Βρισκόμαστε, χρονικά, στον Απρίλιο του 2002. Τόπος; Μια αίθουσα προβολών στο Skywalker Ranch του σκηνοθέτη Τζορτζ Λούκας, ο οποίος παρουσιάζει μπροστά σε επιφανείς συναδέλφους του την νέα του ταινία «Star Wars: Attack of the Clones», η οποία έμελλε να γίνει η πρώτη ψηφιακά γυρισμένη υπερπαραγωγή που βγήκε στους κινηματογράφους.
Στην αίθουσα είναι μερικοί από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες όλων των εποχών: Στίβεν Σπίλμπεργκ, Μάρτιν Σκορσέζε, Φράνσις Φορντ Κόπολα, Μάικλ Μαν, Όλιβερ Στόουν, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, Μάικλ Μπέι, Ρόλαντ Έμεριχ, Μπράιαν Σίνγκερ και Ρόμπερτ Ζεμέκις. Όταν τελειώνει η προβολή της, ο Στόουν γυρνάει και λέει στον Λούκας: «Εμείς κάνουμε κινηματογράφο. Αυτό που χρησιμοποιούμε είναι φιλμ. Εσύ όμως θα γίνεις γνωστός ως ο άνθρωπος που “σκότωσε” τον κινηματογράφο», αναφέρει το εκτενές άρθρο του Sight And Sound.
«Το 2002 η βιομηχανία του σινεμά βρισκόταν στο μεταίχμιο μιας επανάστασης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα δημιουργούνταν και θα γυρίζονταν ταινίες στο μέλλον. Από την αρχή, οι ταινίες βασίζονταν στο χημικά ενισχυμένο στοιχείο του σελιλόιντ προκειμένου να “συλλάβουν” το φως μπροστά από τον φακό της κάμερας. Στη θέση της όμως ήρθε η ψηφιακή κινηματογραφία, η οποία πρόσφερε μια “μετάφραση” της πραγματικότητας καθώς το φως πλέον θα “συλλαμβανόταν” από ειδικούς αισθητήρες με μικροτσίπ», προσθέτει το κείμενο.
Στις 16 Μαΐου του 2002, την ημέρα που η ταινία του Λούκας κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους σε όλο τον κόσμο, προβλήθηκε επίσης στο Φεστιβάλ των Καννών. Πλην της ταινίας του Λούκας, ακόμη τέσσερις ταινίες που γυρίστηκαν ψηφιακά, επιλέχθηκαν για να διαγωνιστούν για τον Χρυσό Φοίνικα, συμπεριλαμβανομένων του «10», του «Russian Ark», του «24 Hour Party People» του Michael Winterbottom και του «Unknown Pleasures» του Jiă Zhangke.
Ο κινηματογραφιστής Anthony Dod Mantle διηγείται μια ιστορία για τον δάσκαλό του στη σχολή κινηματογράφου που τον επισκέφτηκε στα γυρίσματα της ταινίας «Festen» (1998) του Thomas Vinterberg, ο οποίος την γύρισε ψηφιακά, και του είπε: «Καταλαβαίνεις, Anthony, ότι αυτό που συμβαίνει τώρα είναι μια επανάσταση; Αυτό είναι μια επανάσταση».
Στη Σχολή Κινηματογράφου της Κοπεγχάγης, ο, γεννημένος στην Οξφόρδη, Dod Mantle είχε γνωριστεί τόσο με τον Vinterberg, όσο και με τον φίλο του Lars von Trier, ο οποίος θα γινόταν ο «εγκέφαλος» πίσω από το μανιφέστο του Dogme 95, το «Δόγμα ’95», με τις ταινίες του οποίου η ψηφιακή κινηματογράφηση βίωσε το δικό της Bing Bang. Το «Festen» και το «Idioterne» του Von Trier προκάλεσαν αίσθηση στις Κάννες το 1998.
Η χρήση της ψηφιακής βιντεοκάμερας δεν ήταν υποχρεωτική από τους κανόνες του «Δόγματος», αλλά έχοντας δοκιμάσει άλλες μορφές, ο Dod Mantle δεσμεύτηκε να γυρίσει το «Festen» χρησιμοποιώντας μικρές κάμερες Sony PC3 Handycam μόλις δύο ημέρες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων. «Ήθελα η κάμερα να έχει αυτόν τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα», είπε.
Ο David Lynch είναι ένας άλλος σκηνοθέτης που εντόπισε την ικανότητα της ψηφιακής κάμερας να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο σε πρόσωπα και εικόνες. Ο ίδιος ήταν πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στις Κάννες το 2002, αλλά την ίδια άνοιξη είχε αρχίσει να δημοσιεύει τα δικά του σύντομα πειράματα με DV στον προσωπικό ιστότοπό του, davidlynch.com, όπως π.χ. κυρίως το σουρεαλιστικό «Rabbits».
«Αγόρασα μια ψηφιακή κάμερα Sony PD-150», θυμάται ο Lynch και συνεχίζει: «Μπορούσες να κάνεις stop-motion, timelapse, ό,τι ήθελες. Απλώς μου άρεσε αυτή η κάμερα πάρα μα πάρα πολύ. Μου άρεσε η ευκολία της κινηματογράφησης με αυτή και το πόσο γρήγορα και εύκολα μπορούσα να γυρίσω σκηνές. Έκανα πολλές ταινίες μικρού μήκους με αυτή, και το ένα οδήγησε στο άλλο και τελικά γύρισα την ταινία μεγάλου μήκους “Inland Empire” [το 2006]. Είχε πολύ κακή ποιότητα σε σύγκριση με το σελιλόιντ, αλλά εξοικονομούσε χρόνο. Και κυρίως μπορούσα να δημιουργήσω έναν άλλον κόσμο με αυτήν την κάμερα».
Ωστόσο, όταν το «Inland Empire» τελικά προβλήθηκε στις αίθουσες, η κάμερα PD-150 ήταν ήδη… αντίκα. Και άρχισαν να κυκλοφορούν οι ψηφιακές κινηματογραφικές μηχανές δεύτερης γενιάς, όπως η Panavision Genesis και η Thomson Viper, οι οποίες, αν και ήταν ακόμα πρωτόγονες με τα σημερινά πρότυπα, ήταν τεράστια άλματα προς τα εμπρός στον αγώνα για να κλείσει το χάσμα μεταξύ του σελιλόιντ και της υψηλής ψηφιακής ευκρίνειας. Συμβατή με όλους τους τυπικούς φακούς της Panavision, η κάμερα Genesis έγινε άμεσα η πιο αγαπημένη των mainstream κινηματογραφιστών που κινούνταν στην ψηφιακή αγορά, κάνοντας το ντεμπούτο της σε πολλές ταινίες του 2006 όπως το «Scary Movie 4», το «Superman Returns» και το «Apocalypto» του Mel Gibson. Η Thomson Viper, με την σειρά της, θα ήταν η κάμερα που επέλεξε ο David Fincher για το «Zodiac» (2007) και το «The Curious Case of Benjamin Button» (2008), αλλά και αυτή που επέλεξε ο σπουδαίος Michael Mann στο «Collateral» (2004) και το «Miami Vice» (2006).
Από το 2009 και μετά, η προβολή ψηφιακών ταινιών μέσω ενός ειδικού ψηφιακού προβολέα άρχισε να γίνεται πλέον ο κανόνας. Από τον Κρίστοφερ Νόλαν μέχρι τον Κουέντιν Ταραντίνο, όλοι έπεσαν με τα μούτρα στην ψηφιακή κάμερα. Και από τότε το σινεμά δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο με πριν το 1998 ή το 2002. Άσχετα με το αν ο Στόουν δικαιώθηκε ή όχι αναφορικά με την πρόβλεψή του ότι ο Τζορτζ Λούκας έγινε «ο άνθρωπος που “σκότωσε” τον κινηματογράφο».
Μια σύντομη ιστορία της ψηφιακής επανάστασης στο σινεμά
1987: Γυρίζεται η πρώτη ψηφιακή ταινία μεγάλου μήκους χρησιμοποιώντας το αναλογικό σύστημα υψηλής ευκρίνειας της Sony HDVS: «Julia and Julia».
1995: Η Sony και η Panasonic λανσάρουν τις πρώτες κάμερες DV.
1998: Οι πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν σε DV προβάλλονται στις Κάννες: «Festen» και «Idioterne».
1998: Ψηφιακή διανομή της πρώτης ταινίας που γυρίστηκε ψηφιακά: «The Last Broadcast».
1999: Το «Blair Witch Project», μια ανεξάρτητη ταινία χαμηλού προϋπολογισμού γυρισμένη εν μέρει με DV, βγάζει σχεδόν 250 εκατομμύρια δολάρια στο box office.
1999: Κυκλοφορεί η πρώτη ταινία μεγάλου προϋπολογισμού του Χόλιγουντ που ενσωματώνει μια έστω ελάχιστη ψηφιακή κινηματογράφηση: «The Phantom Menace».
2000: Ο πρώτος «ψηφιακός» νικητής του Χρυσού Φοίνικα: «Dancer in the Dark».
2002: Κυκλοφορεί το πρώτο ψηφιακά γυρισμένο blockbuster: «Attack of the Clones».
2002: Πρώτη ταινία που γυρίστηκε και «συμπιέστηκε» σε σκληρό δίσκο και όχι σε ταινία: «Russian Ark».
2008: Πρώτη ταινία που γυρίστηκε με κάμερα Red One: «Che: Part One».
2009: Πρώτος «ψηφιακός» νικητής καλύτερης ταινίας/καλύτερης φωτογραφίας στα Όσκαρ: «Slumdog Millionaire».
2010: Πρώτος «ψηφιακός» νικητής στην κατηγορία best cinematography στα Όσκαρ: «Avatar».
2013: Η πρώτη μεγάλη ταινία του Χόλιγουντ που κυκλοφορεί αποκλειστικά για ψηφιακούς προβολείς: «The Wolf of Wall Street».