Το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι (και) Φεστιβάλ ελληνικού κινηματογράφου μεγάλου μήκους. Χρονικά ακολουθεί το μικρού μήκους της Δράμας και τις “Νύχτες Πρεμιέρας” της Αθήνας. Μία από τις ταινίες που ξεκίνησε τη διαδρομή της εκεί και τώρα βγαίνει στις αίθουσες είναι το “Πολύδροσο”. Μετά το “Winona” ο Αλέξανδρος Βούλγαρης επιστρέφει με ένα έργο πολύ προσωπικό. Ευαίσθητο, ίσως αλληγορικό, με υπαρξιακές νότες. Από την υπόκωφη ένταση, στην τρυφερότητα και την μεγάλη αξία των βλεμμάτων, των στιγμών, των σιωπών, των αγγιγμάτων, των χαδιών μεταξύ των ανθρώπων. Η σχέση μάνας και κόρης βρίσκεται στο κεντρικό φόντο και μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στο πατρικό μας και τις αναμνήσεις που το συνοδεύουν.

Η κόρη επιστρέφει στο Πολύδροσο για να συναντήσει την μητέρα. Αφήνει τον αγαπημένο της και κάνει αυτό το βήμα. Τι την οδηγεί σε αυτήν την απόφαση; Eίναι ικανός ο χρόνος να καλύψει το χαμένος έδαφος έστω την έσχατη ώρα; Το παιχνίδι με το όνομα “Σοφία” μόνο τυχαίο δεν είναι. Η ωριμότητα της μάνας περνάει με έναν μαγικό τρόπο στην κόρη μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδρασή τους. Δε χρειάζεται να ανταλλάξουν πολλές κουβέντες. Η ιστορία γράφεται μέσα από σκηνές, όταν οι λέξεις είναι τόσο δύσκολο να ειπωθούν. Για να συμβούν όλα αυτά απαιτείται “ησυχία” κι αίσθηση ασφάλειας, μία τοποθεσία μακριά από το άστυ και το Πολύδροσο αποτελεί το ιδανικό καταφύγιο.

Δύο αιθέριες υπάρξεις σε μία οριακή κατάσταση. Αναζητούν το νόημα της ζωής στα μικρά, τα καθημερινά. Με βάση κι αφετηρία το πατρικό. Το μεγαλείο της ανιδιοτελούς αγάπης και η ανάγκη για επικοινωνία που όσο κι αν εξελιχθεί η τεχνολογία δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτό, το άμεσο. Να κοιτάζεις, να αφήνεσαι, να μη μιλάς, αλλά να αντιλαμβάνεσαι και να κατανοείς τόσα πολλά μέσα σε λίγα λεπτά με τις υπόλοιπες αισθήσεις πλήρως ενεργοποιημένες. Ο Βούλγαρης ενδιαφέρεται για τη λεπτομέρεια. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του και δημιουργεί μάλλον την πιο πλήρη του ταινία.

Μέσα στην πλοκή εντάσσονται εξαιρετικά μουσικά “χτυπήματα”. Η τεχνική του animation δίνει μία φρεσκάδα και αμεσότητα, ώστε το μήνυμα να περάσει σε διάφορα συστήματα και αισθητήρια νεύρα να ανιχνεύσουν τα ποικίλα σκιρτήματα του εγκεφάλου. Ο σκηνοθέτης, γνωστός κι ως Τhe Boy συνθέτει αρμονικά τα κομμάτια της δημιουργίας του. Δεν πέφτει σε παγίδες που θα ήταν εύκολο να εκτροχιάσουν το έργο. Γνωρίζει καλά από που ξεκινάει κι έχει ξεκάθαρη πυξίδα για το που πρέπει να φτάσει.

Αποκάλυψη στα δικά μας μάτια ερμηνευτικά η Βίκυ Καγιά στον ρόλο της μητέρας που αντικειμενικά κρύβει μεγάλες δυσκολίες. Ανταποκρίνεται πλήρως και μαγνητίζει τον θεατή. Για τη Σοφία Κόκκαλη νομίζω πως δε μας εκπλήσσει το επίπεδό της. Ήδη στο “Σελήνη, 66 ερωτήσεις” έχει δείξει πως αποτελεί σταθερά. Αναλαμβάνει τον σύνθετο ρόλο γεφυροποιού όσον αφορά τη σχέση με την μάνα. Όταν πια φτάσουν κοντά η μία στην άλλη λειτουργούν σαν ένα σώμα χωρισμένο σε δύο κομμάτια. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του Βούλγαρη.

Το “Πολύδροσο” είναι ένα ταξίδι στη μνήμη, τη θύμηση, τις στιγμές και τον χαμένο χρόνο. Είναι όμως και μία ύψιστη μορφή “χρέους”. Προς αυτούς που μας έφεραν στον κόσμο, φρόντισαν για εμάς και τώρα ετοιμάζονται να αναχωρήσουν για την τελευταία τους διαδρομή που δε θα έχει επιστροφή. Χωρίς διάθεση μοιρολατρίας, πόνου και δακρύων. Αυτός είναι ο κύκλος της ζωής. Οφείλουμε να ζούμε κάθε στιγμή όσο είμαστε σε αυτή αναζητώντας το νόημά της. Αυτό πράττουν οι πρωταγωνίστριές μας κι αυτό επιχειρεί κι ο σκηνοθέτης με τη συνολική του φιλμογραφία και φυσικά με το “Πολύδροσο” η αίσθησή μας είναι πως φτάνει στο απόγειό της.