Στην επαρχία της Καταλονίας, αγνοί άνθρωποι δίχως ιδιαίτερη μόρφωση έχουν μάθει να εξασφαλίζουν την αυτάρκειά τους από όσα τους προσφέρει η μάνα φύση. Ξαφνικά βρίσκονται αντιμέτωποι με μία νέα πραγματικότητα. Οι κληρονόμοι του κραταιού ιδιοκτήτη της γης αποφασίζουν πως η καλύτερη προοπτική είναι να μετατρέψουν τη γη σε ένα “πάρκο φωτοβολταϊκών”. Η οικογένεια Σολέ μοιραία έρχεται αντιμέτωπη με ένα τέλμα. “Θα φάνε τα ροδάκινα και στο τέλος θα μπουν και στο σπίτι μας”.
Aπό την πρώτη σκηνή η Κάρλα Σιμόν (“Ένα Αξέχαστο Καλοκαίρι”) θέτει στο κυρίαρχο φόντο τα παιδιά. Παίζουν, δημιουργούν έναν φανταστικό κόσμο, αγνοούν τους κινδύνους και σχεδιάζουν το μέλλον με αισιοδοξία κάνοντας συνεχώς όνειρα. Aποτελούν ταυτόχρονα σύμβολο καθαρότητας, ζωντάνιας, αλλά και θύματα μίας καθημερινότητας που διαμορφώνεται και σταδιακά θα τους στερήσει όσα απολαμβάνουν αυτές τις στιγμές. Ορθώς τοποθετούνται στο κέντρο της αφήγησης προκαλώντας συναισθήματα συγκίνησης στους θεατές και μίας αυθόρμητης στήριξης προς το πρόσωπό τους.
Ο χρόνος μετράει αντίστροφα, η κλεψύδρα αδειάζει με ταχείς ρυθμούς. Ο παππούς λιγομίλητος, ο πατέρας νευρικός αναζητεί σπασμωδικά λύση στο αδιέξοδο. Η κοινότητα προσπαθεί να αντιδράσει δυναμικά (“πουλούν την παραγωγή μας για ψίχουλα, μας αναγκάζουν να πουλήσουμε τα σπίτια μας”), ωστόσο η απόφαση είναι ειλημμένη. Γινόμαστε μάρτυρες του καλοκαιριού της μετάβασης, με τους πρωταγωνιστές να αδυνατούν να ερμηνεύσουν τη νέα εποχή και τα δεδομένα της.
Το χειρότερο είναι πως προσπαθούν να τους πείσουν πως η επιλογή είναι μονόδρομος και δεν υπάρχει καμία εναλλακτική επιλογή. Η εκμετάλλευση του αφηγήματος της πράσινης ενέργειας γίνεται μοχλός πίεσης και όπλο στα χέρια αυτών που έχουν το πάνω χέρι στη διαπραγμάτευση. Το αποτέλεσμα είναι η επαρχία συνεχώς να φθίνει. H υποβάθμισή της οδηγεί τους ανθρώπους απελπισμένους στις πόλεις με την ελπίδα μίας καλύτερης ζωής. Εκεί όμως συχνά συναντούν ένα περιβάλλον σκληρού ανταγωνισμού που διαφέρει πολύ από τις συνθήκες που έχουν συνηθίσει.
Με ντοκιμαντεριστικά στοιχεία, καθώς οι ηθοποιοί δεν είναι επαγγελματίες, η σκηνοθέτης θέλει να μας πει μία ιστορία με αυτοβιογραφικά στοιχεία. Την ώρα της παραλαβής του Βραβείου της στο Βερολίνο φώναξε πως το αφιερώνει σε όσους παρά τις αντιξοότητες της εποχής ασχολούνται ακόμα με τη γεωργία. Ιδανική απεικόνιση της φύσης, σκοτεινά πλάνα που επιτείνουν την αίσθηση του εγκλωβισμού. Βρίθει συμβολισμών, όπως η τελευταία σκηνή που σηματοδοτεί ουσιαστικά την παράδοση της σκυτάλης από γενιά σε γενιά.
Μια απόλυτα φεστιβαλική ταινία που θα λατρέψει το κοινό. Ο αγώνας των κατοίκων για τη συνέχεια της διαδρομής στον χρόνο, οι έφηβοι που ζουν στα όρια και προσπαθούν να βρουν επιλογές εκτόνωσης, τα παιδιά που ξέγνοιαστα απολαμβάνουν τα έτη της αθωότητας. Όλοι οι παραπάνω συνθέτουν το παζλ μίας αγροτικής κοινωνίας που καλείται να αποδεχθεί τις αλλαγές ως σημεία των καιρών. Με νοσταλγική διάθεση δημιουργείται ένα γράμμα για την ίδια τη φύση και αυτούς που λατρεύουν να την “υπηρετούν” με σεβασμό κι αγάπη.