Ο Φατίχ Ακίν με το Amrum επαναφέρει τα παιδιά στην πρώτη γραμμή (“Βερολίνο Αντίο”) και δεν παραδίδει ένα μελόδραμα πολέμου όπως φαινομενικά θα πιστέψει κάποιος βλέποντας τα πρώτα λεπτά, αλλά έναν ύμνο που αφορά τη συνείδηση και τη μνήμη στον χρόνο. Μια ταινία για το παρελθόν της Γερμανίας, για την ενοχή και την απώλεια. 

Το Amrum εξελίσσεται στις παραμονές της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πάνω σε ένα άγονο, ανέγγιχτο νησί. Εκεί ζει ο δωδεκάχρονος Νάνινγκ (Jasper Billerbeck), ένα παιδί που προσπαθεί με κάθε τρόπο να βοηθήσει τη μητέρα του. Η μητέρα του είναι πεπεισμένη εθνικοσοσιαλίστρια κι ο πατέρας πολεμά στο μέτωπο. Μετά την ήττα και τον θάνατο του Χίτλερ, η ειρήνη δεν έρχεται ως λύτρωση αλλά ως νέα πρόκληση για τους μικρούς, αλλά κυρίως τους μεγαλύτερους.  

Ο τρόπος που ο Ακίν κινηματογραφεί τον Νάνινγκ είναι κομβικός για το ξεδίπλωμα της πλοκής. Ο μικρός πρωταγωνιστής αποτελεί την αποκαλύψη του έργου και ταυτόχρονα τον κινητήριο μοχλό. Μέσα σε περίπου δύο ώρες γίνεται σωτήρας, μοιραίος, ενηλικιώνεται πρώιμα και σηκώνει ένα βάρος που ούτε ο ίδιος αντιλαμβάνεται, καθώς το βιώνει. 

Ακούμε τον άνεμο, βλέπουμε τη θάλασσα, το γκρίζο του ουρανού να συνοδεύουν την τοπογραφία της ψυχής. Το νησί είναι ο βασικός υποστηρικτικός χαρακτήρας στο πλευρό του Νάνινγκ, με την ταπεινότητά του, την κρυφή του δύναμη και τη σιωπηλή του απειλή. 

Στην καρδιά του φιλμ βρίσκεται η προσωπική ιστορία του σεναριογράφου Hark Bohm, καθώς η πλοκή βασίζεται στις παιδικές του μνήμες από το νησί, επιδιώκοντας να αφηγηθεί κάτι πολύ πιο μεγάλο από ένα πολεμικό δράμα: μια “εξορία από τον παράδεισο”, κάπως έτσι στα δικά μας μάτια φτάνει «ένα ταξίδι στα βάθη της γερμανικής μου ψυχής», όπως τονίζει ο ίδιος ο Ακίν. 

Η επιλογή του νεαρού Jasper Billerbeck δικαιώνει στο έπακρο τους δημιουργούς. Ο έμπειρος σκηνοθέτης ήθελε έναν άπειρο ηθοποιό που θα πλάσει ο ίδιος, επιθυμώντας μία αυθεντικότητα που θα αποτυπώσει την αγριότητα και τη γοητεία της νησιώτικης ζωής. Μέσα από τα βλέμματα και την ένταση του Νάνινγκ βιώνουμε την αθωότητα που δοκιμάζεται. 

Ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη σκοτεινή πλευρά: την ιδεολογία, τον φανατισμό, το πως η πολιτική δύναμη εισχωρεί στην καθημερινότητα, στις σχέσεις, στην ίδια την οικογένεια. Το παιδί δε τα γνωρίζει όλα αυτά. Προσπαθεί με πυξίδα του το ένστικτο να σώσει τη μητέρα. Νιώθει πως έρχεται το τέλος της και κάνει την απέλπιδα προσπάθεια να την κρατήσει στη ζωή. Δεν αντιλαμβάνεται κάτι άλλο πέραν τούτου. 

Αυτό είναι που δίνει και το φως στο σκοτάδι, την πολυπόθητη ελπίδα στο χάος. Η οικογενειακή σύνδεση, η αγωνία για την επιβίωση, η ανάγκη για “συντήρηση” γίνονται γέφυρες από το παρελθόν στο παρόν. Το ψωμί με βούτυρο και μέλι μετατρέπεται σε σύμβολο επιβίωσης και ελπίδας. «Du bist nicht schuld, aber du hast dennoch damit zu tun» («Δεν είσαι ένοχος, αλλά έχεις σχέση με αυτά»). Αυτή η φράση συνοψίζει την κεντρική ηθική του έργου. Κάπως έτσι κι ο θεατής με την έμμεση επίκληση στο συναίσθημα που δέχεται βρίσκεται ανάμεσα στην ενοχή και την ευθύνη, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και ρωτά: μπορεί ένας νέος άνθρωπος, γεννημένος μετά τον πόλεμο, να σηκώσει το βάρος της συλλογικής μνήμης χωρίς να πνιγεί; 

Το Amrum δεν είναι απλώς ένας φόρος τιμής στη νιότη, είναι μια μελέτη πάνω στην ταυτότητα και στην ιδεολογία. Σε μια εποχή που η λήθη κυκλοφορεί πιο αναίμακτα από ποτέ, ο Φατίχ Ακίν θυμίζει ότι η μνήμη δεν είναι βολική, είναι όμωςαπαραίτητη, καθώς όταν ξεχνάμε την ιστορία αυτή δυστυχώς επαναλαμβάνεται. Το Amrum δεν μας επιτρέπει να κλείσουμε τα μάτια, μας ζητά να κοιτάξουμε με παρρησία: στον φόβο, στην αγάπη, στην ευθύνη ξαι πάνω απ’ όλα μας θυμίζει ότι το παρελθόν δεν τελείωσε απλά επειδή ο πόλεμος έληξε. 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.