«Ο Μάρλον Μπράντο δυστυχώς δεν μπορεί να δεχτεί αυτό το πολύ γενναιόδωρο βραβείο. Και οι λόγοι για αυτό είναι η αντιμετώπιση των Αμερικανών Ινδιάνων σήμερα από την κινηματογραφική βιομηχανία. Και στην τηλεόραση σε επαναλήψεις ταινιών, και στο σινεμά αλλά και με γεγονότα όπως αυτά στο Wounded Knee [Γούντεντ Νι, το μέρος όπου σφαγιάστηκαν Αυτόχθονες Αμερικανοί από τον αμερικανικό στρατό το 1890]».
Με αυτά τα λίγα λόγια αρνήθηκε μια Ινδιάνα από την φυλή των Απάτσι να παραλάβει το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου του διάσημου ηθοποιού για την ερμηνεία του στην ταινία «Ο Νονός» του Φράνσις Φορντ Κόπολα κατά την τελετή απονομής των βραβείων στις 27 Μαρτίου του 1973.
Η Σασίν Λίτλφέδερ [σημαίνει «Μικρό Φτερό»] με το που ανέβηκε στο πόντιουμ φορώντας την παραδοσιακή φορεσιά της φυλής της και εκστόμισε αυτά τα λόγια, δέχθηκε καταιγισμό αποδοκιμασιών. Ωστόσο, η 26χρονη κοπέλα δεν κώλωσε. Παρόλο που το γιουχάρισμα την διέκοψε, η ίδια, ζητώντας συγγνώμη, συνέχισε ήρεμα να μιλάει, καταλήγοντας τον μικρό λόγο της με την ελπίδα ότι «στο μέλλον οι καρδιές και οι αντιλήψεις μας να συναντηθούν», ενώ με μία κίνηση του χεριού της αρνήθηκε να παραλάβει από τον Ρότζερ Μουρ το χρυσό αγαλματίδιο.
Η στιγμή ήταν απολύτως ιστορική. Επειδη ήταν η πρώτη φορά που ο θεσμός των βραβείων Όσκαρ αποτέλεσε το βήμα για την έκφραση μιας πολιτικής διαμαρτυρίας – πόσο μάλλον για μιας διαμαρτυρίας που, μέχρι τότε, αποτελούσε… τον ελέφαντα στο δωμάτιο της συλλογικής μνήμης του αμερικναικού λαού. Γιατί κανείς δεν ήθελε (και δεν έπρεπε) να μιλάει δημοσίως για τον τρόπο με τον οποίο ο αμερικανικός στρατός και η αμερικανική ηγεσία εξόντωσε τόσες χιλιάδες Αυτόχθονων Αμερικανών κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Όμως εκείνο το βράδυ, η Λίτλφέδερ – ο οποία πέθανε το βράδυ της Κυριακής σε ηλικία 76 ετών – αντιμετώπισε κατάφατσα τον «ελέφαντα στο δωμάτιο». Αναμετρήθηκε κατάματα με την ματωμένη ιστορία των ΗΠΑ. Και ακόμη και αν δεν κέρδισε το χειροκρότημα του κοινού, κέρδισε τουλάχιστον τον σεβασμό του.
«Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος έκανε μια πολιτική δήλωση στα Όσκαρ. Ήταν η πρώτη τελετή των Όσκαρ που μεταδόθηκε μέσω δορυφόρου σε όλο τον κόσμο, γι’ αυτό και ο Μάρλον με επέλεξε», αποκάλυψε η ίδια η Λίτλφέδερ σε ένα πρόσφατο ντοκιμαντέρ με τίτλο «Sacheen: Breaking The Silence».
Πράγματι, την τελετή παρακολούθησαν τότε πάνω από 85 εκατ. θεατές παγκοσμίως.
«Είχα παρακολουθήσει στο παρελθόν τα Όσκαρ από την τηλεόραση όπως όλοι οι άνθρωποι αλλά αυτή ήταν η πρώτη μου φορά στην τελετή απονομής των βραβείων. Τα κατάφερα, έχοντας δώσει την υπόσχεση στον Μάρλον ότι δεν θα ακουμπήσω καν το Όσκαρ. Αλλά καθώς έφευγα από τη σκηνή το έκανα με θάρρος, αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια. Το έκανα με τους τρόπους των προγόνων μου και με τους τρόπους των αυτοχθόνων γυναικών» είπε η ίδια μιλώντας στο περιοδικό Variety πριν λίγα χρόνια, προσθέτοντας εμφατικά πως «βρέθηκα αντιμέτωπη με κινήσεις χεριών από το κοινό που σχημάτιζαν στερεοτυπικά ένα τόμαχωκ και άτομα που με αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα και τους αγνόησα όλους. Συνέχισα να περπατάω μπροστά με κάποιους φρουρούς ασφαλείας δίπλα μου και κράτησα το κεφάλι μου ψηλά στην ιστορία των αμερικανικών κινηματογραφικών βραβείων για να κάνω μία πολιτική δήλωση».
Η Ακαδημία Κινηματογράφου ανακοίνωσε ότι έφυγε από τη ζωή μετά από μάχη με τον καρκίνο του μαστού. Στο tweet του επίσημου λογαριασμού αναφέρεται πως «έφυγε ήσυχα στο σπίτι της στην πόλη Νοβάτο της Βόρειας Καλιφόρνια, έχοντας στο πλευρό της τα αγαπημένα της πρόσωπα».
«Είμαι πολύ άρρωστη. Έχω καρκίνο του μαστού σε τελικό στάδιο, που έχει κάνει μετάσταση στο δεξιό μου πνεύμονα. Κάνω χημειοθεραπείες εδώ και καιρό. Ως αποτέλεσμα, η μνήμη μου δεν είναι τόσο καλή, όπως ήταν. Είμαι διαρκώς κουρασμένη και είναι λογικό, αν σκεφτείς πως ο καρκίνος είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης», είχε δηλώσει η ίδια σε μια τελευταία συνέντευξη στον Guardian, τον Ιούνιο του 2021.
«Όταν πάω στον κόσμο των πνευμάτων, θα πάρω όλες αυτές τις ιστορίες μαζί μου. Όμως, όσο είμαι εδώ μπορώ να μοιραστώ μερικές. Θα πάω στον κόσμο των προγόνων μου. Σας λέω αντίο από τώρα. Κέρδισα το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου», είχε προσθέσει, ενώ ενθυμούμενη το επίμαχο στιγμιότυπο, συνόψισε όλη της την πράξη αυτή στα εξής:
«Το 1973, υπήρχε αποκλεισμός στα ΜΜΕ, αλλά και στην ίδια την κινηματογραφική βιομηχανία για το κίνημα των Αυτοχθόνων Αμερικανών. Οι Ινδιάνοι είχαν ελάχιστη εκπροσώπηση στη βιομηχανία της σώου-μπιζ και χρησιμοποιούνταν κυρίως ως κομπάρσοι», είχε πει, προσθέτοντας ότι δεν πρόλαβε να διαβάσει όλη την δήλωση διαμαρτυρίας του Μπράντο, λόγω πιεσμένου χρόνου.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πράξη της αυτή είχε αντίκτυπο τόσο στην ίδια, όσο και στον ίδιο τον Μπράντο. Η Σασίν έγινε αντικείμενο άγριων προσωπικών επιθέσεων, τόσο λεκτικών, όσο και σωματικών, όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, για πολλά χρόνια μετά από αυτό το περιστατικό.
Σχεδόν 50 χρόνια μετά τη διαμαρτυρία της Λιτλφέδερ στα Όσκαρ, ο πρόεδρος της Ακαδημίας, Ντέιβιντ Ρούμπιν, με επιστολή του ζήτησε συγγνώμη από την ίδια την Λίτλφέδερ: «Η κακοποίηση που υπέστης εξαιτίας αυτής της δήλωσης ήταν παράλογη και αδικαιολόγητη. Το συναισθηματικό φορτίο που περάσατε και το κόστος για την καριέρα σας στον κλάδο μας είναι ανεπανόρθωτα. Για πάρα πολύ καιρό το θάρρος που δείξατε δεν αναγνωρίζεται. Για αυτό, προσφέρουμε τόσο τη βαθύτατη συγγνώμη μας όσο και τον ειλικρινή μας θαυμασμό».
«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζούσα την ημέρα που θα το άκουγα, θα το ζούσα. Όταν ήμουν στο πόντιουμ το 1973, στάθηκα εκεί μόνη», είπε λίγο μετά η Σασίν, απαντώντας στην επιστολή αυτή και καταλήγοντας με νόημα ότι:
«Να θυμάστε πάντα ότι όποτε υποστηρίζεις την αλήθεια σου, κρατάς ζωντανή τη φωνή σου και τις φωνές των εθνών και του λαού μας. Παραμένω η Σαχίν Λιτλφέδερ. Σας ευχαριστώ πολύ».