Ένα ερωτικό γράμμα για τις γυναίκες, μία ταινία κόσμημα. Παρακολουθώντας τα Διαμάντια νιώθεις αμέσως ότι είναι μία αγκαλιά γεμάτη κορίτσια, ραπτομηχανές, χρώματα και καρδιές που χτυπούν μαζί. Ένα κινηματογραφικό κομμάτι ουσίας, βγαλμένο από την μνήμη και την ενσυναίσθηση του Φερζάν Οζπετέκ. Σαν να άπλωσε στον καμβά ένα προσωπικό ημερολόγιο γεμάτο υφάσματα και λέξεις που μετατρέπονται σε δυνατές εικόνες. Βραβείο Κοινού στα βραβεία της ιταλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Νταβίντ ντι Ντονατέλο. 

Η πλοκή ξεκινά με έναν άνδρα να καλεί σε συζήτηση τις αγαπημένες του ηθοποιούς. Θέλει να γυρίσει μια ταινία για γυναίκες. Τις κοιτά, ακούει, εμπνέεται και ξαφνικά τις ξαναστέλνει πίσω στη δεκαετία του ’70 σαν σε μηχανή του χρόνου, σε ένα ρωμαϊκό ατελιέ με αρωγή και τίμιες ραφτομηχανές, όπου οι γυναίκες είναι οι πρωταγωνίστριες και οι άντρες απλώς συμπληρώνουν τα πλάνα. Με αναχρονιστικά στοιχεία ο δημιουργός δομεί την υπόθεσή του θέλοντας ξεκάθαρα να μιλήσει για την ισότητα και χειραφέτηση σε καιρούς που όλο αυτά σε παγκόσμια βάση επαναπροσδιορίζονται. 

Οι δυο αδερφές Alberta (Luisa Ranieri) και Gabriella (Jasmine Trinca) συμπυκνώνουν την ουσία της ταινίας. Η σκληρή, απόμακρη Alberta προσφέρει άνευ όρων καταφύγιο σε νέες και παλιές ψυχές της ραπτικής, την ώρα που η Gabriella βουτηγμένη στο πένθος για την απώλεια της κόρης της παλεύει να ξαναβρεί τον εαυτό της. “Ένα κουστούμι πρέπει να επιτρέπει στην ηθοποιό να μπει στον ρόλο”. Στο πλευρό τους ένας ατέλειωτος θίασος γυναικών από τη Geppi Cucciari ως τη Mara Venier, δημιουργεί την αίσθηση μιας σύγχρονης κοινότητας. Το μήνυμα ξεκάθαρο: εδώ όλοι έχουν λόγο ύπαρξης κι ας μην λάμπουν στην πρώτη γραμμή. 

Η κινηματογράφηση του Οζπετέκ μοιάζει πάντα χειροποίητη. Τα έντονα χρώματα της φωτογραφίας δίνουν συνεχώς την αίσθηση πως “ό,τι λάμπει τελικά είναι χρυσός”. Στα Διαμάντια η σφραγίδα του σκηνοθέτη είναι παντού. Τη βλέπεις στις ραφές των κοστουμιών, ακούς το χειροκρότημα μέσα από το θρόισμα των υφασμάτων. Τα γερά συναισθηματικά στρώματα πετούν ψηλά με φόντο τις μελωδίες της Giorgia και της Mina που μεταφέρουν την πολύτιμη αίσθηση του χρόνου και του τραγουδιού μέσα στην καθημερινή, δημιουργική φλυαρία. Συντελείται μία αλλαγή, “όλες μαζί” ξανά και ξανά. 

Μπορεί η αφήγηση σε σημεία χάνει τη ραφή της, αλλά πρόκειται για ένα έργο που έχει σπάνια οικειότητα και ένταση ξεπερνώντας τα προβλήματά του. Ναι μεν οι σχέσεις και οι μοίρες των χαρακτήρων, αν και συναρπαστικές μοιάζουν να μένουν επιδερμικές, με τους διαλόγους λίγο πιο δραματοποιημένους απ’ όσο χρειάζεται, ωστόσο, αυτό το “κραυγαλέο” μελόδραμα είναι συνειδητά μέρος της αισθητικής του Οζπετέκ: η συναισθηματική υπερέκθεση ως σήμα αναγνώρισης, σαν να ψιθυρίζει με παντοδύναμη φωνή. Είναι πέρα για πέρα συνειδητή επιλογή του κι όχι κάτι που του ξέφυγε στο μοντάζ ή θα προσπαθήσει να δικαιολογήσει με τη διάρκεια του έργου. 

Η ταινία σε αγκαλιάζει με συναίσθημα. “Το μόνο που μετράει είναι αυτό που μένει μέσα μας”. Το σενάριο περνάει ιδανικά στη μεγάλη οθόνη χάρη στην κομψότητα του στιλ και τη ζωντάνια της γραφής, παρότι το φινάλε ίσως φανεί λίγο απομακρυσμένο από τον παλμό του αφήγησης. Τα Διαμάντια αναδεικνύονται ως το πιο εμπορικό έργο του Οζπετέκ μέχρι σήμερα, με εισπράξεις που ξεπέρασαν τα 18 εκατομμύρια ευρώ και περισσότερες από 2,5 εκατομμύρια εισιτήρια στην Ιταλία. Δεν είναι τυχαίο προφανώς όλο αυτό: ξυπνά την επιθυμία να δεις ξανά γυναίκες που δεν ζητούν να σωθούν, αλλά να λάμψουν παρέα μακριά από έννοιες όπως οι μιζέρια κι η ηττοπάθεια. Είναι αποφασισμένες να κερδίσουν κάθε στοίχημα και να ανταποκριθούν σε κάθε πρόκληση. 

Έχουμε να κάνουμε επομένως με ένα κινηματογραφικό μανιφέστο για τη δύναμη της κοινότητας των γυναικών, για την τέχνη που γεννιέται στα παρασκήνια, στο εργαστήριο, στη σιωπή, στο ράψιμο. Δεν επιδιώκει να σε σοκάρει, αλλά να καταγράψει την τρυφερότητά της επαφής και της καθημερινής τριβής: όχι σαν άψυχο κόσμημα, αλλά σαν ζωντανό κόσμημα. Γιατί “αυτές οι γυναίκες είναι σαν τα διαμάντια, άθραυστες”. Μπορεί να μην είναι το πιο ισορροπημένο από τεχνική άποψη, αλλά η καρδιά του χτυπά τόσο δυνατά που στο τέλος μένει μέσα μας. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.