Δεν πέρασαν παρά μόνο μερικές εβδομάδες από τη “Διπλή Ταυτότητα” και στις ελληνικές αίθουσες ήρθε το “47”. Αυτές οι δύο ισπανικές ταινίες μοιράστηκαν το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στα Goya. Για την πρώτη γράψαμε την αναλυτική μας κριτική και τώρα έρχεται η σειρά του “Λεωφορείου”. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για ένα κοινωνικό, ιστορικό δράμα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα μέσα από το πρόσωπο του Μανόλο Βιτάλ και της κινητοποίησης των κατοίκων του φτωχού προαστίου Tόρε Μπαρό στη Βαρκελώνη πριν πολλά πολλά χρόνια. Ο Μαρσέλ Μπαρένα (“Mediterraneo”) υπογράφει τη σκηνοθεσία και στο σενάριο στο πλευρό του βλέπουμε τον Αλμπέρτο Μαρίνι. 

Σε μία Ισπανία που παλεύει να επουλώσει τα τραύματά της από τη δικτατορία του Φράνκο, άνθρωποι που έχουν βιώσει το χειρότερο πρόσωπο των ανθρώπων ξεριζώνονται από τη γη τους και πρέπει να κάνουν μία νέα αρχή. Βρίσκουν τη δύναμη να παλέψουν, να ζητήσουν, να μείνουν ζωντανοί όσες φορές κι αν προσπαθήσουν να τους διαλύσουν. Η αυταπάρνησή τους δε νικιέται. Κόντρα στη γραφειοκρατία και το κατεστημένο αναζητείται η ισορροπία ανάμεσα στην καθημερινή επιβίωση και τη διεκδίκηση ενός καλύτερου αύριο.  

Τα παιδιά από την πρώτη κιόλας σκηνή κοιτούν, “δεν καταλαβαίνουν πλήρως, αλλά κάτι διαισθάνονται, νιώθουν”. Έργα σαν αυτό θυμίζουν την πορεία της ανθρωπότητας. Εικόνες και γεγονότα πολύ μακρινά από την εποχή των κινητών, των υπολογιστών και τεχνητής νοημοσύνης. Οι άνθρωποι με τα χέρια τους χτίζουν το παρόν και το μέλλον τους. Είναι οι παππούδες, πιθανώς κι οι γονείς μας στα νιάτα τους. Το έγχρωμο που πλέκεται με το αρχειακό υλικό μας δίνει το μήνυμα ότι ο ρατσισμός δυστυχώς επιβιώνει, αλλάζοντας μορφές σαν τους μικροοργανισμούς. 

Ο Μπαρένα υιοθετεί έναν άμεσο, χωρίς φανφάρες ρητορική, τρόπο αφήγησης με έναν ρεαλισμό που παραπέμπει στον Κεν Λόουτς. Η εναλλαγή παλαιών ντοκουμέντων με εικόνες της εποχής αναπαριστούν πιστά όσα συνέβησαν, ενισχύοντας την ένταση χωρίς να χάνουν την ανθρώπινη διάσταση . Η συμβολή του διευθυντή φωτογραφίας Ισαάκ Βίλα είναι καθοριστική, με μια λιτή κατάλληλα περιορισμένη αισθητική που τονίζει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις και τα καθημερινά βάρη των ηρώων. Ο ρυθμός είναι μελετημένος και σταθερός χωρίς υπερβολές, χωρίς ακραία κορύφωση. Ο δημιουργός εστιάζει στο προσωπικό αφήγημα παρά στη συλλογική οπτική, από την αφήγηση για παράδειγμα λείπουν λεπτομέρειες γύρω από τον ρόλο των συνδικαλιστικών και πολιτικών δομών, γεγονός που καθιστά ενίοτε τη θεματολογία αφηρημένη ή πιο ρευστή από όσο θα δικαιολογούσε η ιστορία. 

Η ένταση χτίζεται μέσα από την απλότητα των διαλόγων και τον σαφή συναισθηματικό πυρήνα, όπως σε στιγμές που η κοινότητα απαιτεί δικαιοσύνη με αξιοπρέπεια. Η κινηματογραφική συγκίνηση προκύπτει αβίαστα από τα ίδια τα γεγονότα. Ο Εντουάρδο Φερνάντες ερμηνεύει τον Βιτάλ εξαιρετικά, υιοθετώντας τις κινήσεις, τη γλώσσα και την έμφυτη γοητεία του χαρακτήρα. Η Κλάρα Σεγκούρα, ως σύζυγος του Βιτάλ συνεισφέρει με ήπια ένταση και ανθρωπιά, ενώ οι Σάλβα Ρέινα και Κάρλος Κουέβας προσθέτουν βάθος με τους δευτερεύοντες, αλλά σημαντικούς ρόλους τους. 

Το “47″ δεν είναι απλώς ιστορική αναπαράσταση. Έγινε η πιο δημοφιλής καταλανική ταινία των τελευταίων 40 ετών και ταξιδεύει σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Αυστραλία προβλήθηκε στο Spanish Film Festival και χαρακτηρίστηκε “ισχυρό συναισθηματικά δράμα” για την αντιφασιστική του διάσταση, καθώς και τη δύναμη έναντι σε κάθε διάκριση. Αυτό αποδεικνύει ότι οι μικρές ιστορίες αξίζουν, αρκεί να λέγονται με ειλικρίνεια. Η ανάδειξη της εργατικής και μεταναστευτικής Ισπανίας, ως συλλογικό βίωμα έχει ισχυρό νόημα στο παρόν. Η ταινία γεννά ερωτήματα: τι αξίζει να θυμόμαστε; Ποια είναι η σημασία της συλλογικής δράσης; Και με ποιον τρόπο οι απλοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τις ζωές τους  χωρίς να περιμένουν σωτήρες; 

Πρόκειται σαφέστατα για μια κινηματογραφική απόδειξη ότι οι ιστορίες «από τα κάτω» μπορούν να ακουστούν δυνατά. Μέσα από την απλότητα, την ειλικρίνεια, τις ερμηνείες και τις νότες. Το φιλμ κερδίζει και θα μείνει στην ιστορία ως φωνή κοινωνικής μνήμης, εργασιακής αξιοπρέπειας και αστικής αντοχής. Αν κάτι αποδεικνύει είναι ότι το σινεμά δεν χρειάζεται να γίνει μεγαλόπνοο για να είναι ισχυρό. Αρκεί να είναι ανθρώπινο, να κινητοποιεί, να συγκινεί και να εμπνέει πίστη στους πολλούς και το “47” το καταφέρνει σχεδόν τέλεια, χωρίς να φέρει αίσθημα κόπωσης ούτε για ένα 1΄. 

Το μικρό αυτό γεγονός μετατρέπεται σε σημαντικό κινηματογραφικό μήνυμα για την αξιοπρέπεια και την συλλογική προσπάθεια των χαμηλότερων τάξεων σε έναν διαρκή αγώνα για μία καλύτερη ζωή. Όχι μονάχα για τη μονάδα, αλλά για το σύνολο, για το εμείς και το μαζί. Γιατί όταν το ξεχνάμε είμαστε καταδικασμένοι και χαμένοι κάπου μεταξύ των συνεπειών του νόμου της αγοράς και της ατομικής ευθύνης που μας γεμίζει με τύψεις. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.