Υπάρχουν κάποιες ταινίες που δεν επιζητούν απλώς να σε ψυχαγωγήσουν ή να σε καθηλώσουν με αφηγηματικά τεχνάσματα. Υπάρχουν ταινίες που επιλέγουν να καθίσουν δίπλα σου, να σε κοιτάξουν στα μάτια και να σου δείξουν πως ο κόσμος είναι πιο περίπλοκος απ’ όσο τον αντέχεις. Η “Διπλή Ταυτότητα” της Αράνθα Ετσεβαρία είναι ανήκει στα έργα που δεν σου περνούν απαρατήρητα. Μπορεί να μην υψώνει τη φωνή της, αλλά εισχωρεί σαν χαμηλόφωνη αποκάλυψη στα πιο δύσκολα ερωτήματα της πίστης, της αφοσίωσης, της ελευθερίας και του ηθικού ορίου στην πράξη της αντίστασης.
Η Ισπανίδα που μας είχε ήδη εντυπωσιάσει με το “Carmen y Lola” (2018), επιστρέφει πιο ώριμη, πιο στοχευμένη και με μια θεματική που ισορροπεί επικίνδυνα ανάμεσα στην κατασκοπεία και τον υπαρξιακό καθρέφτη. Η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα: μια νεαρή κοπέλα, η Μόνικα πρέπει να διεισδύσει στα άδυτα μίας “βάσκικης” οργάνωσης (ΕΤΑ), που αργότερα στον χρόνο χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική. Το όνομά της πλέον: Aράνθα. Το καθήκον της: να γίνει αόρατη και να φέρει εις πέρας την αποστολή.
Αν η περίληψη παραπέμπει σε κάτι γνώριμο, ίσως σε ένα θρίλερ κατασκοπείας τύπου «The Insider» ή «Syriana», η Ετσεβαρία φροντίζει από την πρώτη κιόλας σκηνή να αποδομήσει τις προσδοκίες. Η κάμερά της παραμένει σταθερά εστιασμένη στα μάτια της πρωταγωνίστριας (μια υποβλητική, σχεδόν στοιχειωμένη ερμηνεία από την Carolina Youste), επιτρέποντάς μας να νιώσουμε τη ψυχική της φθορά — όχι μέσα από κραυγές ή ξεσπάσματα, αλλά μέσα από σιωπές, αναπνοές και βλέμματα. Για την Ετσεβαρία, η δράση συμβαίνει σε έναν μεγάλο βαθμό εσωτερικά. Και εκεί εντοπίζεται και η ουσιαστική ένταση του φιλμ.
Η «La Infiltrada» δεν προσφέρει εύκολες λύσεις ούτε ξεκάθαρους κακούς. Αντίθετα στήνει ένα ηθικό ναρκοπέδιο: πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένα κράτος στο όνομα της ασφάλειας; Πού τελειώνει το καθήκον και πού αρχίζει η εκμετάλλευση; Μπορεί κανείς να πολεμήσει την “τρομοκρατία” χωρίς να πέσει στην ίδια παγίδα του απολυταρχισμού; Οι απαντήσεις που δίνονται είναι αποκαλυπτικές και επιβεβαιώνουν πως συνθλίβεται ο παράγοντας άνθρωπος.
Η σκηνοθεσία της Ετσεβαρία αποπνέει σιγουριά και καλλιτεχνική ευαισθησία. Δεν την ενδιαφέρουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τα τεχνικά χαρακτηριστικά, όσο η βαθιά ανθρωποκεντρική ματιά. Η φωτογραφία του Ντάνιελ Σαλμόνες υπογραμμίζει τη μοναξιά της πρωταγωνίστριας — με χρώματα ψυχρά, σχεδόν άχρωμα, που διακόπτονται μόνο από τις έντονες στιγμές εσωτερικής κρίσης. Ο ήχος είναι εσκεμμένα διακριτικός, επιτρέποντας στις σιωπές να ηχήσουν εκκωφαντικά.
Το σενάριο, που συνυπογράφει η ίδια η σκηνοθέτιδα με την Αμελία Μόρα είναι χτισμένο με οικονομία, αλλά και προσοχή στη λεπτομέρεια. Δεν επιδίδεται σε άσκοπους διαλόγους. Δεν εξηγεί τα πάντα. Κι όμως καταφέρνει να σκιαγραφήσει όχι μόνο την πορεία της Αράξτρα, αλλά και των ανθρώπων που προσεγγίζει: καθαρές ανθρώπινες φιγούρες, που δεν είναι ούτε καρικατούρες θυμάτων ούτε απλοί κακοποιοί. Σε έναν κόσμο που τείνει να βλέπει τους «άλλους» μονοδιάστατα, η ταινία αρνείται να συμμορφωθεί.
Αλλά πάνω απ’ όλα η “Διπλή Ταυτότητα” είναι μια ταινία για την απώλεια του εαυτού με έντονα υπαρξιακές διαστάσεις. (“κανείς δε θα μάθει για την θυσία σου, γιατί δε θα υπάρχεις στον κόσμο”). Η Αράντσα “πουλάει” τη ψυχή της στον διάβολο. Δανείζεται τα λόγια, τα βλέμματα, την πίστη, τις χειρονομίες μιας ζωής που δεν είναι δική της — κι όμως αρχίζει σταδιακά να την κατοικεί δίχως όμως να μπορεί να την αποδεχθεί. Σαν μια μεταμόρφωση που δεν μπορεί να αντιστραφεί. Η τραγωδία της δεν είναι πως προδίδει. Είναι πως τελικά δεν ξέρει ποιους προδίδει.
Η Ετσεβαρία καταθέτει μια ταινία γενναία και γυμνή από εντυπωσιασμούς. Μια ιστορία που δεν φοβάται να εκτεθεί. Και μας χαρίζει έναν ακόμα λόγο να συνεχίσουμε να ελπίζουμε στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο: γιατί ξέρει ακόμα πως να μιλά για τις πληγές της κοινωνίας, χωρίς να τις μετατρέπει σε εμπορεύσιμα αφηγήματα.
Ένα κατασκοπικό δράμα μεταμφιεσμένο σε κοινωνικό θρίλερ. Η πρωταγωνίστρια δεν υποδύεται απλώς δύο ρόλους — διαλύεται ανάμεσά τους. Σταδιακά, το προσωπείο γίνεται πρόσωπο και η αποστολή κάθαρση. Μια ταινία-καθρέφτης, όπου το βλέμμα του θεατή είναι εκείνο που τελικά επιστρέφει πληγωμένο. Βραβείο Goya Καλύτερης ισπανικής ταινίας και γυναικείας ερμηνείας για τη σαγηνευτική Carolina Youste.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.