Η Τζέσικα Χάουζνερ έχει ένα δικό της προσωπικό στυλ δημιουργίας με τη σκηνοθεσία και τον δυναμισμό της. Μπορεί να αλλάζει κινηματογραφικά είδη, ωστόσο η κοσμοθεωρία της βασίζεται στην αμφισβήτηση και τη διαρκή έρευνα. Πρόσφατα με το “Λουλούδι της Ευτυχίας” χτύπησε το σύστημα των φαρμακοβιομηχανιών. Αυτή τη φορά απέναντι στον υλισμό και τον άκρατο καταναλωτισμό παρουσιάζεται μία εναλλακτική που στο βάθος της αγγίζει και τη σωτηρία του περιβάλλοντος. Η ταινία τοποθετείται στον χωροχρόνο σε μία περίοδο που οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής γίνονται ολοένα και πιο εμφανείς στον μέσο άνθρωπο.
Σε ένα ιδιωτικό σχολείο βλέπουμε μία πρωτότυπη μέθοδο προσέγγισης των μαθητών. Οι περισσότεροι ευάλωτοι, εύπλαστες προσωπικότητες που μαγεύονται από τις “σειρήνες” της κυρίας Νόβακ. Η λογική της έχει βάση, ωστόσο όσο ξετυλίγεται η πλοκή, τόσο χάνει την πυξίδα της. Το “μέτρον άριστον” πηγαίνει περίπατο και η υιοθέτηση ακραίων προσεγγίσεων τη φέρνει προ των ευθυνών της. Σύντομα οι γονείς θα αντιληφθούν τις δυσμενείς συνέπειες και θα νιώσουν πως τα τέκνα τους χειραγωγούνται και οδηγούνται σε μία λάθος διαδρομή που κρύβει κινδύνους.
Άγνωστες πτυχές του τοπικού εκπαιδευτικού συστήματος και της διατροφής στη σύγχρονη κοινωνία έρχονται στο φως. Αρκετές στιγμές η μυθοπλασία μοιάζει να παντρεύεται με το ντοκιμαντέρ και δίνεται παραστατικότητα και ζωντάνια. Μέσα από τον επιτυχή αυτόν συνδυασμό δομείται μία ταινία με χαρακτήρα δριμείας και επίκαιρης κριτικής με πολλαπλούς αποδέκτες. Η νεαρή και φιλόδοξη εκπαιδευτικός, η οποία αναλαμβάνει να ανατρέψει τα συμβατικά πρότυπα διατροφής μέσα από πειραματικά σεμινάρια με θέμα την “ενσυνείδητη διατροφή” θα βρεθεί σύντομα σε τέλμα. Η κλεψύδρα θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα για την ίδια.
Μαζί με την πρωταγωνίστριά (Μία Βασικόβσκα) της όμως μοιάζει να εγκλωβίζεται και η Χάουζνερ σε μεγάλο βαθμό. Είναι ένα κοινό αίσθημα που μου αφήνουν τα έργα της Αυστριακής. Αίσθημα εκκρεμότητας και ανολοκλήρωτου. Θέλει τόσα πολλά να πει, αλλά μοιάζει να χάνεται στις ίδιες τις λέξεις και το σενάριο της διαχρονικά. Στην “ανθρωπόκαινο” εποχή αναζητεί τη φόρμουλα να γίνει πρωτοπόρος, όμως το μήνυμά της δεν είναι τόσο άμεσο, όσο ξεκάθαρο θα έπρεπε κατά την ταπεινή μας άποψη.
Συν τοις άλλοις ποια είναι η εικόνα που διαμορφώνεται για τον σύγχρονο παιδαγωγό; Mπορεί να υπάρχει μία προέκταση που είναι μακριά από το “φαίνεσθαι”. Από τον δρόμο προς τη γνώστη και την ελευθερία μέχρι τον εκτροχιασμό η απόσταση είναι μικρή. Το παρόν της αφήγησης γεννά ερωτηματικά και δίνει τροφή για δεύτερη σκέψη, ειδικά αν γνωρίζουμε το υπόβαθρο της σκηνοθέτριας. “Ακολουθούν σκηνές με διατροφικές διαταραχές”. Σάτιρα ή προοικονομία όσων θα ακολουθήσουν; Μάλλον το δεύτερο αν λάβουμε υπόψιν όσα είδαμε στην μεγάλη οθόνη.
Στην εποχή της κυριαρχίας της εικόνας και της αποξένωσης η τάξη παίρνει και πάλι κυρίαρχο ρόλο ή τουλάχιστον αυτός είναι ο στόχος-σκοπός. Μπορεί να συγκριθεί αυτή η καθηγήτρια με την αντίστοιχα στο “Γραφείο των Καθηγητών”; Είναι το μεγαλείο του κινηματογράφου να ανοίγει άτυπα έναν διάλογο μεταξύ σκηνοθετών και πρωταγωνιστριών. Το καταφέρνει κι αυτή τη φορά. Ναι μεν από διαφορετική οπτική αγωνία, αλλά μέσα στον ίδιο χώρο με σεβασμό στο λειτούργημα του εκπαιδευτικού.
Αδιαμφισβήτητα έχουμε έναν στοχασμό για τη φύση και ταυτόχρονα τη συναισθηματική απόσταση που επιτείνεται σήμερα. Αυτοί είναι οι δύο πυλώνες και οι διατροφικές συνήθειες γίνονται το όχημα, προκειμένου να ξετυλιχθεί άρτια το ντόμινο των εξελίξεων. Σε μία εποχή που παραδοσιακά οι καλές ταινίες σπανίζουν το “Club Zero” αποτελεί μία φωτεινή εξαίρεση και αποτελεί δίχως δεύτερη σκέψη την πρότασή μας για την τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα.