποφάσεις και γνωρίζει που και πότε θα μπει ο επίλογος. Αυτό που επιθυμεί είναι να μοιραστεί όμορφες αναμνήσεις και να αποχωρήσει γεμάτη. Οι δυό τους απέναντι στη μοναξιά. Μια γλυκόπικρη ματιά πάνω στην επικείμενη απώλεια, ένας “διάλογος” που ανήκει για τον θάνατο με αξιοπρέπεια και την ευθανασία. Το περιεχόμενο θολώνει. Αντιλαμβανόμαστε πως στη θέση των δύο γυναικών, θα μπορούσαν είναι δύο άντρες ή ένας άντρας και μία γυναίκα. Ο Αλμοδόβαρ δημιουργεί έτσι έναν κινηματογραφικό καθρέφτη της ζωής. Εκεί οι θεατές βλέπουν και τον δικό τους εαυτό παγιδευμένο ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον.

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.