Η δημιουργία της “Φυγής” αποτελεί ένα σύνθετο εγχείρημα. Στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης είχε γίνει η πρώτη μου επαφή με το έργο του Γιόνας Πόερ Ράσμουσεν (“What He Did”). Αυτή τη φορά εξελίσσεται και πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα πλέκοντας αρμονικά αρχειακό υλικό, μία ευαίσθητη ιστορία και την τεχνική του animation (Κάνεθ Λάντεργιαρ). Το αποτέλεσμα μιλά από μόνο του. 92 συνολικά βραβεία, διεκδίκησε το Χρυσό Αγαλματίδιο στις κατηγορίες Ντοκιμαντέρ, Animation και Διεθνούς ταινίας, ενώ έφτασε μέχρι την τελική τριάδα και στο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Πρωταγωνιστής μας ο Αμίν (κωδικό όνομα). Ζει στη Δανία πλέον και εργάζεται ως ακαδημαϊκός. Η ζωή του έχει μπει σε τάξη, νιώθει όμως την ανάγκη να μιλήσει για όσα βίωσε στην επώδυνη διαδρομή του μέχρι το παρόν. Μας μεταφέρει νοερά στη δεκαετία του ’80 όταν οι Μουτζαχεντίν κατέλαβαν την εξουσία μετά την απόσυρση των σοβιετικών δυνάμεων. Η αφήγηση συναντά με τον τρόπο της το 2021, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις αποχωρούν και οι Ταλιμπάν επωφελούνται της συγκυρίας αυτή τη φορά. Ένα μεταναστευτικό κύμα αποχωρεί από την –πάλαι ποτέ πανέμορφη– Καμπούλ. Η διαδρομή προς τον δυτικό κόσμο δεν είναι όμως μία εύκολη υπόθεση.
Το έργο συνειρμικά φέρνει στο μυαλό μου τον Φινλανδό, Άκι Κουαρισμάκι (“Το Λιμάνι της Χάβρης”, “Η Άλλη Όψη της Ελπίδας”). Στο δεύτερο σε κάποια αποστροφή του λόγου του, λέει τη φράση κλειδί, «δεν είμαστε πια άνθρωποι». Αυτό γυρνάει στο νου μου βλέποντας της αντιξοότητες που βίωσε ο Αμίν κι η οικογένειά του, κάνοντας πάντα παραλληλισμούς και συσχετισμούς με τη σύγχρονη κρίση πάνω σε αυτό το μείζον θέμα, που δεδομένα θα εντείνεται όσο ξετυλίγονται οι δυσμενείς συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
«Τι είναι σπίτι; Ένα ασφαλές μέρος». Μία εκ βαθέων εξομολόγηση, μία συνέντευξη που προκαλεί συγκίνηση. Κόντρα σε στερεότυπα και προκαταλήψεις ο Αφγανός μας φίλος οικοδόμησε τον δικό του κόσμο με πολλή δουλειά σε όλα τα επίπεδα. Ήταν τόσο επιφυλακτικός, πονούσε σιωπηλά, δεν τολμούσε να αποκαλύψει το μυστικό του. Δε θυμάται ή προσπαθεί -θέλει να ξεχάσει; Aμαρτίες τον βαραίνουν. Κάποτε μπορούσε να σώσει μία ψυχή, αλλά δεν το τόλμησε. Τώρα ήρεμος ψυχικά πλέκει το εγκώμιο της μόρφωσης και της ανώτατης εκπαίδευσης, που του έδωσαν την ευκαιρία να σταδιοδρομήσει.
Ενσωματώνοντας άψογα ντοκιμαντεριστικά στοιχεία και πραγματοποιώντας ένα ψυχογράφημα μέσω μίας ιδιαίτερης διαδικασίας ψυχανάλυσης ο Ράσμουσεν ξεκλειδώνει τον ήρωά μας κι αυτός του αφηγείται όσο έχει καταφέρει να κρατήσει καλά κρυμμένα χρόνια. Φτάνει μέχρι τα άδυτα του εαυτού του. Η συζήτησή τους παίρνει έναν χαρακτήρα εξομολόγησης που δεν μπορεί να μην αγγίξει τον θεατή. Μεγάλο Βραβείο στο διεθνές διαγωνιστικό του Sundance για μία ταινία που αξίζει να παρακολουθήσετε στην μεγάλη οθόνη και σας τη συστήνω ως τη βασική επιλογή για την τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα.