Ο Τέντι Λουσί Μοντέστ, καθηγητής κι ο ίδιος σε γυμνάσιο, αντλεί υλικό από μία προσωπική ιστορία, την εμπλουτίζει και τη μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη με τη βοήθεια της Οντρέ Ντιγουάν (“Το Γεγονός”) στο σενάριο. Η διπλή του ιδιότητα ως εκπαιδευτικός και σκηνοθέτης του επιτρέπει να φέρνει μια μοναδική προοπτική στα έργα του, συνδέοντας την εκπαιδευτική εμπειρία με την καλλιτεχνική έκφραση. Η “κουλτούρα της ακύρωσης” κυριαρχεί στην αφήγηση, καθώς ο κόσμος διψάει για μίσος και έχει χάσει την ανθρωπιά του. Αυτό εκδηλώνεται κυρίως μέσω της συνεχούς ομιλίας, απόρροια της αδυναμίας να ακούν. Η δικαιοσύνη γίνεται ο κριτής των πάντων κι ως τότε όλοι δικάζουν άτυπα και σπιλώνουν την τιμή των ανθρώπων πριν την τελική ετυμηγορία. 

Για τον Ζουλιέν, καθηγητή λογοτεχνίας το να είναι φιλικός έχει κόστος. Σύντομα θα μπλεχτεί σε μία πλεκτάνη με ανυπόστατες κατηγορίες. Έχει πλέον να ανέβει έναν γολγοθά. Συνειρμικά στο μυαλό μας έρχεται το αριστουργηματικό “Κυνήγι” του Τόμας Βίντεμπεργκ. Ο “καλός δάσκαλος” είναι ένας καλός Σαμαρείτης που πρέπει να υποστεί όλη τη διαδρομή μέχρι τη λύτρωση ή ο τίτλος είναι από οξύμωρος μέχρι προβοκατόρικος για να προσελκύσει τους θεατές να ανακαλύψουν τη λύση του μυστηρίου.  

Μαεστρικά δοσμένη η πλοκή δίνε μεν μία ιδέα στον θεατή για την ουσία της υπόθεσης, από την άλλη όμως τον αιχμαλωτίζει και τον ταξιδεύει στον σημερινό κόσμο που δεν έχει τη διάθεση και την υπομονή να περιμένει τη διαλεύκανση μίας υπόθεσης. Αρέσκεται να καταδικάζει και μετά ελαφρά την καρδία να παραδέχεται το λάθος σα να μη συμβαίνει τίποτα. Όπως είναι λογικό όλο αυτό επηρεάζει το διδακτικό και παιδαγωγικό του έργο. Η αποκάλυψη της προσωπικής του ζωής μπορεί να δώσει λύση, αλλά δε θέλει να μιλήσει. Βρίσκεται όμως προ αδιεξόδου, πόσο θα αντέξει; 

Η οικογένεια της κοπέλας που τον “μηνύει” για κακοποίηση θα του “επιτεθεί”. Ο ίδιος σε αδιέξοδο. Ο διευθυντής νίπτει τας χείρας του. Η κοινωνία του σχολείου φοβάται να πάρει θέση. Ελάχιστοι θα τον υποστηρίξουν. Ένας νεαρός άνδρας με το χαμόγελο, μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο. Ο σκηνοθέτης γνώστης του σχολικού περιβάλλοντος περιγράφει εξαιρετικά τη συνθήκη. Η δύναμη της κάμερας φέρνει τον θεατή σχεδόν εντός των τειχών. Η δυναμική της Ντιγουάν που με το “γεγονός” προκάλεσε κυριολεκτικά λιποθυμίες στις αίθουσες, αναπτύσσεται υπαινικτικά μέσω του σεναρίου και σε αυτήν την υπόθεση. Τα περιθώρια διαφυγής ελάχιστα. 

Με την ερμηνεία του Φρανσουά Σιβίλ βλέπουμε το πορτραίτο ενός ανθρώπου που συνθλίβεται. Θέλει να αποδείξει την αθωότητά του, αλλά η περιρρέουσα ατμόσφαιρα τον ακρωτηριάζει συναισθηματικά. Λειτουργεί αποπνικτικά, σαν τον οδηγεί στην ασφυξία. Πώς είναι δυνατόν η “συναδελφικότητα” να έχει χαθεί πέρα για πέρα στο πέρασμα του χρόνου; Κάποτε υπήρχε σεβασμός, στήριξη, αλληλεγγύη. Σήμερα η ατομική ευθύνη της πανδημίας έχει αφήσει τη θέση της στον εγωισμό και τον φόβο του “τι θα πει η κοινωνία”. Αναζητείται σανίδα σωτηρίας την ώρα που το καράβι φαίνεται να βουλιάζει. Ο Μοντέστ εστιάζει στις προεκτάσεις, στις συνέπειες της κατηγορίας κι όχι τόσο στο αν είναι είναι ένοχος ο πρωταγωνιστής του. Αυτό γίνεται σαφές. 

Είναι συνειδητή επιλογή να μην τον προστατέψει. Να τον αφήσει βορά στα θηρία, να τον κατασπαράξουν, αν ο ίδιος δεν καταφέρει να επιβιώσει. Μία συνθήκη σύγχρονης ζούγκλας που επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού και η πλειοψηφία διψάει για αίμα. Οι πολίτες δεν κατανοούν τις περισσότερες φορές αυτόν τον φαύλο κύκλο, γι΄αυτό και ο δημιουργός πήρε την πρωτοβουλία με τον έργο του να “παγώσει” τον χρόνο και να φωνάξει ως εδώ. “Σκεφτείτε”, “κρατήστε όσα έχετε μέσα σας” και “περιμένετε”. Όσοι μπορέσουν να πάρουν ως μηνύματα τα παραπάνω και τα επεξεργαστούν, σίγουρα θα είναι κερδισμένοι μετά από τα 92΄ θέασης σε έναν θερινό κινηματογράφο. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.