Στην τρίτη της σκηνοθετική απόπειρα η Μόνια Τσόκρι φαίνεται πως βασανίζεται από ένα υπαρξιακό ερώτημα που της δίνει το ερέθισμα να προχωρήσει το εγχείρημά της. Μέσα από την ταινία διερευνά σε βάθος κι αναλύει διεξοδικά όσα έχει στο μυαλό της. Ακτινογραφεί τη γυναικεία ψυχολογία και προσπαθεί να μεταφέρει το “προβληματισμό” στους θεατές για το αν τελικά “τα ετερώνυμα έλκονται” αποτελεί μύθο που στην αφετηρία ερωτικών ιστοριών μοιάζει να δημιουργεί συνθήκη έκρηξης, αλλά σε βάθος χρόνου δημιουργεί αναπόφευκτα ρήγματα και συχνά οδηγούμαστε σε ένα τέλος επώδυνο που σκορπάει πόνο και θλίψη στους πρωταγωνιστές.

Παρακολουθούμε τη Σοφία (τυχαία η επιλογή του ονόματος;) να έχει λυμένα όλα της τα προβλήματα φαινομενικά. Ζει με τον σύζυγό της Ξαβιέ και ο καιρός περνά μονότονα. Η συνθήκη ρουτίνας δεν την αφήνει να κάνει το ταξίδι στο ασυνείδητο και θυμηθεί. Αυτή τη διαδρομή θα πυροδοτήσει η πρώτη της ματιά με τον Σιλβέν. Ένα απλό παιδί, όπως ακριβώς το περιγράφει ο πρότυπος τίτλος («Simple comme Sylvain»). Τα ναρκοθετημένα όρια μετατοπίζονται. Οι επιθυμίες βρίσκουν το ιδανικό άτομο να τις εκπληρώσει. Το ποτάμι παρασύρει με την ορμητική ροή του την καθηγήτρια που είναι αποφασισμένη να περπατήσει τα μονοπάτια του ανεξερεύνητου.

Ο αντίκτυπος της εργασιομανίας κι οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής είναι εμφανείς και κοστίζουν στο ζευγάρι που μοιραία οδηγείται σε έναν συμβιβασμό. Αυτή η εύθραυστη ισορροπία όμως δημιουργεί κενά που ανά πάσα στιγμή ο ένας από τους δύο μπορεί να νιώσει την ανάγκη να καλύψει. Η σκέψη ενεργοποιείται, το χαμόγελο επιστρέφει κι η Μπαγκαλί Μπλοντό δίνει μία ερμηνεία καριέρας. Στο πρώτο μέρος παρορμητική, στο δεύτερο επιφυλακτική, πράγμα που ενδεχομένως φρενάρει λίγο και την εξέλιξη της πλοκής. Η Τσόκρι δημιουργεί μουσικές γέφυρες με ανάλογες ταινίες του παρελθόντος. Παίζει με το μυαλό του θεατή και πυροδοτεί αλυσιδωτές αντιδράσεις μέσα του.

“Αmour”. Το παιχνίδι με τη λέξη είναι θεμελιώδους σημασίας για να τεθούν οι διαχωριστικές γραμμές. Δεν είναι όλα ρόδινα. Ο έρωτας κι αγάπη. Μπορεί ο Πλάτων να υποστηρίζει πως «η αγάπη είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την έννοια του πόθου», ωστόσο η ίδια η πραγματικότητα έρχεται να ανατρέψει όσα θεωρούσε ως δεδομένα και παραδοχές μίας ζωής η Σοφία. Μπορεί να γεφυρωθεί το όποιο χάσμα με τον χρόνο ή η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει. Για να φτάσει στην όχθη ο καθένας πρέπει να γνωρίζει καλά το μέγεθος των θυσιών που είναι διατεθειμένος να κάνει. Πολύπλοκες σχέσεις, εναλλαγές ρόλων ανάμεσα στον θύτη και το θύμα. Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται οι λέξεις είναι επίσης απόλυτα ενδεικτικός της σημασίας που θέλει να δώσει στη λεπτομέρεια η δημιουργός.

Ως πρωταγωνίστρια του Ξαβιέ Ντολάν (“Φανταστικές Αγάπες” και “Λόρενς για Πάντα” φαίνεται πως έμαθε πολλά η Τσόκρι. Αυτή τη φορά είναι ικανή να τα μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη με ακρίβεια. Η ταινία θέτει ερωτήματα για την αγάπη, την απώλεια, την αφοσίωση και την αυτοανακάλυψη. Αποτυπώσει τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων μέσα από την οπτική αφήγηση και τις διακριτικές κινήσεις της κάμερας. Από τις αναφορές δε λείπει ούτε η κλιματική αλλαγή κι οι συνέπειές της που αλλάζουν τον κόσμο. Σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων σε μία εποχή που η γρήγορη εικόνα μας κάνει να χάνουμε την ικανότητα κριτικής σκέψης.

Ένα τρίγωνο που κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την τελική του εξέλιξη. Ένα ταξίδι σε αχαρτογράφητα μονοπάτια. Η σοφία έρχεται ως μία αρετή που αποτελεί κατάκτηση στην εποχή μας. Οφείλεις να γνωρίζεις πότε πρέπει να κάνεις το επόμενο βήμα. Μένει να κρίνει το κοινό αν η σκηνοθέτις πετυχαίνει τον στόχο της κι αυτό θα συμβεί πιθανότατα αν αγγίξει τον καθένα και τον κάνει να επαναπροσδιορίσει τη “φύση της έρωτα, αλλά και της αγάπης” μέσα του.