Η τρίτη σπουδαία ισπανική ταινία της χρονιάς, μετά τη “Διπλή Ταυτότητα” και το “47” είναι γεγονός και δεν πρέπει να τη χάσει κανείς. Είναι ένας καθρέφτης που βλέπεις τη δική σου οικογένεια, το δικό σου παρελθόν, τη δική σου αβεβαιότητα. Στο Φεστιβάλ της Μάλαγα πήρε βραβείο κοινού, σεναρίου, αλλά και μουσικής. Αυτό το έργο είναι συναίσθημα, ανάμνηση και πάνω απ’ όλα χρόνος που μπορεί να γεφυρώσει γενιές. Δεν είναι μία ιστορία ενηλικίωσης, μιλάει για ενήλικες κι όχι εφήβους. 

Τρία αδέλφια μαζεύονται στο πατρικό τους, μετά τον θάνατο του πατέρα. Το δίλημμα είναι μεγάλο και κυρίως ηθικό: να πουλήσουν ή να μείνει στην οικογένεια; Συζητάμε για την πατρογονική εστία. Είναι το σπίτι κι όλα τα συναισθήματα κι οι μνήμες που συνδέουν τους ανθρώπους και όπως εύστοχα έγραψε η εφημερίδα El País, «μιλά για αυτά που μας ενώνουν, παρά την απόσταση, για στιγμές αξέχαστες για ποίηση ή για ένα δάκρυ». 

Θα μπορούσε να είναι συνηθισμένο το σενάριο, αλλά εδώ είναι σαν να ζωγραφίζει ο Μοντόγια. Ο ρυθμός της δημιουργίας του δεν τρέχει, αφήνει χρόνο στις σιωπές κι αφήνει χώρο στον θεατή να συνδεθεί με το δικό του παρελθόν. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορούν κι η φωτογραφία του Γκιγιέμ Ολιβέρ με τη μουσική του Φερνάντο Βαλέσκεθ, τόσο αφηρημένη, αλλά τόσο αληθινά λυτρωτική αγγίζοντας τα βάθη της ψυχής. 

Κάνουμε ό,τι μπορούμε, όλοι κάνουμε ό,τι μπορούμε”. Το Πατρικό γίνεται τόπος συνάντησης και ταυτόχρονα σύνδεσης παρά τις προστριβές. Τα αδέλφια έρχονται κοντά και λειάνουν τα τραύματα του παρελθόντος. Όσο η πλοκή ξετυλίγεται, τόσο το κοινό ευαισθητοποιείται. Κάνει το δικό του ταξίδι κι αν όχι ταυτίζεται, νιώθει ένα ρεύμα να το διαπερνά και συγκινείται με τους πρωταγωνιστές και το “δράμα” που βιώνουν στον δρόμο προς την πολυπόθητη πνευματική επανένωση. Μία διαδρομή που για κανέναν δεν είναι ξένη.

Όλοι οι ηθοποιοί σωματικοποιούν τους ρόλους και ταυτόχρονα δίνουν κάτι μοναδικό και ολόδικό τους στο σύνολο της δημιουργίας. «Όλοι τους φέρνουν μοναδική λεπτότητα και αυθεντικότητα» υποστηρίζει ο Rotten Tomatoes. Ειδικά ο Όσκαρ ντε Λα Φουέντε σάρωσε τα πάντα και φυσικά το δικαιούται. Εδώ δεν έχουμε κούφιο δράμα. Έχουμε κλιμακωτές εντάσεις σε συζητήσεις, ένα βλέμμα που σφίγγει τον λαιμό γιατί σε ξέρει υπερβολικά καλά κι αλήθειες που πετάγονται σαν βέλη από εκεί που άφησες τη συγκίνηση να λιμνάσει. 

Η ιστορία στοιχειώνει. Ο κάθε αδερφός κουβαλά πληγές και κενά χρόνων. Σ’ ένα σπίτι που φαντάζει τόσο κοινότυπο, όσο η δική σου πραγματικότητα όλα μοιάζουν τόσο απλά, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Είναι δύσκολο να αποφασίσει κάποιος να κάνει το πρώτο βήμα προς τη “σωστή” κατεύθυνση. Συνήθως ο ένας περιμένει τον άλλον και χάνεται πολύτιμος χρόνος που αφορά το ουσιαστικό σκέλος των ανθρώπινων σχέσεων. 

Η ταινία σου αφήνει τη γεύση καλοκαιριού, της παιδικής σου αγκαλιάς, του αχνιστού καφέ της κιτρινισμένης φωτογραφίας των γονιών σου. Πρόκειται ένα για «αργό διάβα ανάμεσα σε γρήγορες κουβέντες» και πόσο ακριβώς αυτές πέτυχαν τον στόχο, καθώς η κλεψύδρα αδειάζει. Σαν να παίζει ένα ρετρό βιντεοκασέτα και νιώθεις το σπίτι σου ξανά ζωντανό. Σε φέρνει κοντά. Σου θυμίζει ότι η σιωπή λέει πράγματα, ότι η ίδια η ύπαρξη του χώρου που γεμίζει αναμνήσεις είναι πιο δυνατή από λέξεις. 

Με λίγα λόγια αυτό το έργο σου θυμίζει θέλοντας και μη το δικό σου πατρικό. Είναι μια τελετουργία αναγνώρισης, επαναπροσέγγισης και ένωσης που για κάποιον λόγο άφησαν το δηλητήριο να τους κρατήσει μακριά. Σε μία εποχή που όλοι ξεχνάμε, αυτό το σπίτι ξέρει τις ιστορίες μας κι όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους μη σηκωθείτε. Μείνετε στις θέσεις σας, μένει μία τελευταία σκηνή. Ευαίσθητη κι αυτή. Ας τη μοιραστούμε όλοι μαζί κι ας φύγουμε από τη θερινή αίθουσα αγκαλιασμένοι κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι. 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.