Tην ώρα που οι περισσότεροι άνθρωποι περιμένουν την είσοδο του Ισραήλ στα εδάφη της Παλαιστίνης, προκειμένου να ισοπεδώσει ό,τι έχει απομείνει σαν ένα ακόμα παιχνίδι πολεμικού χαρακτήρα και στρατηγικής στην μνήμη μου έρχεται το ντοκιμαντέρ των Φιλίπ Γκναντ και Μίκι Γιαμίν, «Gaza Surf Club» που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 2017.

Ακούγοντας για τη λωρίδα της Γάζας το μυαλό μας πηγαίνει σε πόλεμο, συνεχείς ένοπλες συρράξεις των Παλαιστινίων με τους Ισραηλινούς κι ένα ποτάμι αίματος δίχως τέλος. Μία ταινία τεκμηρίωσης διάρκειας μόλις 90 λεπτών έχει τη δύναμη να μας δείξει πως οι άνθρωποι έχουν κερδίσει τη δική τους προσωπική ελευθερία, μέσα στη δίνη της καθημερινότητας. Το σκηνοθετικό δίδυμο δημιούργησε ένα έργο για την πάλη του ανθρώπου κόντρα σε Θεούς και δαίμονες, απέναντι στα υψηλότερα κύματα κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν στην μεγαλύτερη υπαίθρια φυλακή του κόσμου. Δεν το επέλεξαν, κανείς δεν μπορεί να πει πως τους αξίζει. Εκεί που η λέξη εκεχειρία είναι σχεδόν άγνωστη, τα όνειρα κι ελπίδα δεν σβήνουν. Η θάλασσα κι ο ανοιχτός ορίζοντας είναι το ιδανικό περιβάλλον για να ατενίζεις το μέλλον με αισιοδοξία και να ζήσεις ακόμα κι αν γνωρίζεις πως αύριο μπορεί να πεθάνεις δίχως να έχεις προκαλέσει και να φταις το παραμικρό. Σχήμα οξύμωρο. Απόλυτα αληθινό όμως στην προκειμένη περίπτωση. Όλα αυτά φυσικά μέχρι τη γενίκευση της σύγκρουσης πριν από περίπου μία εβδομάδα.

Οι κάτοικοι στις μαρτυρίες τους είναι απόλυτα ειλικρινείς. Το σερφ γίνεται τρόπος ζωής τόσο στη θάλασσα, όσο και στην καθημερινότητα περνώντας εμπόδια, ανεβαίνοντας το δικό τους γολγοθά. «Πού είναι η ελπίδα; Να την ψάξουμε κι εμείς». Μεταξύ αστείου και σοβαρού ακούγεται χαρακτηριστικά στις στιχομυθίες μεταξύ των πρωταγωνιστών: «καλύτερα να χάσω το παιδί μου, παρά τη σανίδα μου. Παιδί παντρεύεσαι και ξανακάνεις, σανίδα όμως πως θα ξαναφέρεις;». Πραγματικά τρομερό. Η παραλία συνεχίζει να παραμένει η μοναδική διέξοδος.

Γάζα

Ξαφνικά το σκηνικό μεταφέρεται στη Χαβάι στην άλλη άκρη του κόσμου. Εκεί πηγαίνει κάποιος με στόχο να μεταφέρει πίσω στην πατρίδα τεχνοτροπία και γνώσεις για το άθλημα που τόσο αγαπά ο λαός και το έχει κάνει μόνιμη διέξοδο διαφυγής. Ένας κόσμος γεμάτος αντιθέσεις μεταξύ των δύο κρατών. Διαφορά κουλτούρας, αντιλήψεων, ελευθερίας και συνθηκών ζωής. Στη νέα στάση δεν υπάρχει απειλή, δεν μαίνεται πόλεμος. Όλα μοιάζουν να κυλούν ήρεμα.

Την ίδια ώρα στην Παλαιστίνη η πίεση αντικατοπτρίζεται στη συμπεριφορά των κατοίκων. Ρατσισμός, γυναίκα σε κατώτερη μοίρα από τον άντρα και σε αντιδιαστολή φιλοδοξίες νέων ανθρώπων («θέλω να γίνω γιατρός, όταν μεγαλώσω»). Τα παιδιά έχουν ανάγκη από παιχνίδι κι όνειρα. Από στιγμές ξεγνοιασιάς, πριν ενηλικιωθούν κι έρθουν αντιμέτωπα με τις ευθύνες.

Μέσα στη δράση που εκτυλίσσεται, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η απαλή μουσική. Ένα κομμάτι που γεμίζει, γεμίζει και μονάχα στο φινάλε ακούγεται ολόκληρο. Το ντοκιμαντέρ χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη σκηνών βίας και κλείνει με ένα αισιόδοξο μήνυμα. «Η Γάζα κάποτε ήταν το καλύτερο μέρος του κόσμου. Σήμερα είναι το χειρότερο. Ο καιρός όμως έχει γυρίσματα και σύντομα, θα ξανά είναι όπως παλιά».

Ενημερωτικό, συμβολικό, συγκινητικό, ρεαλιστικό, μα πάνω απ΄όλα ανθρώπινο, ύμνος στον αγώνα για τη ζωή. Δυστυχώς όμως η ίδια η αλληλουχία των γεγονότων έρχεται να διαψεύσει τις προσδοκίες ενός ολόκληρου λαού που συνεχώς συρρικνώνεται από το 1946 μέχρι και σήμερα. Η ανάδειξη της Χαμάς σε ηγέτιδα δύναμη και μοχλό πίεσης συνδέεται άρρηκτα με τον αέναο διωγμό των Παλαιστινίων.

Η Γάζα μετατράπηκε στο πέρασμα του χρόνου σε ένα στρατόπεδο προσφύγων. Μένει να φανεί αν μετά τη σημερινή κλιμάκωση και την εντεινόμενη κρίση αυτοί οι άνθρωποι θα έχουν ξανά τη ευκαιρία να κάνουν σερφ με οτιδήποτε συνεπάγεται η «μυσταγωγία» της διαδικασίας. Τα περιθώρια θετικής σκέψης για κακή μας τύχη δεν είναι μεγάλα…