Το έργο ζωής ενός σπουδαίου σκηνοθέτη οριοθετείται από τον ίδιο και αφήνεται στην κρίση των θεατών. Ένα φιλόδοξο πόνημα, ένα παράτολμο εγχείρημα, μία επιστροφή σε γεγονότα που ακόμα και σήμερα στοιχειώνουν συνειδήσεις σε ευρεία κλίμακα. Ένα μεγάλο στοίχημα που θα κριθεί πλήρως με την ολοκλήρωσή του. Το πρώτο του κομμάτι μας εισάγει σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο αντιθέσεων. Από τις Κάννες σε ολόκληρο τον κόσμο με στόχο να ανοίξει έναν φάκελο και να δώσει πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που μοιάζουν ρητορικά, είναι όμως βαθιά υπαρξιακά και επηρεάζουν το παρόν.

Μεταφορά στην Άγρια Δύση. Συνθήκη διαδοχικών συρράξεων σε έναν πόλεμο που μαίνεται ανάμεσα στους γηγενείς κατοίκους και τους κατακτητές. Η επιβίωση και το αμερικανικό όνειρο συγκρούονται στο μέτωπο. Οι πρωταγωνιστές που συνεχώς εναλλάσσονται όσο ξετυλίγεται η αφήγηση μοιάζει να είναι εγκλωβισμένοι σε ένα παρατεταμένο αδιέξοδο και για μία σειρά από λόγους απέχουν ο καθένας από τον στόχο του. Κοιτούν στην ίδια κατεύθυνση, αλλά αντιλαμβάνονται τα γεγονότα από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό είναι και το μεγάλο στοίχημα για τον θεατή. Να αφουγκραστεί πως αυτοί οι δύο κόσμοι συνδιαμορφώνουν ακόμα και σήμερα τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η πρώτη απεικόνιση που θα μείνει σε αρκετούς, αδικεί τους Ινδιάνους. Στην μεγάλη εικόνα μένουν οι πράξεις κι όχι η αιτία που τις προκαλεί. Είχα διαβάσει πρόσφατα στη “Συμβιωτική περιπέτεια” του Γιάννη Μανέτα πως ο Χριστόφορος Κολόμβος όταν είδε τους αυτόχθονες κατοίκους, την ευγένεια και την προσέγγισή τους τόνισε πως με και με 50 στρατιώτες θα μπορούσε να κατακτήσει σε χρόνο ρεκόρ τις συγκεκριμένες εκτάσεις. Ουσιαστικά σε πρώτη φάση δεν υπήρξε αντίδραση. Επομένως εδώ γεννάται ένα ιστορικό ερώτημα. Υπάρχει μόνο μία αλήθεια; Είναι θεμελιώδες για την επιτυχία του εγχειρήματος του Κόστνερ η ακρίβεια της αναπαράστασης.

Ο ίδιος έχει ποντάρει πολλά στην πιστή αναπαράσταση του σκηνικού. Το περιβάλλον που διαμορφώνεται μας ταξιδεύει σε εκείνα τα χρόνια σαν να έχουμε όχημα μία χρονομηχανή. Η φωτογραφία του Τζέι Μάικλ Μούρο λύνει τα χέρια του δημιουργού. Ο μπαρουτοκαπνισμένος σκηνοθέτης επένδυσε σε αυτήν την τετραλογία φαιά ουσία και φυσικούς πόρους. Δεν έμεινε στους παραγωγούς, αλλά χρησιμοποίησε δικά του κεφάλαια. Είναι αποφασισμένος να πετύχει με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος. Σίγουρα κάτι θέλει να θυμίσει μέσα από αυτήν την ιστορία, κάτι να διευκρινίσει που νιώθει πως έχει μείνει ασαφές στο πέρασμα του χρόνου.

Δεν είναι τυχαία η επιλογή του να ξεκινήσει με έναν τρίωρο μαραθώνιο, ούτε να αφήσει τόσες υποθέσεις ανοιχτές για τη συνέχεια. Ο θεατής μπορεί να αποχωρεί με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου, ωστόσο είναι δέσμιος της συνέχειας, του επόμενου επεισοδίου αν μπορούμε να μιλήσουμε με όρους σειράς. Μία αμερικανική ιστορία ως στοίχημα δημιουργίας. Η ασφάλεια ως όρος κυριαρχεί και χρησιμοποιείται με διαφορετική “χροιά” από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οι προσδοκίες μεγάλες, η αναμονή τελείωσε και το ταξίδι στον χρόνο ξεκινάει με “στίβο μάχης”.

Παράλληλες υποθέσεις αναπτύσσονται και αποπροσανατολίζουν. Ο ρόλος της γυναίκας δίνεται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Ο οσκαρικός Κέβιν Κόσντερ έχει επιστρέψει για τα καλά. Το πρώτο μέρος μας γεμίζει απορίες, είναι όμως αναμενόμενο βάση της συνολικής δομής. Μένει να φανεί η ανταπόκριση του κόσμου σε ένα κάλεσμα που περίμενε χρόνια, τώρα όμως γίνεται πράξη. Τα υπόλοιπα ήρθε η ώρα να τα ανακαλύψουμε στις θερινές αίθουσες κάτω από τα αστέρια…