Με συμπληρωμένα ακριβώς 27 χρόνια από την μεγαλύτερη γενοκτονία σε ευρωπαϊκό έδαφος από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι σήμερα, το «Quo Vadis Aida?» του 2020 είναι ένα βαθύτατα ενοχλητικό φιλμ – πέρασα 100 λεπτά από την ζωή μου παρακολουθώντας το από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο με ένα διαρκές πλάκωμα στο στέρνο μου.
Και όχι μόνο επειδή βλέπεις να συντελείται μπροστά σου μια (ουσιαστικά) προαναγγελθείσα σφαγή, αυτή των 8.372 Βόσνιων ανδρών και παιδιών στη Σρεμπρένιτσα, το καλοκαίρι του 1995, μια ειδεχθής πράξη που ξεκίνησε το πρωινό της 11ης Ιουλίου και ολοκληρώθηκε σχεδόν 12 ημέρες μετά.
Είναι επειδή παρακολουθείς, ταυτόχρονα, την «Λίστα του Σίντλερ» και την «Εκλογή της Σόφι», επειδή διαπιστώνεις την ματαιότητα και μαζί το νομοτελειακό αναπόφευκτο ενός εμφύλιου πολέμου και γιατί επιβεβαιώνεις την ανυπαρξία της Δύσης, του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, των Ολλανδών Κυανόκρανων και όλων αυτών των σιχαμένων καρεκλοκένταυρων που την ώρα που συντελούταν η γενοκτονία αυτή, αυτοί έκαναν διακοπές σε ακριβά θερινά θέρετρα.
Είναι επειδή, ενώ δεν βλέπεις να χύνεται στην οθόνη ούτε μια σταγόνα αίματος, παρ’ όλα αυτά το θέαμα είναι πιο αποκρουστικό από την «Λίστα του Σίντλερ» και την «Εκλογή της Σόφι» μαζί – θα το έβαζα στην ίδια κατηγορία με το ρωσικό «Come and See» του Εlem Klimov.
Είναι, τέλος, επειδή βλέπεις την τρομακτική σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια ανακαλύπτει σε μια αίθουσα τα λείψανα των δυο παιδιών της (που μου θύμισε την σκηνή στο «21 Γραμμάρια» όταν ανακοινώνουν στην Ναόμι Γουότς τον θάνατο των δυο κοριτσιών της) και η ακόμη πιο ψυχολογικά φρικιαστική σκηνή όπου, μετά την σφαγή, κάθεται στην ίδια σχολική αίθουσα με τον εκτελεστή των γιων της (που πλέον είναι και γείτονας της στην ίδια πολυκατοικία).
Το «Quo Vadis Aida?» είναι ένα βαθύτατα ενοχλητικό φιλμ. Όχι επειδή ήξερες εξαρχής τι θα συμβεί.
Αλλά γιατί σου σιγοψιθυρίζει στο αυτί ότι η σφαγή της Σρεμπρένιτσα δυστυχώς θα επαναληφθεί κάποια στιγμή στο μέλλον, σε κάποιο άλλο σημείο της υφηλίου.
Ξανά. Και ξανά. Και ξανά.
Το χρονικό της γενοκτονίας
Το μαζικό έγκλημα ενορχηστρώθηκε από τον σερβοβόσνιο ηγέτης Ράντοβαν Κάρατζιτς και τον τότε πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και τέθηκε σε εφαρμογή από τον στρατηγό Ράτκο Μλάντιτς.
Τον Απρίλιο του 1993 η Σρεμπρένιτσα, που βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της σημερινής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, στα σύνορα με τη Σερβία, ανακηρύχθηκε «ασφαλής περιοχή» από τα στρατεύματα του ΟΗΕ και φυλασσόταν από 400 Ολλανδούς κυανοκράνους της δύναμης Dutchbat. Οι κάτοικοι της Σρεμπρένιτσα – το όνομα της οποίας σημαίνει «Μικρό Ορυχείο» – άρχισαν να νιώθουν λίγο πιο ασφαλείς. Το οποίο κάθε άλλο παρά αλήθεια ήταν.
Η διαταγή από τον Κάρατζιτς στον σερβικό στρατό ήταν σαφής: «καταλάβατε άμεσα την Σρεμπρένιτσα με κάθε κόστος και εξαφανίστε από το έδαφος της όλους τους Βόσνιους Μουσουλμάνους».
«Οι άνθρωποι δεν είναι απλές πέτρες που τις μετακινείς εύκολα από το ένα μέρος σε ένα άλλο. Δεν γνωρίζω πως ο κύριος Κάρατζιτς θα το εξηγήσει αυτό στην υφήλιο. Μιλάμε για γενοκτονία», ήταν η άμεση αντίδραση του στρατιωτικού διοικητή των Σερβοβόσνιων, Ράτκο Μλάντιτς, ο οποίος ωστόσο δεν είχε καμία αντίρρηση –όπως αποδείχθηκε στην πορεία- να φέρει εις πέρας το απεχθές σχέδιο που του ανατέθηκε.
Πράγματι, στις 6 Ιουλίου του 1995, οι δυνάμεις που διοικούσε ο Μλάντιτς, επιτέθηκαν αρχικά στην προστατευόμενη ζώνη του ΟΗΕ. Οι Ολλανδοί στρατιώτες της UNPROFOR [σ.σ: η Δύναμη Προστασίας του ΟΗΕ] και ο επικεφαλής τους, Τομ Κέρεμανς, ζήτησαν απεγνωσμένα αεροπορική υποστήριξη, η οποία δεν τους δόθηκε ποτέ. Οπότε, δεν αντιστάθηκαν καν στην προέλαση των σερβοβοσνιακών δυνάμεων.
Στις 11 Ιουλίου, αμέσως μετά την πτώση της Σρεμπρένιτσα, οι Ολλανδοί στρατιώτες παρέδωσαν στις δυνάμεις του Μλάντιτς όλους τους Βόσνιους Μουσουλμάνους που είχαν αναζητήσει καταφύγιο στη στρατιωτική βάση στο Ποτοτσάρι. Προηγουμένως τα μέλη της UNPROFOR είχαν αρνηθεί σε πολλούς Βόσνιους την είσοδο στο στρατόπεδο. Όλοι αυτοί αναγκάστηκαν να καταφύγουν στα γύρω δάση, με στόχο να προσεγγίσουν μια γειτονική περιοχή, που τελούσε υπό τον έλεγχο του Στρατού των Μουσουλμάνων της Βοσνίας. Ελάχιστοι κατάφεραν να φτάσουν ως εκεί.
Από τις 12 μέχρι τις 22 Ιουλίου, οι δυνάμεις των Σερβοβοσνίων ξεχώρισαν τους άνδρες και τα αγόρια από τις γυναίκες και κατόπιν τους εκτέλεσαν σε μια σειρά από μαζικές εκτελέσεις: 17 άντρες το πρωί της 13ης Ιουλίου δίπλα στον ποταμό Γιάνταρ, άλλοι 150 το απόγευμα της ίδιας ημέρας στην κοιλάδα Τσέρσκα, 250-300 ακόμη εκτελέστηκαν το βράδυ της ίδιας ημέρας στη Κράβιτσα, 22 άντρες στην Τίστσα, στις 14 Ιουλίου πάνω από 2.000 εκτελέσεις σε Οράχοβατς και Γκρβάβτσι, άλλοι 2.000 Βόσνιοι άντρες κάθε ηλικίας δολοφονήθηκαν στις 15 Ιουλίου στο Πετκοβίτσι, ρίχνοντας τα πτώματά τους σε ομαδικούς τάφους. Και η γενοκτονία συνεχίστηκε με αμαίωτο ρυθμό μέχρι τις 22 Ιουλίου.
Η σφαγή έχει χαρακτηριστεί επίσημα από το Διεθνές Δικαστήριο του ΟΗΕ ως «γενοκτονία», ενώ δεν είναι τυχαίο ότι, μετά από την εξέταση των όσων συνέβησαν, η ολλανδική κυβέρνηση τότε παραιτήθηκε.
Στις 26 Φεβρουαρίου 2007, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης κατά της πρώην Γιουγκοσλαβίας σχετικά με τη σφαγή στη Σρεμπρένιτσα. Σύμφωνα με την απόφαση, η σφαγή συνιστά μεν γενοκτονία, δεν μπορεί όμως να αποδοθεί στα εναγόμενα κρατικά όργανα της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Το δικαστήριο έκρινε, επιπλέον, ότι η Σερβία, ως μόνη διάδοχος της πρώην Γιουγκοσλαβίας μετά την αποχώρηση του Μαυροβουνίου από την ομοσπονδία, παραβίασε το διεθνές δίκαιο, καθώς δεν έλαβε κανένα μέτρο για να εμποδίσει τη σφαγή αυτή.
Στη σφαγή της Σρεμπρένιτσα θεωρείται πιθανή η συμμετοχή και 30-40 ελλήνων παραστρατιωτικών, μελών της Ελληνικής Εθελοντικής Φρουράς, οι οποίοι ανάρτησαν την ελληνική, την βυζαντινή και την σημαία της Βεργίνας δίπλα στην σερβική σημαία την επομένη της σφαγής.
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες
Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των αυτοπτών μαρτύρων, όπως κατατέθηκαν το 2001 στα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (ICTY):
«Το πρωινό της 12ης Ιουλίου 1995, ένας αυτόπτης μάρτυρας είδε ένα σωρό από 15-20 πτώματα σε μια αλάνα στο Ποτοτσάρι. Λίγο πριν είχε δει με τα μάτια του έναν σερβοβόσνιο στρατιώτη να σφάζει με μαχαίρι ένα μικρό παιδί, στη μέση ενός πλήθους αιχμαλώτων. Επίσης, ένας άλλος έκανε λόγο για την μαζική εκτέλεση εκατό Βόσνιων πίσω από το Εργοστάσιο Ψευδαργύρου της πόλης. Οσο νύχτωνε στη πόλη, ο τρόμος μεγάλωνε. Στρατιώτες διάλεγαν τυχαία κόσμο από το πλήθος και τον εκτελούσαν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο ίδιος μάρτυς θυμάται πως τρία αδέλφια –ο μικρότερος εκ των οποίων ήταν έφηβος – συνελήφθησαν μέσα στη νύχτα από τους Σερβοβόσνιους. Όταν η μητέρα τους βγήκε να τους ψάξει, βρήκε και τα τρία παιδιά νεκρά έξω από το σπίτι, με τους λαιμούς τους κομμένους».
Ωστόσο, οι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες είναι οι ίδιοι οι Σερβοβόσνιοι που θήτευσαν την εποχή εκείνη ως στρατιώτες και τελούσαν υπό τις διαταγές του Μλάντιτς και του Κάρατζιτς.
Ο Μίροσλαβ Ντέρονιτς, ηγετική πολιτική μορφή των Σερβοβόσνιων της πόλης Μπράτουνατς, κατέθεσε στο ICTY πως «όταν ρώτησα τι να κάνω με τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους που έφτασαν στο Μπράτουνατς, ο συνταγματάρχης Λιούμπισα Μπέαρα, που τότε ελάμβανε διαταγές απευθείας από τον Μλάντιτς, διέταξε την άμεση εκτέλεση τους».
Ο Μόμιρ Νίκολιτς, υποδιοικητής Ασφαλείας της σερβοβοσνιακής ταξιαρχίας του Μπράτουνατς, κατέθεσε στο ICTY πως στις 12 Ιουλίου του 1995 «ο αντισυνταγματάρχης Βουγιαντίν Πόποβιτς με διέταξε να χωρίσω τους άντρες από τα γυναικόπαιδα και κατόπιν να τους εκτελέσω όλους [τους άντρες]».
Ο δε Ντράγκαν Ομπρένοβιτς, τότε διοικητής της σερβοβοσνιακής ταξιαρχίας του Ζβόρνικ, κατέθεσε πως «έλαβα διαταγές από τον ίδιο τον Μλάντιτς να μεταφέρω τους αιχμαλώτους στο Ζβόρνικ και να τους εκτελέσω έναν προς έναν».