Για πολλούς ήταν δεδομένο πως μία ταινία για τον Στέλιο Καζαντζίδη θα κάνει επιτυχία (εισπρακτική), άλλοι πάλι ήταν επιφυλακτικοί, καθώς το μέγεθός του για αρκετούς θαυμαστές του είναι δυσθεώρητο κι ήταν πιθανή μία θύελλα αντιδράσεων. Το δύσκολο έργο δημιουργίας μίας ταινίας μυθοπλασίας (κι όχι μίας βιογραφίας στα στενά όρια του όρου) για τον τεράστιο Έλληνα “αοιδό” ανέλαβε ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. Το σενάριο υπογράφει η Κατερίνα Μπέη (“Ευτυχία”, “Φόνισσα”) και τον πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ο Χρήστος Μάστορας. Υποκριτικά όμως οι δευτερεύοντες ρόλοι των Ασημένια Βουλιώτη και Κλέλιας Ρένεση είναι αυτοί χρωματίζουν την πλοκή και υποστηρικτικά φωτίζουν το πρόσωπο του κεντρικού ήρωα.
O μύθος του Καζαντζίδη αναζωπυρώνεται. Δεν είναι λίγοι που στο άκουσμα του “Στελάρα” ακόμα ανατριχιάζουν. Πριν όμως γίνει μεγάλος και τρανός βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια. Είδε τον πατέρα του να πέφτει νεκρός και έγινε το “αιώνιο” στήριγμα της μάνας ως μία έσχατη υπόσχεση στον βωμό της οικογενειακής εστίας. Η βαρυτική έλξη της φωνής του έκανε τους συνθέτες να θέλουν να τραγουδήσει τους στίχους τους προκειμένου να μείνουν για πάντα στην ιστορία. Η μουσική ήταν η διασκέδαση της εποχής. Ο Καζαντζίδης ξεκίνησε να τραγουδάει για τον λαό. Με έναν δικό του τρόπο πάντρεψε μουσικά είδη και τα εξέλιξε δίχως καλά καλά κι ο ίδιος να το συνειδητοποιήσει.
“Πέλαγος η φωνή του” και συνειδητά ο Τσεμπερόπουλος αποφασίζει να βάλει άνω τελεία και να μη συνεχίσει στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δε δημιουργεί μία αγιογραφία, με ένστικτο και σεβασμό αφαιρεί από την εξίσωση όλα όσα μπορούν να αποπροσανατολίσουν. Αντίθετα δείχνει το πρόσωπο ενός “αντισυμβατικού” ήρωα που θα παλέψει για τα πνευματικά δικαιώματα. Έναν άνθρωπο που αναλογίζεται την ιδέα του σωματείου και των συνδικάτων. Έναν άνθρωπο που νιώθει τα “ισχύς εν τη ενώσει” και το “διαίρει και βασίλευε”. Με αίσθηση τους χρέους, αξίες και ηθική πορεύεται και αντιμετωπίζει προσωπικά αδιέξοδα.
Ο Στέλιος διέγνωσε την ανάγκη της εποχής. Ταξίδεψε στους ξενιτεμένους και μίλησε στη ψυχή τους. Παράλληλα όμως αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα ότι η κατάσταση στη νύχτα εκτραχύνεται. Πάντα αναλογιζόταν το βάρος για ποιους ξεκίνησε να τραγουδάει κι όταν αντιλήφθηκε το “κακό”, την “απειλή”, τη “βρωμιά και δυσωδία” αποχώρησε με αξιοπρέπεια. Όσον κι αν του πρότειναν έκτοτε, κάτι ράγισε μέσα του. Ήταν ακριβώς το πάθος του να ικανοποιήσει ένα έθνος από άκρη σε άκρη. Δεν ήθελε να γίνει μέρος, κομμάτι του συστήματος και να τον αλέσει. Επέλεξε τη βάρκα, το νερό, τη φύση και το ψάρεμα.
Όλα αυτά επιλέγει να κινηματογραφήσει ένας από τους κορυφαίους Έλληνες σκηνοθέτες. Αμφιλεγόμενη η παρουσία του Μάστορα που κανείς δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει τη δουλειά που έκανε στο κομμάτι της φωνής, ταυτόχρονα όμως υποκριτικά υστερεί. Εύκολα θα πει κανείς και ποιος θα ήταν αντάξιος του Καζαντζίδη; Δυσκολεύομαι να σκεφτώ. Το ειδικό βάρος είναι μεγάλο. Αυτή είναι η αίσθηση που μου μένει. Σπουδαίο θεωρώ το σημείο που Τσεμπερόπουλος και Μπέη σταματούν. Η “αποκαθήλωση” του Στέλιου και το τελευταίο κομμάτι της ζωής του είναι κάτι που ο καθένας μπορεί να ερευνήσει και να κρίνει. Είναι αυτή ακριβώς η ευστροφία του δημιουργού που τον βγάζει από πολλούς μπελάδες και κάνει το εγχείρημά του να απογειωθεί.
Από το “Ρεμπέτικο” του Φέρρη στο παρόν με έναν τρόπο που οι λάτρεις του ελληνικού κινηματογράφου βιώνουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ναι για τον Καζαντζίδη ήρθαν οι Πόντιοι, ήρθε ο λαός που μεγάλωσε μαζί του, ήρθαν νέοι που άκουγαν τον μύθο τους και δε θέλουν να διαβάσουν, αλλά προτιμούν δύο ώρες στη μεγάλη οθόνη. Ήρθαν και έρχονται με αμείωτο ρυθμό. Υπάρχει όμως και το σινεφίλ κοινό που μπορεί να ένιωσε πως αυτό που βλέπει μπορεί να μη ξεπερνάει ερμηνευτικά, σε επίπεδο παλέτας χρωμάτων και συνολικά την “Ευτυχία” του Φραντζή, αλλά είναι ένα γράμμα από το παρελθόν, για το παρόν με στόχο να ταξιδέψει και στο μέλλον δίχως να χάσει την πυξίδα του. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το αμφισβητήσει κανείς.