Πέντε χρόνια μετά τους “Άθλιους” (Οσκαρικό υποψηφιότητα) και δύο μετά το “Athena” που βρέθηκε στο πλευρό του Ρομέιν Γαβρά, ο Λατζ Λι επιστρέφει στην μεγάλη οθόνη για να διηγηθεί μία ιστορία που δείχνει την κατεδάφιση ενός κόσμου που ανήκει οριστικά παρελθόν στον δυτικό κόσμο, όσο κι αν επίμονοι ακτιβιστές μάχονται να παραμείνουν ζωντανοί κυριολεκτικά και μεταφορικά, καθώς δε βλέπουν άλλον δρόμο να χαράσσεται μπροστά τους. Ο σκηνοθέτης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και δημιουργεί ένα αναγκαίο κοινωνικό σχόλιο που ξεπερνάει τα σύνορα της Γαλλίας και παίρνει οικουμενικό χαρακτήρα.
Με βαθιά ανθρώπινη ματιά στο κεντρικό φόντο τοποθετείται μία μορφωμένη κοπέλα με καταγωγή από το Μάλι, που αρνείται πεισματικά να δει την οικογένειά της να ξεσπιτώνεται. Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του δημάρχου, ο αντικαταστάτης του, ένας νεαρότερος γιατρός προωθεί μεταρρυθμίσεις που φέρνουν τους “παρείσακτους” στο περιθώριο και δυσκολεύουν θεαματικά την καθημερινότητά τους. Η καταστολή έρχεται ως φυσικό επακόλουθο και πληγώνει τις ανθρώπινες σχέσεις. Στα όρια της ανέχειας, ένα βήμα από την καταστροφή, τα άτομα μετατρέπονται σε αγρίμια και κυριαρχούν τα ένστικτα.
O ίδιος ο σκηνοθέτης τονίζει: «Μεγάλωσα σε μια απομονωμένη συνοικία του Παρισιού και τράφηκα από τις ιστορίες των ανθρώπων που ζουν εκεί, οι οποίες αναπόφευκτα διαποτίζουν τις ταινίες μου. Σε αυτή την ταινία όμως, δεν ήθελα να μιλήσω προσωπικά για την γειτονιά μου, αλλά για τις συνθήκες που επικρατούν σε πολλές αντίστοιχες γειτονιές μεγαλουπόλεων της Γαλλίας και του Δυτικού Κόσμου. Για αυτό δημιούργησα μια φανταστική πόλη, γιατί αυτό θα επέτρεπε σε όλους να ταυτιστούν με αυτήν. Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή μου να χρησιμοποιήσω πολλούς χαρακτήρες. Όλοι συνδέονται με μια παρατήρηση σχετικά με την πολιτική. Οι ”Παρείσακτοι” δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τα πράγματα. Η ακτιβίστρια Haby το συμβολίζει αυτό, αναζητώντας τρόπους και νέες μεθόδους δράσης. Μέσω αυτής, ήθελα να αναδείξω αυτή τη νέα γενιά από αυτές τις συνοικίες, που αρχίζει να δείχνει ενδιαφέρον για την πολιτική, σε αντίθεση με τη γενιά που κατέχει ακόμη την εξουσία και δεν καταλαβαίνει πια τίποτα για τον κόσμο μας».
Ο Λατζ Λι έχει ζήσει τις συγκεκριμένες ιστορίες ως βιώματα. Δεν αποτελούν απλά μαρτυρίες και υλικό που έφτασαν στα χέρια του. Είναι εμπειρίες και εικόνες που έχει στο μυαλό του ως παρατηρητής των γεγονότων. Έχοντας μεγαλώσει στα προάστια του Παρισιού δε θέλει να αφήσει να ξεχαστούν όλα αυτά. Να μη μείνουν στα ανείπωτα. Δίνεται μία αυθεντική απεικόνιση της ζωής στις περιθωριοποιημένες κοινότητες, επισημαίνοντας τις συνθήκες που οδηγούν σε κοινωνικές εξεγέρσεις. Μέσα από δυνατές ερμηνείες και εντυπωσιακή σκηνοθεσία θίγονται θέματα όπως η αστυνομική αυθαιρεσία, η έλλειψη προοπτικών για τη νεολαία, αλλά και η αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων των φτωχογειτονιών.
«Πώς μπορεί να ζει κανείς σε ένα τέτοιο μέρος; Πώς αντέχει να πεθάνει εδώ μέσα;» Αυτά ακούγονται να ψιθυρίζουν οι κατατρεγμένοι. Μπορεί όμως η φωνή τους να φτάσει στον δήμαρχο, τις αρχές και την ευρύτερο κοινωνία, εκτός του γκέτο που τους έχουν άτυπα «φυλακίσει»; Ένας ολόκληρος κόσμος κατεδαφίζεται μαζί με τα κτίρια. Με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας Ζουλιέν Πουπάρ στην αφήγηση προσδίδεται παραστατικότητα και ζωντάνια. Ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται κι η στεγαστική κρίση που μαστίζει και την Ελλάδα έρχεται στο επίκεντρο.
Είναι ξεκάθαρο πως για τον σκηνοθέτη αυτές οι ταινίες έχουν μεγάλη αξία. Είναι μία παρακαταθήκη που αφήνει πίσω του. Ένα έργο ζωής που δε μπορεί να το αφήσει. Μπορεί κινηματογραφικά σε κάποια σημεία του να υστερεί, ωστόσο είναι στρατευμένος σε μία κατεύθυνση. Υπάρχουν άλλωστε και στιγμές στις ταινίες του Κεν Λόουτς που μοιάζει να «χάνουν», όμως στην μεγάλη τους εικόνα έχουν πάντα θετικό πρόσημο, καθώς θέλουν να ευαισθητοποιήσουν, να κινητοποιήσουν και να δώσουν φωνή σε έναν κόσμο που νιώθει «παρείσακτος», στο περιθώριο κι αναζητεί την ελπίδα για ένα καλύτερο, για ένα πιο φωτεινό μέλλον.