Από το στυλιζαρισμένο παστέλ σύμπαν του έως τους αναγνωρίσιμους χαρακτήρες, η κινηματογραφική σχόλη του Wes Anderson διαθέτει αναμφισβήτητα ένα ιδιόμορφο αποτύπωμα. Όμως, κάτω από τα τέλεια συμμετρικά κάδρα και τα ρετρό χρώματα, κρύβεται ένα σταθερό θέμα που αποτελείται από κακούς πατέρες, τη θνητότητα και τη προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν. Αν αυτό λοιπόν είναι το κοινό συστατικό όλων των ταινιών του, τότε γιατί μερικές καταφέρνουν να μας συγκινήσουν και άλλες αφήνουν μία αίσθηση κούφιας επανάληψης; Σχεδόν κάθε ταινία του Anderson περιλαμβάνει, άμεσα ή έμμεσα, δύο κυρίαρχες ιδέες: την αποτυχία της πατρικής φιγούρας και τη σκιά του θανάτου.

Στις ταινίες του ο πατέρας είναι αυταρχικός, ο πατέρας είναι απών ή είναι ο καθοδηγητής που απογοητεύει τα παιδιά του, όλα αυτά επανέρχονται σε έργα του όπως το The Royal Tenenbaums με τον Gene Hackman, και ακόμη και σε πιο συμβολικές μορφές όπως στο The Darjeeling Limited, όπου η απουσία του πατέρα γίνεται φορτίο για τρία αδέρφια. Παράλληλα, το στοιχείο της θνητότητας, είτε με τον χαρακτήρα που κινδυνεύει είτε με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, λειτουργεί ως καταλύτης, που αναγκάζει τους ήρωες να επανεξετάσουν τις σχέσεις τους, τη ζωή τους, τη ίδια τους την υπόσταση.

Αυτή η συνέπεια είναι ο κινηματογράφος του Anderson και δεν το αναφέρω απαραίτητα ως μειονέκτημα. Αντιθέτως, σαν φανατική του θεατής θα έλεγα ότι του επιτρέπει να εξερευνά σε βάθος ένα βασικό ανθρώπινο θέμα, του «τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος σε έναν κόσμο όπου οι προσδοκίες, η αποτυχία και ο χρόνος σε υπερβαίνουν».

Όταν η φόρμουλα που συνηθίζει να χρησιμοποιεί συνδυάζεται με διακριτική ειλικρίνεια, τότε οι ταινίες του Anderson λάμπουν σαν διαμάντια. Στο Royal Tenenbaums, η ιδιόμορφη οικογένεια, οι αποτυχίες και η απόπειρα συμφιλίωσης δημιουργούν μία συγκινητική δυναμική. Ο πατέρας που μιλά για «την υιοθετημένη μου κόρη Margot» και η αυτοκαταστροφική πορεία των παιδιών του, αποδεικνύουν ότι ακόμη και μέσα σε ένα παραμυθένιο σκηνικό υπάρχει αυθεντικό δράμα.

Παράλληλα, η θεματική της θνητότητας, της απώλειας, της επιθυμίας για συγχώρεση, της συνειδητοποίησης της λήξης, δίνει πάντα βαρύτητα στο έργο. Όταν λοιπόν το σκηνοθετικό ύφος του συνδυάζεται με την ουσία, το αποτέλεσμα είναι ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στην ευαισθησία και την αντισυμβατικότητα. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά, που όταν η επανάληψη γίνεται αυτοαναφορική, η συνταγή μπορεί να χάσει την αποτελεσματικότητά της. Στην τελευταία του ταινία The Phoenician Scheme, η υπερβολική εστίαση στο στυλ και η έντονη αυτοαναφορικότητα παραχώρησαν χώρο σε μία συναισθηματική αποστασιοποίηση.

Αντί για ανθρώπους που αγωνίζονται να συμφιλιωθούν, βλέπουμε καρικατούρες σε αυστηρούς τόνους, εμφανές στιλιζάρισμα, και μία σχεδόν βία που θυμίζει καρτούν. Όταν η αισθητική υπερισχύει της ουσίας, τότε η ταινία χάνει τη βιωματική της διάσταση και γίνεται περισσότερο μία επιδερμική εμπειρία. Η βασική πρόκληση για τον Anderson δεν είναι να βρει νέα θέματα -αφού η θεματολογία του ούτως ή άλλως φαίνεται καθιερωμένη- αλλά να επαναφέρει το αληθινό βάθος πίσω από το εξωτερικό στυλ γιατί εκείνες οι ταινίες που το κάνουν, είναι που ξεχωρίζουν και θέλουμε να τις δούμε ξανά και ξανά.

Το ύφος και το συναίσθημα

Η δύναμη των καλών ταινιών του Anderson δεν βρίσκεται στη φόρμα, αλλά στη συναισθηματική της συνέπεια. Στο The Royal Tenenbaums, το στιλιζάρισμα δεν εμποδίζει τη συγκίνηση, αντιθέτως, την ενισχύει. Ο Anderson τοποθετεί την τραγωδία μέσα σε ένα φόντο εικαστικής τελειότητας, δημιουργώντας το παράδοξο της ομορφιάς μέσα στην παρακμή. Η υπερβολικά ελεγχόμενη αισθητική του δεν ακυρώνει το συναίσθημα, αλλά το υπογραμμίζει όπως το χιούμορ τονίζει τη μελαγχολία.

Αντίθετα, στο The French Dispatch η ίδια αισθητική φτάνει σε ένα σημείο κορεσμού. Η αφήγηση, δομημένη σε επεισόδια, χάνει τη συναισθηματική συνέχεια, με το κοινό να εντυπωσιάζεται αλλά να μην ταυτίζεται. Εδώ η φόρμουλα έχει γίνει αυτοαναφορική και ο σκηνοθέτης μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο να σχολιάσει τον εαυτό του παρά να επικοινωνήσει με το κοινό του. Η διαφορά, επομένως, δεν έγκειται στο θέμα, αλλά στην ψυχολογική διαχείριση του θέματος, όταν οι χαρακτήρες βιώνουν αυθεντικά τις αποτυχίες τους, η ταινία αγγίζει τον θεατή, ενώ όταν λειτουργούν ως μηχανικά γρανάζια ενός αισθητικού μηχανισμού, η ταινία παγώνει.

Σε πιο πρόσφατα έργα του, όπως το Asteroid City, ο Anderson εισάγει έναν μετα-κινηματογραφικό διάλογο, δε μιλά απλώς για πατέρες και παιδιά, αλλά για δημιουργούς και χαρακτήρες. Η ταινία λειτουργεί ως σχόλιο πάνω στη δημιουργική διαδικασία και στη σχέση του καλλιτέχνη με το έργο του. Οι χαρακτήρες αναζητούν νόημα μέσα σε μια αφήγηση που γνωρίζουν πως είναι πλαστή, όπως και ο ίδιος ο θεατής γνωρίζει ότι βλέπει ένα σκηνοθετημένο παραμύθι. Σε αυτό το πιο ώριμο στάδιο ο Anderson πλέον δεν αναπαριστά απλώς τη μελαγχολία, αλλά τη σχολιάζει και αναγνωρίζει ότι οι ιστορίες του είναι τεχνητές, γι’ αυτό και τις γεμίζει με συναισθηματική επίγνωση και με μια συνειδητοποίηση ότι το ίδιο το σινεμά είναι εργαλείο συμφιλίωσης με τον χαμό και τον χρόνο.

Πολλοί επικριτές του χαρακτηρίζουν το ύφος του «υπερβολικά τέλειο», υπονοώντας ότι η συμμετρία και τα χρώματα αποξενώνουν τον θεατή. Ωστόσο, η αισθητική του δεν είναι επιφάνεια, είναι ένας καθοριστικός μηχανισμός ελέγχου και τις περισσότερες φορές είναι εξίσου σημαντική όσο η ίδια η ιστορία. Στα έργα του, οι χαρακτήρες δημιουργούν τελετουργικά, ρουτίνες και αυστηρές δομές προκειμένου να δώσουν νόημα στο χάος. Έτσι, η ίδια η σκηνοθεσία λειτουργεί ως προέκταση της ψυχολογίας τους και ο κόσμος είναι τακτοποιημένος, γιατί οι ψυχές τους είναι διαλυμένες.

Το οπτικό ύφος του Anderson επομένως είναι ένα συναισθηματικό σχόλιο, δεν είναι απλώς αισθητική, είναι δομή επιβίωσης. Και όταν αυτό γίνεται κατανοητό, η επανάληψη αποκτά νέο βάθος και κάθε συμμετρικό κάδρο είναι μια απόπειρα του ήρωα να αντέξει και να κατακτήσει το ανυπόφορο συναίσθημα της απώλειας.

Το να έχεις «θέμα» στις ταινίες σου δεν είναι αδυναμία, είναι ταυτότητα, το πρόβλημα δημιουργείται όταν η ταυτότητα γίνεται κλισέ. Ο Anderson έχει χτίσει έναν κόσμο που αναγνωρίζεται αμέσως από τα χρώματα, τη συμμετρία, την παιδικότητα και τις ανεξιχνίαστες πληγές. Όμως ακριβώς επειδή η φωνή του είναι τόσο ισχυρή, η επανάληψη δεν περνά απαρατήρητη. Οι θεατές του πλέον γνωρίζουν τα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη, το ερώτημα είναι: «Μετά τι;», και η απάντηση έγκειται στην ικανότητα του να συνδυάσει το γνωστό με το αυθεντικό.

Κάθε ταινία του Wes Anderson μιλά για τα ίδια βασικά πράγματα: αποτυχημένοι ή απόντες πατέρες, επανεξέταση σχέσεων, θνητότητα, απώλεια. Όμως αυτό που μετράει είναι το πώς καταφέρνει και τα αναδιπλώνει, με ειλικρίνεια, ανθρωπιά και επανεφεύρεση, δίνοντας μας ένα συναρπαστικό αποτέλεσμα. Αν λοιπόν αγαπάμε τον Anderson, δεν τον αγαπάμε γιατί βλέπουμε «την ίδια ταινία» ξανά, αλλά για να δούμε την ίδια αναζήτηση ξανά και ξανά, μέσα από νέες γωνίες, νέες τραυματικές σχέσεις, νέα κόσμους. Και αυτό είναι που αποδεικνύει ότι, στην πραγματικότητα, κάποιες από τις ταινίες του είναι καλύτερες απ’ άλλες.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.