Δεδομένου ότι στους ανθρώπους αρέσει η ευχαρίστηση και αντιπαθούν τον πόνο, θεωρητικά θα έπρεπε να επιδιώκουμε να βλέπουμε ιστορίες για ωραίους ανθρώπους που έχουν υπέροχες ζωές και είναι ευγενικοί μεταξύ τους και να αποφεύγουμε οτιδήποτε έχει σχέση με σκοτεινούς κινδύνους, δολοφόνους, βασανιστήρια και οποιαδήποτε άλλα φρικτά πράγματα. Τα ζόμπι, τα βαμπίρ, oι δαίμονες, οι serial killers και τα εκδικητικά πνεύματα θα έπρεπε, σύμφωνα με τη λογική, να αποκλείονται εντελώς από τις επιλογές της ψυχαγωγίας μας.
Και όμως, αντιθέτως, οποιοσδήποτε τυπικός κατάλογος ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που διατίθενται στις οθόνες των σπιτιών μας περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό ταινιών με σενάρια ανείπωτης φρίκης. Περιλαμβάνει επίσης κι άλλες υποκατηγορίες, όπως ιστορίες για κατά συρροή δολοφόνους και βίαιες δυστοπίες, καθώς και τη δυστυχώς πανταχού παρούσα απεικόνιση της σεξουαλικής βίας.
Είναι σαφές ότι οι φανταστικές ιστορίες, δηλαδή τα σενάρια, περιέχουν, και πάντα περιείχαν, μεγάλες ποσότητες πάθους, χωρίς το οποίο μια ιστορία θα ήταν ανιαρή και βαρετή. Οι ιστορίες αφορούν την ένταση και τη σύγκρουση, τον κίνδυνο και τις απειλές, όσο και την αγάπη και την επιτυχία. Έχουν σκοπό να περιέχουν όλο το μείγμα των συναισθημάτων που συναντάμε στη ζωή μας, μερικές φορές ταυτόχρονα, γιατί έτσι ζούμε τη συναισθηματική μας ζωή: μεικτά. Και όσο πιο εκρηκτικό το μείγμα, τόσο πιο εγγυημένη η επιτυχία μιας ταινίας. Διαχειριζόμαστε καθημερινά διαφορετικά συναισθήματα, τόσο αρνητικά όσο και θετικά, και ποτέ δεν επιτυγχάνουμε μια κατάσταση γαλήνιας και σταθερής εσωτερικής ευδαιμονίας. Έτσι, η μυθοπλασία αναπαράγει τη ζωή σε κάποιο βαθμό, ακόμη και στις πιο φανταστικές μορφές της, με ακόμη πιο ενισχυμένο τρόπο.
Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί η λογική, ότι για να είναι μια αφήγηση ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, η ιστορία πρέπει να περιλαμβάνει μια ορισμένη ποσότητα αντιξοοτήτων και απειλών, που δεν διαφέρουν από αυτές που μπορεί να συναντήσουμε στην πραγματική ζωή. Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί απολαμβάνουμε τις ιστορίες τρόμου, οι οποίες επιτίθενται στις αισθήσεις μας με αδυσώπητα ζόμπι, πάντα αποφασισμένα να στρατολογήσουν τους ζωντανούς στις τάξεις τους, ανατριχιαστικούς κλόουν, παραμορφωμένους τύπους με νύχια που σκοτώνουν στον ύπνο μας, δαίμονες και άλλες μορφές αφάνταστης φρικαλεότητας.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτό που απολαμβάνουμε σε αυτές τις ιστορίες είναι η ψυχολογική διέγερση που προκαλούν, η οποία είναι συναρπαστική, ακόμη και αν συνδέεται με το φόβο, που κανονικά είναι ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Όπως και στην περίπτωση της βόλτας με το τρενάκι του λούνα παρκ, βιώνουμε τον φόβο και τον ενθουσιασμό μαζί, το ένα άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο, και το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια ικανοποιητική εμπειρία, τουλάχιστον για κάποιους. Όπως στο τρενάκι του τρόμου, το οποίο προκαλεί μόνο την ψευδαίσθηση μιας επικείμενης σύγκρουσης, έτσι και στην ταινία τρόμου η δυνητική δυσάρεστη αίσθηση του φόβου περιορίζεται από τη γνώση ότι είμαστε αρκετά ασφαλείς στην κινηματογραφική αίθουσα και ότι τα βαμπίρ δεν θα μπορέσουν να μας δαγκώσουν. Άλλοι λένε ότι είναι η τελική εκτόνωση αυτής της έντασης στο τέλος κάθε φρικιαστικής σκηνής που πυροδοτεί την ψυχολογική ανταμοιβή.
Τι φοβόμαστε τελικά στο στοιχειωμένο σπίτι, στο νεκροταφείο τη νύχτα ή στο έρημο ξενοδοχείο; Άλλωστε, κανείς μας δεν είχε ποτέ μια κακή εμπειρία που να σχετίζεται με φάντασμα, γιατί απλούστατα τα φαντάσματα δεν υπάρχουν. Όσο για τα πτώματα, κάθε ζωντανός άνθρωπος είναι πολύ πιο πιθανό να μας βλάψει από ό,τι ακόμη και το πιο ανατριχιαστικό πτώμα. Αυτό που φοβόμαστε στο φάντασμα και το πτώμα είναι η ενσάρκωση του θανάτου – του δικού μας ενδεχόμενου θανάτου – και αυτό που φοβόμαστε στο σκοτεινό, έρημο μέρος – όπου ένας επιτιθέμενος μπορεί να κρυφτεί και οι άλλοι δεν είναι παρόντες για να βοηθήσουν – είναι ο κίνδυνος να συναντήσουμε αυτόν τον θάνατο. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν συμβεί», είπε ο Γούντι Άλεν. Αυτό είναι το κόλπο: να παρακολουθείς τα τρομακτικά υποκατάστατα του θανάτου από την ασφάλεια ενός καναπέ κρατώντας μια σακούλα ποπ κορν – η συγκίνηση του φόβου, χωρίς τον κίνδυνο.
Δεδομένου ότι στους ανθρώπους αρέσει η ευχαρίστηση και αντιπαθούν τον πόνο, θεωρητικά θα έπρεπε να επιδιώκουμε να βλέπουμε ιστορίες για ωραίους ανθρώπους που έχουν υπέροχες ζωές και είναι ευγενικοί μεταξύ τους και να αποφεύγουμε οτιδήποτε έχει σχέση με σκοτεινούς κινδύνους, δολοφόνους, βασανιστήρια και οποιαδήποτε άλλα φρικτά πράγματα. Τα ζόμπι, τα βαμπίρ, oι δαίμονες, οι serial killers και τα εκδικητικά πνεύματα θα έπρεπε, σύμφωνα με τη λογική, να αποκλείονται εντελώς από τις επιλογές της ψυχαγωγίας μας.
Και όμως, αντιθέτως, οποιοσδήποτε τυπικός κατάλογος ταινιών και τηλεοπτικών σειρών που διατίθενται στις οθόνες των σπιτιών μας περιέχει ένα μεγάλο ποσοστό ταινιών με σενάρια ανείπωτης φρίκης. Περιλαμβάνει επίσης κι άλλες υποκατηγορίες, όπως ιστορίες για κατά συρροή δολοφόνους και βίαιες δυστοπίες, καθώς και τη δυστυχώς πανταχού παρούσα απεικόνιση της σεξουαλικής βίας.
Είναι σαφές ότι οι φανταστικές ιστορίες, δηλαδή τα σενάρια, περιέχουν, και πάντα περιείχαν, μεγάλες ποσότητες πάθους, χωρίς το οποίο μια ιστορία θα ήταν ανιαρή και βαρετή. Οι ιστορίες αφορούν την ένταση και τη σύγκρουση, τον κίνδυνο και τις απειλές, όσο και την αγάπη και την επιτυχία. Έχουν σκοπό να περιέχουν όλο το μείγμα των συναισθημάτων που συναντάμε στη ζωή μας, μερικές φορές ταυτόχρονα, γιατί έτσι ζούμε τη συναισθηματική μας ζωή: μεικτά. Και όσο πιο εκρηκτικό το μείγμα, τόσο πιο εγγυημένη η επιτυχία μιας ταινίας. Διαχειριζόμαστε καθημερινά διαφορετικά συναισθήματα, τόσο αρνητικά όσο και θετικά, και ποτέ δεν επιτυγχάνουμε μια κατάσταση γαλήνιας και σταθερής εσωτερικής ευδαιμονίας. Έτσι, η μυθοπλασία αναπαράγει τη ζωή σε κάποιο βαθμό, ακόμη και στις πιο φανταστικές μορφές της, με ακόμη πιο ενισχυμένο τρόπο.
Επομένως, μπορεί να υποστηριχθεί η λογική, ότι για να είναι μια αφήγηση ενδιαφέρουσα και συναρπαστική, η ιστορία πρέπει να περιλαμβάνει μια ορισμένη ποσότητα αντιξοοτήτων και απειλών, που δεν διαφέρουν από αυτές που μπορεί να συναντήσουμε στην πραγματική ζωή. Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί απολαμβάνουμε τις ιστορίες τρόμου, οι οποίες επιτίθενται στις αισθήσεις μας με αδυσώπητα ζόμπι, πάντα αποφασισμένα να στρατολογήσουν τους ζωντανούς στις τάξεις τους, ανατριχιαστικούς κλόουν, παραμορφωμένους τύπους με νύχια που σκοτώνουν στον ύπνο μας, δαίμονες και άλλες μορφές αφάνταστης φρικαλεότητας.
Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτό που απολαμβάνουμε σε αυτές τις ιστορίες είναι η ψυχολογική διέγερση που προκαλούν, η οποία είναι συναρπαστική, ακόμη και αν συνδέεται με το φόβο, που κανονικά είναι ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Όπως και στην περίπτωση της βόλτας με το τρενάκι του λούνα παρκ, βιώνουμε τον φόβο και τον ενθουσιασμό μαζί, το ένα άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο, και το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια ικανοποιητική εμπειρία, τουλάχιστον για κάποιους. Όπως στο τρενάκι του τρόμου, το οποίο προκαλεί μόνο την ψευδαίσθηση μιας επικείμενης σύγκρουσης, έτσι και στην ταινία τρόμου η δυνητική δυσάρεστη αίσθηση του φόβου περιορίζεται από τη γνώση ότι είμαστε αρκετά ασφαλείς στην κινηματογραφική αίθουσα και ότι τα βαμπίρ δεν θα μπορέσουν να μας δαγκώσουν. Άλλοι λένε ότι είναι η τελική εκτόνωση αυτής της έντασης στο τέλος κάθε φρικιαστικής σκηνής που πυροδοτεί την ψυχολογική ανταμοιβή.
Τι φοβόμαστε τελικά στο στοιχειωμένο σπίτι, στο νεκροταφείο τη νύχτα ή στο έρημο ξενοδοχείο; Άλλωστε, κανείς μας δεν είχε ποτέ μια κακή εμπειρία που να σχετίζεται με φάντασμα, γιατί απλούστατα τα φαντάσματα δεν υπάρχουν. Όσο για τα πτώματα, κάθε ζωντανός άνθρωπος είναι πολύ πιο πιθανό να μας βλάψει από ό,τι ακόμη και το πιο ανατριχιαστικό πτώμα. Αυτό που φοβόμαστε στο φάντασμα και το πτώμα είναι η ενσάρκωση του θανάτου – του δικού μας ενδεχόμενου θανάτου – και αυτό που φοβόμαστε στο σκοτεινό, έρημο μέρος – όπου ένας επιτιθέμενος μπορεί να κρυφτεί και οι άλλοι δεν είναι παρόντες για να βοηθήσουν – είναι ο κίνδυνος να συναντήσουμε αυτόν τον θάνατο. «Δεν φοβάμαι τον θάνατο, απλώς δεν θέλω να είμαι εκεί όταν συμβεί», είπε ο Γούντι Άλεν. Αυτό είναι το κόλπο: να παρακολουθείς τα τρομακτικά υποκατάστατα του θανάτου από την ασφάλεια ενός καναπέ κρατώντας μια σακούλα ποπ κορν – η συγκίνηση του φόβου, χωρίς τον κίνδυνο.