«Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δεν θα έχει αλλάξει εκείνο, αλλά το μυαλό μας», Οδυσσέας Ελύτης
Η κινηματογραφική μεταφορά της “Φόνισσας” έκανε πανελλήνια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κέρδισε έξι Βραβεία (μεταξύ αυτών και του απαιτητικού κοινού) και ξεκινάει σήμερα το ταξίδι της στις αίθουσες. Ένα άκρως ελπιδοφόρο σκηνοθετικό ντεμπούτο από την Εύα Νάθενα, με το σενάριο να υπογράφει η Κατερίνα Μπέη (“Eυτυχία”). Με έμφαση στη λεπτομέρεια, με ακριβή κάδρα, με συνεχή ψυχογραφήματα των πρωταγωνιστών που μας ταξιδεύουν περίπου 120 χρόνια πίσω στον χρόνο.
Στην ελληνική επαρχία, σε ένα απομακρυσμένο νησί, κάθε οικογένεια περιμένει να φέρει στον κόσμο αγόρι. Όταν έρχεται κορίτσι αντί για χαρά επικρατεί περισυλλογή. Όταν μάλιστα και το δεύτερο τέκνο είναι και πάλι κοριτσάκι, τότε η περισυλλογή δίνει τη θέση της στην κατήφεια, καθώς επικρατεί ο θεσμός της προίκας που είναι υποχρεωμένη να δώσει η οικογένεια της νύφης στην αντίστοιχη του γαμπρού. Πραγματικά γεγονότα που έχουν στιγματίσει ολόκληρες γενιές. Η δημιουργός οικοδομεί χαρακτήρες μέσα σε ένα ηθογραφικό και ασφυκτικό χωροχρονικό πλαίσιο από το οποίο δε φαίνεται να υπάρχει χαραμάδα διαφυγής. Τα “φαντάσματα” του παρελθόντος επιστρέφουν συνεχώς και ρίχνουν αλάτι στις πληγές.
Στο κεντρικό φόντο αναπτύσσεται ο χαρακτήρας της Φραγκογιαννούς. Είναι μία γυναίκα που έχει ζήσει όλα τα ηλικιακά στάδια. Γεννήθηκε, μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και έχει πλέον εγγόνια. Γνωρίζει πολύ καλά την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους και δεν αντέχει η ιστορία να περάσει σαν μία επαναλαμβανόμενη τραγωδία μπροστά στα μάτια της. Αποφασίζει να πάρει την τύχη στα χέρια της και οδηγείται σε μία ιδιότυπη διαδικασία αυτοδικίας με λανθασμένα κριτήρια. Θέλει να σώσει, αλλά συγχρόνως τιμωρεί. Θέλει να προστατέψει, αλλά καταδικάζει. Θέλει να δώσει ζωή στην αιωνιότητα, αλλά πρακτικά δολοφονεί.
Γίνεται το δόρυ, η αιχμή ενός συλλογικού εγκλήματος σε συνθήκες “ομερτά”. Αρκετοί για μεγάλο διάστημα γνωρίζουν, ωστόσο δεν τολμούν να μιλήσουν. Φοβούνται, αδιαφορούν, επωφελούνται … Κυριαρχεί το μαύρο σε όλη την αφήγηση, σαν μία άτυπη αποδοχή της μοίρας. Η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου παντρεύεται με το μοιρολόι. Η αισθητική διαμόρφωση – υποβλητικότητα απογειώνει το θέαμα που φτάνει στα μάτια του θεατή. Η Εύα Νάθενα σκηνογράφος και ενδυματολόγος σε αυτό της το βήμα έχει τη δύναμη να προσδώσει μία ξεχωριστή θεατρικότητα στους ήρωές της. Τόσο άμεσοι, τόσο ζωντανοί σαν να είναι έτοιμοι να βγουν έξω από την μεγάλη οθόνη.
Για το ερμηνευτικό κρεσέντο της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη ό,τι κι αν πει κανείς είναι λίγο. Μετά την “Ευτυχία” σε μία ακόμα σπουδαία παρουσία σε μία μεγάλη παραγωγή του ελληνικού σινεμά. Από τα βλέμματά της μέχρι την τελική κραυγή λύτρωσης της ψυχής. Η σκηνοθέτις έχει εσωτερικεύσει μέσα από τη βαθιά μελέτη το έργο του Παπαδιαμάντη και καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εκρηκτικό δίδυμο ουσιαστικά με την πρωταγωνίστριά της. Κομβικός κι ο ρόλος της Μαρίας Πρωτόπαππα, όπως και των υπολοίπων ηθοποιοί που δένουν αρμονικά γύρω τους.
Έχει έρθει η ώρα η “Φόνισσα” να δημιουργήσει μία πολιτισμική επανάσταση. Να ξορκίσει τον Παπαδιαμάντη και το έργο του στα μάτια των νέων. Δεν είναι ένα κείμενο της εξεταστέας ύλης των πανελληνίων εξετάσεων, αλλά ένα μυθιστόρημα με διαχρονικότητα για την ίδια τη ζωή, για όσα βιώνουν συνάνθρωποί μας και σήμερα 120 χρόνια μετά. Αυτή είναι η ουσία του έργου του σπουδαίου Έλληνα συγγραφέα που οφείλει να μείνει παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές στη σωστή του διάσταση. Η ταινία της Νάθενα εξυπηρετεί αυτόν τον σκοπό και τον “επικαιροποιεί”.
Η Χαδούλα όσο περνούσαν τα χρόνια μετατρεπόταν σε τέρας. Το δέρμα της, αλλά κυρίως το “είναι” γινόταν συνεχώς πιο τραχύ. Η συγκάλυψη των εγκλημάτων της έδωσε την ευκαιρία να πηγαίνει κάθε φορά ένα βήμα παραπέρα. Επιβεβαιώνεται δε με τον πλέον εμφατικό τρόπο πως οι εκφάνσεις της Τέχνης αλληλεπιδρούν υποδειγματικά. Μία διείσδυση στη γυναικεία ψυχοσύνθεση κι ένα μεγάλο ερώτημα: Υπήρχε τελικά περιθώριο διαφυγής και διαφορετικής πορείας;