Η Τέχνη του Κινηματογράφου έχει αρκετές μορφές και είδη. Στην κατηγορία του horror τοποθετείται το “Νosferatu”. Τελικά όμως μετά από δύο “αναγνώσεις” στη μεγάλη οθόνη καταλήγουμε πως αυτό είναι περισσότερο προσχηματικό, αν προσπαθήσουμε να διεισδύσουμε στο μεγαλείο του σύμπαντος του δημιουργού που κόντρα στο ρεύμα “δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούριο σχετικά με τον Δράκουλα”, λέει τόσα πολλά και τολμάει να μεταφέρει το κέντρο του ενδιαφέροντος από τον κόμη Όρλοκ στην Έλεν και την κάνει πρωταγωνίστρια όχι με τον κλασικό όρο, αλλά με την κομβική της υπόσταση που καλύπτει τα σεναριακά κενά και δένει αρμονικά τα κομμάτια ενός φιλμ 133΄.
Δεν είναι εύκολη υπόθεση η καταβύθιση στα “ενδότερα” του Ρόμπερτ Έγκερς (“The Witch”). Αυτή τη φορά δένει το “Νosferatu:Μία συμφωνία τρόμου” (1922) του Φρίντριχ Μουρνάου με τη δική του φιλοσοφία, κινηματογραφική κι όχι μόνο. Παρ΄ ότι δίνει χρώμα στην αφήγησή του, το περιβάλλον είναι το ίδιο σκοτεινό με τον “Φάρο”. Ήδη από την πρώτη σκηνή με κάποιον τρόπο αντιλαμβανόμαστε πως η Έλεν κρατάει τα κλειδιά. Σίγουρα κάποια στιγμή αρκετοί θα ξεχάσουν την ύπαρξή της, αλλά ακριβώς εκείνη την ώρα ο σκηνοθέτης θα την επαναφέρει για να λειτουργήσει ως ο κινητήριος μοχλός στο ξεδίπλωμα της πλοκής. Για αρκετούς δε μοιάζει απόλυτα ευκρινές, αλλά ο δημιουργός έχει αποφασίσει πολύ πριν ξεκινήσει τα γυρίσματα τι θέλει να κάνει, τι θέλει να δείξει και τι θέλει να αφήσει ως επιμύθιο από το δικό του “μύθο”.
Περίπου 100 χρόνια μετά δίνεται μία άλλη διάσταση. H γυναίκα περνά ένα βήμα μπροστά από το “τέρας”. Η αθωότητα του Τόμας Χάτερ (Νίκολας Χολτ) που ετοιμάζεται με την αποστολή του να ανοίξει τις πύλες του παραδείσου, το παιχνίδι με το μενταγιόν σαν άτυπη παράδοση-παραλαβή σκυτάλης, η φωνή του Μπιλ Σκάρσγκαρντ, η εμφάνιση του Γουίλεμ Νταφόε. Όλα έχουν τον ρόλο και τον σκοπό τους. Η Λίλι Ρόουζ Ντεπ σε έναν ρόλο καριέρας ταλαιπωρείται, συνθλίβεται, διαλύεται, συνθέτει τα κομμάτια της και ξανά. Ένας αέναος κύκλος που δε θα ανοίξει, ώστε να αποδράσει. Η ίδια όμως δεν το γνωρίζει. Από την απουσία του γυναικείου στοιχείου στο “Lighthouse” που καταλήγει σε εμμονή για τους πρωταγωνιστές, στην εμφάνισή του ως πανταχτού παρόν αυτή τη φορά. Ακόμα κι όταν δε φαίνεται μοιάζει να στοιχειώνει τον καθένα με διαφορετικό τρόπο.
Με τη σφραγίδα του διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκε δημιουργείται ένα οπτικό υπερθέαμα που διαπερνά τις αισθήσεις. Εκεί επενδύει ο Έγκερς και προσπαθεί με μία αμφίδρομη διαδικασία να καλέσει τον θεατή να εξερευνήσει τον κόσμο του και ταυτόχρονα ο ίδιος αγγίζει τις ευαίσθητες πτυχές του προσπαθώντας να ενεργοποιήσει ένστικτα και αντανακλαστικά. Γλαφυρές εικόνες, κάθε πλάνο καδραρισμένο ιδανικά, ώστε να υπολογίζει το σύνολο των εικόνων και όλες μαζί να συνθέτουν ένα παζλ αμφισημιών που ερμηνεύεται ποικιλοτρόπως. Για να καταφέρεις όμως να φτάσεις στην ουσία πρέπει να “βασανιστείς”, να σκεφτείς, να ακροβατείς μεταξύ νευρώσεων, ψυχώσεων, ορμονικών κι άλλων διαταραχών που περνούν μπροστά από τα μάτια μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το μαύρο έρχεται είτε αυτό είναι παθολογικής φύσης (μία πανδημία), είτε πολιτικής φύσης και δεν παραλείπεται ούτε αυτή η “επιδερμική” έστω αναφορά.
Ο κόμης Όρλοκ θέλει μόνο το οικόπεδο; Ποιος μπορεί να είναι ένας σύγχρονος Όρλοκ που ζητάει να τον φωνάζουν αφέντη; Με άριστη σκηνογραφία και εξαιρετική αισθητική ο Έγκερς δημιουργεί ένα μεγαλειώδες σύμπαν που μπορεί να σοκάρει σε βαθμό που προκαλεί σύγχυση. Μέσα σε αυτό το ταξίδι ως έναν βαθμό χάνεται ο ερωτισμός του Όρλοκ, καθώς δυσκολεύεται να υπερβεί τη φύση του για χάρη της Έλεν, χάνεται όμως και το “horror”. Ο σκηνοθέτης κάνει μία μετάβαση που θέλει καθαρό μυαλό να την αντιληφθούμε και να την ερμηνεύσουμε. Ο Έγκερς δεν έχει την ανάγκη να μιλήσει για τον “Δράκουλα”, αλλά για την άλλη πλευρά της όχθης. Αυτής των αντι-ηρώων που σήμερα καλούνται να έρθουν στην πρώτη γραμμή και δίχως υπερβολή να σώσουν τον κόσμο!
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Inst agram.