Μία δεκαετία μετά τον “Έρωτα της Βασίλισσας” o Νικολάι Αρσέλ με το “Bastarden” (πρότυπος τίτλος) βάζει δυνατά τη Δανία στη διεκδίκηση του Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας. Διατρέχει τον χρόνο με αξιοσημείωτη οικονομία και σφιχτό σενάριο. Δημιουργεί τη συνθήκη, ώστε μέσα από ένα έργο που διαδραματίζεται δύο αιώνες πριν να μιλήσει έμμεσα για χρόνιες παθογένειες του παρόντος που στιγματίζουν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στον κοινωνικό αποκλεισμό. Δε διστάζει να μιλήσει για τις ταξικές διαφορές και για την ανάγκη της ένταξης σε ένα σύνολο (ανήκειν) που μας δίνει ταυτοτικά χαρακτηριστικά.
Μεταφερόμαστε στο μακρινό 1755 στη γη της Γιουτλάνδης. Πρόκειται για την κινηματογραφική μεταφορά της ιστορίας του λοχαγού Λούντβιχ Κάλεν. Ένας άνθρωπος γεμάτος ψυχικά τραύματα που αντέχει κάθε μορφής κακουχία, αποφασίζει να διεκδικήσει τη δημιουργίας μίας ουτοπίας. Ο όχι και τόσο ταπεινής καταγωγής (“Ήταν πατέρας μου, αλλά δεν ήμουν ποτέ γιος του”) θέλει να αποδείξει, να εκδικηθεί και να καταξιωθεί λαμβάνοντας έναν άτυπο τίτλο ευγενούς. Η αποστολή του δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολη. Στον δρόμο που θα περπατήσει θα συναντήσει φυσικές αντιξοότητες και το χειρότερο πρόσωπο των ανθρώπων.
Για τον πρωταγωνιστή μας η επιτυχία του εγχειρήματος γίνεται αυτοσκοπός. Θεωρεί ότι μέσα από αυτό θα αποκαταστήσει το όνομα και θα κερδίσει τη χαμένη του αξιοπρέπεια. “ – Ο Θεός έστειλε τον άνθρωπο στη Γη να δημιουργήσει Πολιτισμό – Ο Θεός είναι χάος, η ζωής είναι χάος – Μονάχα ο πόλεμος είναι χάος”. Μέσα από αυτή την απόλυτη κυνική στιχομυθία έχουμε ένα σπουδαίο κοινωνικοπολιτικό σχόλιο. Ο σκηνοθέτης όμως δεν μένει εκεί θα φέρει στο κυρίαρχο φόντο τον ρατσισμό, την μισαλλοδοξία, την κακοποίηση, την εκμετάλλευση του φθηνού εργατικού δυναμικού και τις δυναμικές σχέσεις μεταξύ των φύλων. Σαν άλλος “Dheepan” πρόσφυγας στον ίδιο του τον τόπο, ο Κάλεν θα κληθεί να κάνει μία οικογένεια αγνώστων.
Καταλύτη στο ξεδίπλωμα της πλοκής και στην προσέλκυση του κοινού αποτελεί φυσικά η παρουσία του Μαντς Μίκελσεν που εσωτερικεύει τον ρόλο που υποδύεται. Η ερμηνεία του πηγάζει από τα ενδότερα της ψυχής του. Στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του καθρεφτίζονται οι κακουχίες κι η αγωνία για το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής του. Οι διαστάσεις που παίρνει για τον ίδιο η αξιοποίηση της γης λαμβάνει υπαρξιακές διαστάσεις. Οι διαδοχικές συγκρούσεις οδηγούν σε μία συνθήκη που δεν έχει επιστροφή. Μάχη μέχρι εσχάτων με αβέβαιο αποτέλεσμα. Η ταν ή επί τας.
Η στοχοπροσήλωση όμως θολώνει τον νου. Είναι αρκετές οι στιγμές που μεταμορφώνεται σε τέρας. Κυριαρχούν συναισθήματα και ένστικτο. Η λογική πηγαίνει περίπατο κι αδυνατεί να διαχειριστεί καταστάσεις. Νιώθει την υπέρτατη ανάγκη της αποδοχής που θα τον αναβαθμίσει και θα του προσδώσει κύρος, αλλά χάνει τις απλές καθημερινές στιγμές που χρωματίζουν τη ζωή. Εύλογα θα αναρωτηθεί ο θεατής, γιατί χρειάζεται ένας τέτοιος άνθρωπος μία γυναίκα δίπλα του. Είναι τυφλωμένος, έχει χάσει την πυξίδα του κι ακροβατεί συνεχώς σε τεντωμένο σχοινί. Οι επιλογές κι οι πράξεις του όμως επηρεάζουν άμεσα κι άλλες υποστάσεις. Δεν μπορεί όμως να το αντιληφθεί.
Μπορεί τα πουλιά που πετούν στον ουρανό να αποτελούν φαινομενικά οιωνό επιτυχίας, ωστόσο ο Αρσέλ είναι αποφασισμένος να μη δώσει εύκολες απαντήσεις και μέσα από διαδοχικές ανατροπές απογειώνει τη δράση, εντάσσει στοιχεία νέο-γουεστέρν και θρίλερ και φτάνει σε μία κορύφωση που ως επιμύθιό της μένουν οι ανθρώπινες σχέσεις απέναντι σε ένα ποτάμι που θέλει να τις διαβρώσει και να έχει τους ανθρώπους σε διαρκή συνθήκη σύγκρουσης. Τα διαδοχικά ξεσπάσματα που προκύπτουν από την ποικιλόμορφη βία είναι αυτό που θέλει να στηλιτεύσει ως ένα κακό που διαιωνίζεται στο πέρασμα του χρόνου και φτάνει στο παρόν να οδηγεί τους πιο ευάλωτους στο περιθώριο και σε καταδικαστικές αποφάσεις για το μέλλον τους.