Μετά τα “Spencer” και “Jackie” ο Πάμπλο Λαραίν επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με ένα ακόμα γυναικείο πορτραίτο. Η Αντζελίνα Τζολί υποδύεται τη Μαρία Κάλλας στην ταινία που άνοιξε την αυλαία του φετινού 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μία σταρ παγκόσμιας εμβέλειας και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος τόσο πληγωμένος στη δύση όχι μόνο της καριέρας, αλλά και της ζωής της. Φαντάζει αντιφατικό κι όμως η Κάλλας ποτέ δεν μπόρεσε να απεγκλωβιστεί από τα υπαρξιακά της αδιέξοδα και τα ανεξίτηλα τραύματα της για τα οποία ως έναν βαθμό φέρει ευθύνη κι η ίδια. Αυτές τις πτυχές τείνει να εξετάσει με σεβασμό και διακριτικότητα ο δημιουργός.

Στην πόλη του Φωτός, το Παρίσι μοιάζει δύσκολο μία καλλιτέχνιδα αυτής της εμβέλειας να μην μπορεί να βρει τον δρόμο προς την ευτυχία. Κάτω από το μανδύα των ακριβώς ρούχων της εποχής που αναπαριστώνται εξαιρετικά στην ταινία, αν και αρκετές φορές η κίνηση μας κάνει να τα ξεχνάμε, όταν έρθει όμως η στιγμή της περισυλλογής, του ταμείου της ζωής τότε η αναμέτρηση με τον καθρέφτη μοιάζει αναπόφευκτη. Τα «θέλω» και τα «πρέπει» συγχέονται κι η ανασφάλεια με τον φόβο επικρατούν κατά κράτος φέρνοντας στην επιφάνεια ψυχοσωματικές νόσους.

Ο Χιλιανός σκηνοθέτης δεν έχει ως στόχο να μας πληροφορήσει για το διαμέτρημα της Κάλλας επί σκηνής. Να μας δηλώνει πως ήταν μία από τις κορυφαίες σοπράνο όλων των εποχών. Αυτά οφείλουμε να τα γνωρίζουμε πριν κλείσουμε τη θέση μας για τη σκοτεινή αίθουσα, όπως και κάποια θεμελιώδη στοιχεία για την προσωπική της ζωή. Μέσα από την υπόσταση και την παρουσία της εξετάζονται έννοιες όπως ο χρόνος και το πέρασμά του, η φθορά, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις, οι ματαιώσεις, η ταυτότητα, η μοναξιά στον σύγχρονο κόσμο και το τίμημα της καριέρας απέναντι στα φαινομενικά “μικρά” της καθημερινότητας.

Πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι δεν επιλέγουν. Βρίσκουν μία διέξοδο, μία χαραμάδα, αρπάζουν μία ευκαιρία και τρέχουν έναν μαραθώνιο όχι 42 χιλιομέτρων, αλλά 40 και πλέον ετών που διαμορφώνει τη ψυχοσύνθεσή τους. Αυτή είναι η φύση της διαδρομής. Το σενάριο του Στίβεν Νάιτ βοηθάει πολύ τον Λαραίν να πει ακριβώς αυτά που θέλει. Η φωτογραφία του Εντ Λάκμαν αναδεικνύει τόσο το μοτίβο και τα ειδικά χαρακτηριστικά της εποχής (Παρίσι 1977), αλλά και τον καλύτερο εαυτό της Αντζελίνα Τζολί που όλα δείχνουν πως θα είναι στην τελική πεντάδα με φόντο το Όσκαρ Α΄γυναικείου ρόλου.

Η πολυδιάστατη σημασία του «mandrax» που λειτουργεί με έναν τρόπο απελευθερωτικά και λυτρωτικά στον δρόμο για μία τελική εξομολόγηση είναι το κλειδί για να φτάσουμε στο τέλος του λαβυρίνθου ακολουθώντας τον μίτο της Αριάδνης. Η μουσική χρησιμοποιείται όχι μόνο ως στοιχείο του δράματος, αλλά και ως εργαλείο για να εκφράσει την πολυπλοκότητα της προσωπικότητας της Κάλλας. Ο δημιουργός με τον τρόπο του φέρνει τα γεγονότα του τότε στο παρόν, καθώς και σήμερα η χρήση φαρμάκων και «ουσιών» αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Γιατί καταφεύγουν σε αυτή τη λύση οι άνθρωποι; Γιατί δεν αντέχουν να σκεφτούν και παλέψουν απέναντι στους δαίμονές τους; Είναι εύκολο; Σε καμία περίπτωση, αλλά ο Λαραίν μοιάζει να κλείνει το μάτι και να λέει πως υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος μακριά από την “εύκολη” λύση.

Από τη Τζάκι Κένεντι στη Νταϊάνα κι από εκεί στην Κάλλας, τη θρυλική μας υψίφωνο. Φόρος τιμής στη γυναικεία ύπαρξη κι όσα βασανίζουν αυτές τις οντότητες. Ο σκηνοθέτης δε διεκδικεί δάφνες ποιότητας, καταθέτει κάτι πολύ προσωπικό στο κοινό και καλεί προς ευαισθητοποίηση, δείχνοντας παράλληλα μία άλλη κατεύθυνση πριν τα πάντα μαυρίσουν και έρθει νομοτελειακά το τέλμα σε συνάρτηση με τον αδυσώπητο χρόνο που περνά και πίσω δε γυρνά. Μία συγκινητική φίγουρα που ενώ είναι έτοιμη να σπάσει και να καταρρεύσει αναζητά πάντα τον δρόμο προς την ελευθερία κι ίσως αυτός να είναι μία τελευταία παράσταση επί σκηνής μόνο και μόνο επειδή το επιθυμεί η ίδια. Για κανέναν άλλον.

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.