Η νέα ταινία του Νικολά Μπεντός («Ραντεβού στη Belle Epoque») φιλοδοξεί να ξεπεράσει τα προηγούμενα έργα του σκηνοθέτη, ωστόσο σκοντάφτει και τελικώς «φλυαρεί» προσπαθώντας να αγγίξει όσο το δυνατόν περισσότερα φλέγοντα ζητήματα της εποχής. Ένας πυροβολισμός και το «Dancing in the Moonlight» μας εισάγουν στην υπόθεση. Δικαστικό δράμα, θρίλερ ή φαρσοκωμωδία. Τι από όλα αυτά είναι τελικά το «Καμουφλάζ»; Η απάντηση μόνο εύκολη δεν είναι. Η σύνθετη πλοκή του μπερδεύει τον θεατή. Χάνει την αίσθηση του χρόνου. Ποιο γεγονός προηγήθηκε και ποιο ακολούθησε; Κι όλα αυτά σε μία φιλμ 130΄που εύκολα θα μπορούσε να κρατάει 100΄.
Πώς φτάνει ένας άνθρωπος σε μία δολοφονία; Aυτό είναι το ερώτημα που γεννάται με το καλημέρα και καλείται να εξερευνήσει ο Μπεντός μέσα από τους πρωταγωνιστές του. Μία δικαστική αίθουσα με ελαφρύ κλίμα κι ένα μπαράζ γεγονότων που δεν είναι ευδιάκριτο να αντιληφθούμε ποια αφορούν την πραγματικότητα και ποια είναι μέρος μιας μεγάλης κομπίνας που επιτηδευμένα έχει στηθεί στη γαλλική Ριβιέρα. Αρκετές στιγμές μάλιστα κομμάτια της παραπέμπουν σε φάρσα και δίνουν έναν χιουμοριστικό χαρακτήρα στο ξετύλιγμα των διαδοχικών επεισοδίων. Μέσα σε όλο αυτό υπάρχει ο ρομαντισμός. Η ανάγκη για επικοινωνία και επαφή.
Ο Αντριάν μία καλλιτεχνική φυσιογνωμία έχει παραιτηθεί από τα όνειρά του και φιλοξενείται από κυρία μεγάλης ηλικίας (Ιζαμπέλ Ατζανί). Ξαφνικά στη ζωή του έρχεται η Μαργκό (Μαρίν Βακτ). Εκείνη τη στιγμή ο κόσμος του αναποδογυρίζεται. Ο έρωτας των δύο νέων ανθρώπων που για χάριν της επιβίωσης έχουν πουλήσει τη ψυχή τους στον διάβολο τους κάνει ατρόμητους στις προκλήσεις που αναμένεται να έρθουν μπροστά τους. Η στιγμή που θα εφεύρουν ένα σχέδιο εξαπάτησης όσων τους περιτριγυρίζουν δε θα αργήσει. Πολλές φορές όμως τέτοια κόλπα δεν έχουν την έκβαση που επιθυμούν αυτοί που τα σκέφτηκαν. Δημιουργούνται διαδοχικά τρίγωνα και συγχρόνως αδιέξοδα. Τρέλα, πάθος, μουσική και φρενήρεις ρυθμοί που προκαλούν ίλιγγο.
Παράλληλα με το «καδράρισμα» των ηρώων του ο Μπεντός μας συστήνει και τη Νίκαια. Ένα μαγευτικό μέρος που αδικείται από τους ανθρώπους που κατοικούν σε αυτήν. Συνειδητά δεν κρύβει τα κακώς κείμενα κάτω από το χαλάκι. Προκαλεί με την απεικόνιση μίας σκληρής, ρεαλιστικής καθημερινότητας. Από την μία οι πλούσιοι κι από την άλλη διάφοροι «μικροαπατεώνες» που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα εκμεταλλεύομαι όσο χώρο τους αφήνουν. Ένα σαφές κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για τον καπιταλισμό, τον νεοφιλελευθερισμό και το παρόν που έχει διαμορφώσει, ως σύστημα από το οποίο ελάχιστοι βρίσκουν διεξόδους διαφυγής.
Τα προβλήματα για την ταινία ξεκινούν από τη διάρκεια που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον κατά μισή ώρα μικρότερη και φτάνουν ως την ανατροπή που δεν έρχεται στο φινάλε κι αφήνει τους θεατές άναυδους κατά την αποχώρησή τους. Ωραίες οι συγκρούσεις των θέλω και των πρέπει, μαγικό να ακολουθούμε το ένστικτό μας και να δοκιμάζουμε τα όριά μας («δεν είμαι σίγουρος ότι είσαι αληθινή»), αλλά στην μεγάλη εικόνα το «Καμουφλάζ» μοιάζει παρά το σχήμα του κύκλου να μην έχει ευκρινή αρχή, μέση και τέλος. Οι ιδέες του δημιουργούν όπως αποδίδονται στην πράξη δεν είναι εύληπτες από τον μέσο θεατή, ωστόσο αξίζει η εξερεύνηση στον κόσμο του ως μία γνωριμία με κάτι καινούριο που έχει να δώσει, δεδομένα όμως δεν έχει φτάσει στην κορύφωσή του.
Η σύγχρονη αποξένωση («όλα είναι ψεύτικα εδώ»), οδηγεί συχνά σε ακραίες συμπεριφορές κυκλοθυμικού χαρακτήρα. Αντριάν και Μαργκό αναζητούν εναγωνίως το αίσθημα της ελευθερίας, τη χαραμάδα της απόδρασης. Το ένοχο παρελθόν αρκετές φορές δεν αφήνει αέρα στα ζευγάρια να ανασάνουν. Τα προβλήματα αυτών συχνά δε συζητιούνται και ο νευρικός κλονισμός έρχεται ο φυσικό επακόλουθο. Όλους αυτούς τους προβληματισμούς εκθέτει μέσα από την περιπέτειά του ο σκηνοθέτης. Δεν του αρέσουν οι εύκολες προσεγγίσεις, ούτε οι αφορισμοί. Προσπαθεί να εμβαθύνει, να δώσει το κάτι παραπάνω. Για το αν τελικά καταφέρνει να το πετύχει τον λόγο έχει πλέον το κοινό, που από σήμερα θα βρεθεί στους θερινούς κινηματογράφους και θα βγάλει τα συμπεράσματά του.