Η τρίτη σκηνοθετική απόπειρα του Τομά Μπιντεγκέν μετά τα “Les Cowboys” και “Selfie” αποτελεί και την πιο ουσιαστική προσπάθειά του πίσω από την κάμερα. Ο συνεργάτης του Ζακ Οντιάρ (πρόσφατα στο “Emilia Perez”), βραβευμένος δις με Σεζάρ για το σενάριο του σε “Προφήτη” και “Σώμα με Σώμα” δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο και δεν αφήνει διέξοδο διαφυγής σε όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οι ήρωες είναι αναγκασμένοι να αναζητήσουν τον δρόμο για τη σωτηρία, οι θεατές γίνονται κομμάτι του ψυχολογικού θρίλερ που αναπτύσσεται κι όσο περνάει ο χρόνος εστιάζει ολοένα και περισσότερο στις δυσκολίες των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα νησί, δύο άνθρωποι και τα χρώματα του ουρανού να αλλάζουν και να δίνουν την απόχρωσή τους στο νερό.
Μπεν και Λόρα (Ζιλ Λελούς – Μελανί Τιερί) αποφασίζουν πως η καλύτερη επιλογή για το μέλλον τους είναι να πάνε ένα ταξίδι που θα ανανεώσει τη σχέση και θα τονώσει το πάθος τους. Ξεκινούν για ένα απομακρυσμένο νησί της Χιλής χωρίς δεύτερη σκέψη. Ονειρεύονται αξέχαστες στιγμές, ωστόσο ο καιρός δεν είναι σύμμαχός τους. Κανείς όμως δεν μπορεί να φανταστεί την τροπή που θα πάρουν τα γεγονότα. Ο τίτλος “Suddenly”, δηλαδή ξαφνικά είναι απόλυτα ενδεικτικός. Δεν υπάρχει πλέον καμία σταθερά. Η αγωνία κυριεύει τους πρωταγωνιστές. Η κλεψύδρα αδειάζει σχεδόν απέλπιστικά. «Πρέπει να αντέξουμε». Φωνή απελπισίας, βλέμμα που αντικατοπτρίζει το εσωτερικό χάος που επικρατεί. Δεν υπάρχει ψυχραιμία, ούτε φυσικά σιγουρά για το αύριο που ξημερώνει.
Το ομώνυμο μυθιστόρημα της Ιζαμπέλ Οτεσιέ μεταφέρεται ιδανικά στην μεγάλη οθόνη. Από την τραγική ειρωνεία («Τι όμορφο νησί!»), στο αίσθημα του εγκλωβισμού και τη συνθήκη αδιεξόδου που αιχμαλωτίζει. Τη στιγμή που οι άνθρωποι μοιάζει να χάνουν την ελπίδα τους, έρχεται ο Νικολά Λουάρ με τη φωτογραφία του να αναδείξει την ομορφιά των τοπίων και να δώσει μία ανάσα στο κοινό που ασθμαίνει. «Βοήθεια!». Θέλεις να πάρεις θέση, να δώσεις μία χείρα αλληλεγγύης, αλλά η απόσταση δεν σου το επιτρέπει. Είσαι αναγκασμένος να συμμετέχεις στην εξέλιξη σαν απλός παρατηρητής κι όχι σαν συνδιαμορφωτής της εξέλιξης.
Σταδιακά η αίσθηση του χρόνου χάνεται, τα όρια θολώνουν. «Τι μέρα είναι;». «Δε ξέρω, δε μετράμε πια τις μέρες…». Το χάος επιτείνεται. Το όνειρο εξελίσσεται αργά σε εφιάλτη. Αναζητείται ένα θαύμα. Δεδομένα κάποιοι τους αναζητούν, αλλά ποιος μπορεί να φανταστεί που βρίσκονται όταν κάθε σημάδι τεχνολογίας απουσιάζει από την εξίσωση που σχηματίζεται κι αφορά πολύ δυνατούς λύτες. Σε μία εποχή που θεωρούμε δεδομένο πως ανά πάσα στιγμή μπορούμε να δηλώσουμε το στίγμα μέσω του κινητού μας τηλεφώνου, μία βεβαιότητα γίνεται συντρίμμια και μας καθηλώνει ανήμπορους. Οι αντιδράσεις είναι στα όρια της διπολικής διαταραχής και υποδηλώνουν κυκλοθυμικούς χαρακτήρες.
Δεν είναι μόνο οι φυσικές δυσκολίες (πείνα, διαχείριση καιρού) της ζωής στο νησί, αλλά και οι εσωτερικές συγκρούσεις που εντατικοποιούνται, ο φόβος που κυριεύει τον άνθρωπο λίγο πριν το τέλος και οι ηθικές διαστάσεις που παρουσιάζονται ως προεκτάσεις εξαιρετικά από τον Μπιντεγκέν. Οι μεταπτώσεις της ανθρώπινης ψυχολογίας φέρνουν στην επιφάνεια βαθιά τους μυστικά, η σχέση τους μεταμορφώνεται και οι ισορροπίες αλλάζουν δραματικά. Θέλουν αλλά αδυνατούν να βρουν σημείο επαφής και επικοινωνίας. Τα άτομα μεταμορφώνονται σε αγρίμια με άγρια ένστικτα όταν απειλείται η ίδια τους η ζωή και δεν βρίσκουν τον τρόπο να αποτρέψουν το μοιραίο.
Το φινάλε δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, όσο η διαδρομή. Ο σκηνοθέτης με το εγχείρημά του προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί εκ νέου θεμελιώδη διακυβεύματα που αφορούν ερωτήματα που μας βασανίζουν διαχρονικά για τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, την κοινωνία, και τις πολύπλευρες – πολύπλοκες διαστάσεις της επιβίωσης. Στους “Ναυαγούς” αποφεύγονται παγίδες που θα έκαναν το έργο να μοιάζει με άλλα παρόμοια. Η πλοκή ξετυλίγεται σταθερά και η έμφαση στη λεπτομέρεια δίνει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα και επιβεβαιώνει την “ταυτότητα” του σεναριογράφου Μπιντεγκέν που γνωρίζει πολύ καλά να δημιουργεί και να μεταφέρει ιστορίες. Η ταινία της εβδομάδας που αναμφίβολα δεν πρέπει να προσπεράσουμε.