Ο Πωλ Τόμας Άντερσον κάνει μία στροφή 180 μοιρών και πιο πολιτικός από ποτέ υπογράφει μία από τις κορυφαίες ταινίες της χρονιάς και πιθανότατα της δεκαετίας. Η “Μια Μάχη Μετά την Άλλη” ξεκινάει εκρηκτικά στην κυριολεξία, κατεβάζει ρυθμούς κι ανεβάζει εκ νέου για να μας θυμίσει πως τα όνειρα κι η ελπίδα, όσες ματαιώσεις κι αν υπάρξουν, δεν πρέπει να ξεχαστούν και να σβήσουν. Για να συμβεί αυτό χρειάζονται 161 λεπτά δράσης που άλλοτε αγγίζει απευθείας το θυμικό κι άλλες φορές αφήνει και τη λογική να μπει στο παιχνίδι.
Ήδη από τον τίτλο κατανοούμε πως υπάρχει μία διαχρονικότητα. Η έμπνευση του σκηνοθέτη άλλωστε έρχεται από την εποχή του Ρίγκαν και ταιριάζει απόλυτα στη σημερινή του Τραμπ, παρ΄ότι τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν πριν αναλάβει ξανά τα καθήκοντά του. Από τη μία υιοθέτηση “alt right” τακτικών κι από την άλλη διάθεση για “επανάσταση”. Οι νέοι κι οι πιο ευάλωτοι θέλουν, αλλά δε βρίσκουν τον δρόμο. Η “Δημοκρατία” τους έχει απογοητεύσει κι οι πειρασμοί τους δελεάζουν. “Επαναστατική βία στο εξής θα έχουμε τη μία μάχη μετά την άλλη”. Σύντομα όμως θα έρθουν αντιμέτωποι με τις συνέπειες των πράξεών τους.
Εκείνη τη στιγμή ο Ασκός του Αιόλου ανοίγει. Τίποτα δε θα είναι ξανά όπως πριν. Οι σχέσεις μέσα σε λίγες ώρες δοκιμάστηκαν και οι πρωταγωνιστές της εξέγερσης βρέθηκαν “λίγοι”. Φοβήθηκαν να βασανιστούν και “αποκάλυψαν” το κουβάρι του μίτου της Αριάδνης. Την πιο κρίσιμη στιγμή ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του κι έτσι η επανάσταση αναβάλλεται. “Κάθε επανάσταση ξεκινάει με δαίμονες που στην πορεία τρώγονται μεταξύ τους”. Το σύστημα γνωρίζει πολύ καλά όλη αυτή την αδυναμία και την εκμεταλλεύεται στο έπακρο, ακόμα και αν χρειαστεί να περάσουν 16 χρόνια για να πετύχει πλήρως τον σκοπό του.
Από τη λευκή καθαρότητα του “Christmas Adventures Club” μέχρι τη νεαρή Γουΐλα δύο κόσμοι αναμετρώνται. Ο Τραμπ έχει επιλέξει συνειδητά να χωρίσει κάθετα τον κόσμο σε νικητές και χαμένους. Υπάρχει η δίψα για ανατροπή που όμως χάνεται στην πορεία και ειδικά στην εποχή μας, μία εποχή “παρακολούθησης των πάντων” είναι δυσκολότερη από ποτέ. Τι ορίζεται επομένως σήμερα ως μάχη; Ποιος είναι ο τρόπος κι ο δρόμος για την αλλαγή; Γιατί οι άνθρωποι κατά έναν τρόπο “συντηρητικοποιούνται” όσο μεγαλώνουν; Όχι αλλάζοντας πολιτικά πιστεύω, αλλά προσπαθώντας να διατηρήσουν τα κεκτημένα σε μία εποχή που τα πάντα αλλάζουν με μορφή χιονοστιβάδας.
Για να πετύχει να μεταφέρει όσα θέλει ο Άντερσον και να ανοίξει έναν διάλογο με τους θεατές στο όχημά του έχει τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο πιο ώριμο από ποτέ, τον Σον Πεν σε μία ερμηνεία ζωής, τις Τεγιάνα Τέιλορ και Τσέις Ινφίνιτι να μάχονται στον χωροχρόνο. Ειδικά η νεαρή ηθοποιός αποτελεί αποκάλυψη. Μέχρι το τελευταίο βλέμμα, μέχρι την πιο μεγάλη αγκαλιά που προσφέρει απλόχερα και κατ΄έναν τρόπο επανενώνει την οικογένεια. Ο Άντερσον δεν κρίνει, αφήνει τον τελευταίο λόγο σε όλους εμάς. Ούτε εμείς όμως έχουν τη δύναμη να κρίνουμε. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε και να αναλογιστούμε την ευθύνη της σιωπής και της παραίτησης. Δεν είναι μονόδρομος, αλλά δε φαίνεται με σαφήνεια η εναλλακτική διαδρομή. Αυτή μας καλεί τόσο η μητέρα, όσο κι ο δημιουργός με τους συντελεστές της ταινίας να αναζητήσουμε.
Πρόκειται για μια παραλλαγή της γνωστής «Άντερσον-Πυντσον» ιδέας της αντικουλτούρας και της αντεπανάστασης, που απορροφά τον παρανοϊκό χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής σε μια φαρσική μορφή αντίστασης, με το νευρικό, κοφτερό σάουντρακ του Jonny Greenwood. Ταυτόχρονα λειτουργεί ως «φροϋδική» ανάγνωση της δυσλειτουργίας πατέρα–κόρης, σε μια αντιπαραβολή με τον βίαιο χωρισμό παιδιών μεταναστών από τους γονείς τους στα σύνορα ΗΠΑ–Μεξικού. Είναι μια σοβαρή, επίκαιρη απάντηση απέναντι στην κρυφή άρχουσα τάξη των ΗΠΑ και στις κανονικοποιημένες επιχειρήσεις συλλήψεων της ICE, με φόντο τον νέο τοξικό ενθουσιασμό γύρω από τον Τραμπ. Όπως ο Πύντσον φαντάστηκε τη μετάβαση από την υπονόμευση των 60s στη συντηρητική δεκαετία του ’80, έτσι κι ο Άντερσον συμπτύσσει αυτά τα χρονικά χάσματα στο παρόν, στα όρια ανάμεσα στην ύστερη εποχή Ομπάμα και την επιδεικτική εποχή Τραμπ. Όχι, δεν υπάρχουν ευθείες αναφορές σε κινήματα όπως το MAGA ή το BLM, αλλά η σκιά τους πλανάται.
Μέσα σε ένα γράμμα κρύβεται το καθολικό μήνυμα μίας γενιάς που δεν τα κατάφερε, αλλά ακόμα ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο. Δεν πιστεύει όπως έκανε τα πάντα, νιώθει όμως πως τουλάχιστον πάλεψε κι ηττήθηκε με τον πιο σκληρό τρόπο. Ο αγώνας όμως συνεχίζεται κι οι μάχες μικρές και μεγαλύτερες είναι συνεχείς με φόντο έναν καλύτερο κόσμο. Περιμένει λοιπόν οι νέοι να φερθούν πιο έξυπνα και να αλλάξουν τον κόσμο. Πόσο εύκολο είναι άραγε στην εποχή του “κατασκοπευτικού καπιταλισμού” να γίνεις ένας ή μία σύγχρονος/η Ρομπέν των Δασών και να προσφέρεις στους αδυνάτους και τους πιο ευάλωτους;
Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση σήμερα δεν είναι να είσαι ριζοσπάστης, αλλά να παραμείνεις εκτός μόδας. Σε μια χώρα που καταναλώνει τάσεις με την ίδια ταχύτητα που αλλάζει αλγόριθμους, η ίδια η έννοια της «αντίρρησης» φαντάζει παλιομοδίτικη. Κι όμως, αυτή η ξεπερασμένη στάση αποκτά ξανά βαρύτητα: η ταινία μιλάει για τη μοναχική ηρωική πράξη του να μη χωράς πουθενά, να μένεις απέναντι, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνεις ποτέ viral.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.