«Μόνοι οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου», έγραψε με πικρία ο George Santayana. Ο πόλεμος από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι και σήμερα παραμένει μια ακλόνητη σταθερά της ανθρωπότητας. Πώς περιέγραψε ο κινηματογράφος τις ζοφερές σκηνές του συλλογικού θανάτου και ποιες εξηγήσεις προσπάθησε να δώσει στον ανείπωτο πόνο που προκαλεί; Μια σειρά ταινιών -όχι βέβαια οι μοναδικές- βουτάνε το βλέμμα τους στην άβυσσο για να ανασύρουν την ελπίδα πως ίσως κάποτε ο πόλεμος θα θεωρείται μια απαρχαιωμένη πρακτική.
Ουδέν νεώτερον από τον δυτικό μέτωπο (1930)
Ο Α΄ παγκόσμιος, «ο πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους», ήταν μια απίστευτη εμπειρία για όσους έλαβαν μέρος. Ο Έριχ Μαρία Ρέμαρκ έζησε τη φρικαλέα πραγματικότητα του πολέμου και την αποτυπώσε στο αριστουργηματικό του βιβλίο “Ουδέν νεώτερον απο το Δυτικό Μέτωπο”. Το βιβλίο, που λίγα χρόνια αργότερα θα απανθρακωνόταν στις φλόγες που άναψαν οι Ναζί για να στερήσουν τη Γερμανία απο την πνευματική της τροφή, προσφέρει μια ανατριχιαστική ματιά στα δρώμενα του πολέμου,του κάθε πολέμου.
Στη ταινία παρακολουθούμε το αποπνικτικό περιβάλλον των χαρακωμάτων και τις άθλιες συνθήκες μέσα σε αυτά. Οι νέες πολεμικές πρακτικές γινόντουσαν αρτιότερες ως προς τα δολοφονικά αποτελέσματά τους θερίζοντας χιλιάδες νέους ανθρώπους. Το μεγάλο ερωτηματικό που πλανιόταν πάνω απο τους στρατιώτες όλων των σημαίων ήταν ποιος ο λόγος που έπρεπε να πεθάνουν και να σκοτώσουν;
Η ταινία δεν έχει τη διάθεση να βρει τον ηρωισμό μέσα στις λάσπες και τα απειράριθμα θύματα, ο σκοπός της ήταν να αναδείξει την αποκτήνωση που γεννάει ο πόλεμος ανεξαρτήτως της πλευράς που ανήκει κάποιος και την ανυπέρβλητη δυσκολία να διατηρηθούν οι ανθρώπινες αξίες από όσους συμμετέχουν σε αυτόν. Αν η μέρα που ο πόλεμος θα θεωρηθεί μια βάρβαρη και απαρχαιωμένη πρακτική δεν έχει έρθει, υπάρχει ελπίδα πως τα διδάγματα του Εριχ Μαρία Ρέμαρκ θα καταφέρουν να γίνουν οικουμενικά αποδεκτά.
O δικτάτωρ (1940)
Το όνομα του Τσάρλιν Τσάπλιν ξεχωρίζει απο τη λεγόμενη βωβή και πρώτη περίοδο του σινεμά. Ο Τσάπλιν κατάφερε να είναι παρών όμως και στη μεγάλη μετάβαση με τον Μεγάλο Δικτάτωρα να είναι η πρώτη ομιλούσα ταινία του. Ταυτόχρονα η ταινία είναι ένα απο τα τεράστια αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Βρισκόμαστε στο έτος 1940 και η ανθρωπότητα έχει αρχίσει να εισέρχεται στον πιο αιματηρό και ανηλεή πόλεμο που γνώρισε ποτέ. Η άνοδος των διδύμων κακών: του φασισμού και του ναζισμού πυροδοτεί την επιθετείς διαθέσεις των Δυνάμεων του Άξονα υποκινούμενες απο επεκτατικές προθέσεις και από απερίγραπτο μίσος προς τον Άλλο (Εβραίος, ομοφυλόφιλος, πολιτικός διαφωνών).
Στη Γερμανία, ο δικτάτορας έχει συγκεντρώσει τεράστια δύναμη στα χέρια του και είναι έτοιμος να εξαπολύσει το φονικό κύμα του Β΄ παγκοσμίου αλλά δεν γνωρίζει την ύπαρξη ενός σωσία του, εβραϊκής καταγωγής, ο οποίος πρεσβεύει τα ακριβώς αντίθετα απο αυτά που κραυγάζει στις πύρινες ομιλίες του.
Ο Τσάπλιν, σε διττό ρόλο, είναι την ίδια ώρα η ενσάρκωση του μίσους που ανατέλλει παρά τη γελοιότητα του φορέα του αλλά και αυτός που ορθώνει την αντίθεση στα κελεύσματα αλληλοσπαραγμού : το θύμα των διώξεων που έρχεται από το παρασκήνιο για να σκίσει τα εορταστικά σκηνικά θανάτου και να μιλήσει για τον άνθρωπο.
Στη μια πλευρά, αυτή που βρίσκεται σε θέση ισχύος, έχουμε τη δύναμη που συνειδητά επιθυμεί να πράξει το κακό και από την άλλη τη δύναμη μιας μικρής φωνής που η θέληση της για υπέρβαση των δεινών της ανθρωπότητας πολλαπλασιάζεται από το οικουμενικό της όραμα. Ο Τσάπλιν, στο τέλος της ταινίας, έχει καταλάβει το βήμα του ομιλητή στη θέση του δικτάτορα παρουσιάζει μια άλλη μια προοπτική που σχεδόν συνεντρίβη στο κολαστήριο των επόμενων χρόνων του πολέμου και όμως δεν εξαφανίστηκε τελείως. Ή μάλλον δεν πρέπει να εξαφανιστεί ποτέ. Η φωνή του πηγάζει από τον πόθο της Ουτοπίας που ο 20 αιώνας. Την ώρα της ανείπωτης τραγωδίας ο Τσάπλιν, σαν μεγάλος ανθρωπιστής, μας καλεί να γίνουμε κοινωνοί ενός ιδανικού όσο μακρινού και αν φαντάζει. Ο Δικτάτωρ κατορθώνει μέσα από την περιγραφή και τη γελοιοποίηση της πιο ζοφερής κατάστασης να μιλήσει για ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Αποκάλυψη τώρα! / Apocalypse now (1979)
Στον Αμερικανό λοχαγό Benjamin L. Willard έχει ανατεθεί η αποστολή να ανακαλύψει τον αυτομολήσαντα συνταγματάρχη Walter E. Kurtz. Ο τελευταίος έχει στήσει ένα παρανοϊκό βασίλειο στη Καμπότζη στην επικράτεια του οποίου ο τρόμος και η βαρβαρότητα κρατούν τα ηνία. Ενώ ο πόλεμος του Βιετνάμ, η αποκληθείσα ως αναβίωση της αναμέτρησης ανάμεσα στον Δαυίδ και τον Γολιάθ, μαίνεται σε πλήρη εξέλιξη ο λοχαγός Willard κατεύθυνεται προς την καρδιά της τραγωδίας του πολέμου, στην καρδιά του Σκότους.
Δεν βρισκόμαστε πλέον στο Κονγκό, το μέρος όπου διαδραματίζεται η πηγή έμπνευσης της Αποκάλυψης τώρα, αλλά στα συμφραζόμενα ενός καινούριου πολέμου όχι όμως διαφορετικού απο τους προηγούμενους στους οποίους ενεπλάκη η Δύση στην αναζήτηση του αποικιοκρατικού της μεγαλείου. Το ταξίδι μέσα στα μέτωπα του Βιετνάμ ανακαλύπτει ένα ένα τα διάφορα επίπεδα που τον συγκροτούν. Η αγάπη για τον πόλεμο των ανωτέρων αντιπαραβάλλεται με την αγωνία όσων τον συνεχίζουν στις ζούκλες απέναντι σε ένα αόρατο εχθρό. Η διαστροφή των πολεμοχαρών ενστίκτων διαπλέκεται με το αμείλικτο ερώτημα: Γιατί πολεμάμε;
Και τα μεγάλα ερωτήματα συνεχίζουν να βασανίζουν και περιστρέφονται γύρω από το πρόσωπο του συνταγματάρχη Walter E. Kurtz.
Πώς αυτός ο εγνωσμένης αξίας αξιωματικός του Αμερικάνικου στρατού διολίσθισε στην βαρβαρότητα; Πώς γίνεται αυτός ο μορφωμένος άνδρας, καλλιεργημένος κατά τα πρότυπα του Δυτικού πολιτισμού, να αποκήρυξε τις αξίες του και να προσχώρησε σε ένα κόσμο βουτηγμένο στην σκληρότητα της δεισιδαιμονίας; Τι χωρίζει τελικά τον πολιτισμό απο την βαρβαρότητα και πόσο εύκολο είναι για τα μεταξύ τους όρια να καταλυθούν;
Ο Μάρλον Μπράντο ενσαρκώνει το αίνιγμα του πολέμου, η παρουσία του είναι ένα κινούμενο και διαχρονικό ερωτηματικό για την ανθρώπινη φύση.
Και όμως όταν αναγορεύεται θεός ανάμεσα σε θνητούς και επιφορτίζει τον εαυτό του με το καθαγιασμένο καθήκον της εξολόθρευσης των κατώτερων, μιαρών πλασμάτων δεν μας φαίνεται ξένος. Η αποικιοκρατική ιστορία σύμφυτη με την εκμετάλλευση του αδύνατου και αποκαθαρμένης με το καθήκον του λευκού ανθρώπου καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του. Όταν διασχίζει τον Ρουβίκωνα των παναθρώπινων αξιών για να γίνει κτήνος που αδιαφορεί για όσους βρίσκονται στο έλεος του και να για στήσει μηχανισμούς που διαιωνίζουν τον πόνο του πολέμου πάλι δεν μας είναι άγνωστος ο χαρακτήρας του.
Όταν κοιτάζεις προς την άβυσσο η άβυσσος κοιτάει μέσα σου έλεγε ο Νίτσε και ο συνταγματάρχης Kurtz κοίταξε μέσα στη φρίκη του πολέμου για κοιτάξει με τη σειρά του ο πόλεμος μέσα του και να τον διαπλάσει σύμφωνα με τη σαθρή λογική του. Ο τρόμος είναι το πρόσωπο του συνταγμάρχη Κουρτς, το μόνιμο πρόσωπο του πολέμου, ο τρόμος που αδιαλείπτως κοιτάζει προς εμάς.
Voskhozhdenie / Ascent (1977)
Σίγουρα η φήμη της ταινίας δεν είναι τόσο μεγάλη όσο το μεταγενέστερο και καθηλωτικό στην ποιητική του ωμότητα Come and see. Στο Ascent o συνδυασμός του παγερού κρύου του Σοβιετικού χειμώνα με τις ακόμα πιο παγερές ορμές των των εισβολέων δημιουργεί την απόλυτη τραγωδία.
Βρισκόμαστε στον B’ παγκόσμιο πόλεμο και στο πιο σκληρό του μέτωπο στην ευρύτερη περιοχή της Σοβιετικής Ένωσης. Το χιόνι είναι ένας επιπλέον παράγοντας που δυσχεραίνει τις πιθανότητες επιβίωσης. Όταν μάλιστα ο εχθρός παραμονεύει για να καταδιώξει τα θύματα του, οι ισορροπίες γίνονται ακόμα πιο λεπτές.
Στο αχανές, άσπρο τοπίο μια φιλία σφυρηλατείται μέσα στις αντιξοότητες για να συντριφτεί όμως πιο μετά, όχι από τις ακραίες καιρικές συνθήκες, αλλά από την λιγοψυχία απέναντι στον εχθρό.
Η πολεμική αναμέτρηση δεν αφορά μόνο τις δύο πλευρές υπάρχει και μια άλλη που προτίμησε να εισχωρήσει στις νικηφόρες προοπτικές των Ναζί. Χιλιάδες προτίμησαν να συνταχθούν με τους Ναζί (υπάρχει μια φοβερή ιστορία στο βιβλίο του Βασίλι Γκρόσμαν, Συγγραφέας στον Πόλεμο, που αναφέρει πως πολλοί χωρικοί αντικρίζοντας τα οχήματα με τον αγκυλωτό σταυρό θεώρησαν πως οι ξένοι μπροστά στους -σε αντιπαραβολή με τους άθεους κομμουνιστές- ήταν κήρυκες του Χριστιανισμού…) και στην περιπτώση της Λευκορωσίας όπου εκτυλίσσεται η ταινία αναμείχθηκαν σε τρομαχτικές γενοκτονίες (σβησμένες από την σημερινή επίσημη ιστορίας της χώρας).
Είναι η πιο ύπουλη δύναμη που οι δύο πρωταγωνιστές πρέπει να αντιμετωπίσουν: η σωτηρία περνάει μέσα απο την προσχώρηση στον εχθρό. Και το δράμα της ταινίας έγκειται ακριβώς στην επιλογή ανάμεσα στο θάνατο ή στην απώλεια της συνείδησης που ισοδυναμεί η συνεργασία με τουν εχθρό. Στο μονίμως χιονισμένο τοπίο αυτό που απόμενει στο τέλος είναι μονάχα οι Ερινύες.
Έλα να δεις / Come and see (1985)
Ταινίες για τον B’ παγκόσμιο υπάρχουν πολλές και ενδιαφέρουσες αλλά το Come and see του Elem Klimov ειναι μακράν η πιο συγκλονιστική. Η αναμέτρηση που συγκλονίζει περισσότερο στην πορεία του B’ παγκοσμίου πολέμου ειναι η εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων στην Σοβιετική Ένωση. Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα όπως αποκλήθηκε προξένησε τις πιο φρικιαστικές εμπειρίες του πολέμου. Η Σοβιετική Ένωση αντιπροσώπευε για τους Ναζί τον απόλυτο ιδεολογικό αντίπαλο: ο μαρξισμός ήταν μια σαθρή πίστη που διαδόθηκε μέσω των Εβραίων ( η διπλή και αντιφατική εκδοχή του Εβραίου ως καπιταλιστή απο τη μια και ως επαναστάτη απο την άλλη) και έπρεπε να καταστραφεί μαζι με τους φορείς της. Επιπρόσθετα, η σλαβική φυλή θεωρούταν από τους μέντορες του ναζισμού ως κατώτερο είδος ανθρώπου, ικανού μόνο για σκλάβο στις μελλοντικές κατακτημένες περιοχες.
Η επένδυση της εισβολής σαν ενας αγώνας ενάντια σε ενα δαιμονικό εχθρό έδωσε στην επική μάχη που επακολούθησε τραγικές διαστάσεις. Το Come and See (φράση παρμένη απο την Αποκάλυψη ενταγμένη στο απόσπασμα που αναφέρεται στην επικράτηση του Κακού στη Γη) ειναι το χρονικό της βαρβαρότητας που ακολούθησε.
H ταινία διαδραματίζεται μέσα από τα μάτια ενός παιδιού (του καταπληκτικού Aleksey Kravchenko) και εξιστορεί τη γερμανική βαναυσότητα και τα πάθη όσων την υπέστησαν. Η σκηνή που το παιδί αναζητά ματαίως την οικογένεια του στο πατρικό σπίτι, ενώ εμείς βλέπουμε ένα βουνό νεκρών σωμάτων, αθέατο για το πρωταγωνιστή, πρέπει να εγγράφεται ως η πιο συγκλονιστική κινηματογραφική εικόνα για τον B’ παγκόσμιο πόλεμο. Η σοβιετική επικράτεια μετατρέπεται σε ένα μέρος μαρτυρίων που η αγριότητά τους ξεπερνάει την πιο αρρωστημένη φαντασία. Το Come and See δεν ειναι απλά μια πολεμική ταινία, ειναι η κατάπτωση του ανθρώπου απο έλλογο ον σε πλάσμα καταστροφικό που επιδιώκει την εξαφάνιση αυτού που έχει αναγνωρίσει ως εχθρό.
Αν κάποιος προσπαθεί να καταλάβει το συγκλονιστικότερο μέτωπο του B’ παγκόσμιου, να εξηγήσει τα εκατομμύρια των νεκρών του και την αντίδραση του Κόκκινου Στρατού, όταν πλεον κινούταν ως νικηφόρος προς τη καρδιά του σκότους, το Come and See μπορεί να βοηθήσει. Δεν είναι απλά μια ταινία, είναι ένα βλέμμα στις εσχατιές της ανθρώπινης ύπαρξης.
H διάσωση του στρατιώτη Ράιαν / Saving private Ryan (1998)
Μπορείς να διαβάσεις τα γεγονότα με αποστασιοποιημένη ματιά σε σχετικά ιστορικά βιβλία, ίσως νιώσεις κάποια αμεσότητα σε διάφορα απομνημονεύματα όσων τα έζησαν απο πρώτο χέρι. Είναι όμως εξαιρετικα δύσκολο να συλλάβεις τις στιγμές: αυτή την αχανή χαοτική σκηνή που καλούσε τους χιλιάδες πρωταγωνιστές της σε ενα απίθανο λουτρό αίματος.
H ταινία του Steven Spielberg καταφέρνει να κάνει το θεατή κοινωνό της διεξαγωγής του πολέμου. Οι πρώτες και μεγάλης διάρκειας σκηνές από το Στρατιώτη Ράυαν ίσως αποτυπώνουν τον τρόμο της αναμονής πριν δοθεί το κάλεσμα για την απόβαση προς το σημείο που ο θάνατος ενεδρεύει σε κάθε πάτημα του ποδιού στην άμμο. Τον αχό της μάχης που πυροδοτείται απ’ άκρο εις άκρον της παραλίας και συνυφαίνει πράξεις απαράμιλλου ηρωισμού με απεγνωσμένες κραυγές πόνου, ανέλπιδες προσπάθειες για επιβίωση με απέρισκεπτο θάρρος.
Είναι απίστευτο πόσο ανθρώπινο αίμα θυσιάστηκε για την απόκρουση της αυτοκρατορίας του Ναζιστικού κτήνους. Έχοντας χτίσει τα θεμέλια τα θεμέλια της στο αίμα η διάλυσή της απαιτούσε μόνο αίμα: των στρατιωτών, των αμάχων, των ανταρτών που δεν συμβιβάστηκαν με τη λογική του κτήνους.