Mέσα σε ένα Φεστιβάλ μικρού μήκους ανακαλύπτεις μικρά διαμαντάκια που αφήνουν υποσχέσεις για το μέλλον. Μία τέτοια περίπτωση είναι το “Θερμοκήπιο” του Γιώργου Γεωργακόπουλου. Είχαμε την τύχη να το παρακολουθήσουμε στη Δράμα και σε λίγες ημέρες ταξιδεύει για την Αθήνα. Σε αυτό το “ταινιάκι” ξεχώρισε ο πρωταγωνιστής Φαμπρίτσιο Μούτσο. Τον συναντήσαμε και συζητήσαμε για τη διαδρομή της ζωής του, για το μεγάλο του όνειρο, για τις δυσκολίες, για τον κινηματογράφο και τον καθημερινό μαραθώνιο.

– Καλησπέρα Φαμπρίτσιο, θα ήθελες να μας πει μερικά λόγια για τη διαδρομή σου;
Καλησπέρα σας, και ευχαριστώ πολύ για την συνέντευξη. Γεννήθηκα στην Λούσνιε της Αλβανίας τον Σεπτέμβριο του 1994 και τα Χριστούγεννα όντας τριών μηνών ήρθαμε με την οικογένεια στην Ελλάδα κι έκτοτε ζούμε στη Θεσσαλονίκη. Το 2013 ξεκίνησα στην δραματική σχολή ”Ανδρέας Βουτσινάς”. Τον Ιούνιο του 2014 γίνεται ένα casting στην σχολή για την νέα ταινία του Κ. Γιάνναρη ”Το Ξύπνημα της Άνοιξης”, όπου με επιλέγουν οι casting directors Σωτηρία Μαρίνη και ο Άκης Γουρζουλίδης. Αφού με είδε και ο ίδιος ο κ. Γιάνναρης έπαιξα για πρώτη φορά σε ταινία. Θα τους είμαι για πάντα ευγνώμων. Από τότε έχω συμμετάσχει σε κάποιες διπλωματικές φίλων μου στο τμήμα της Θεάτρου στο ΑΠΘ και σε δυο ακόμα παραστάσεις για μικρά παιδιά. Φέτος είχα την τύχη να συνεργαστώ με το ΚΘΒΕκαι τον Γιάννη Σκουρλέτη στην ”Τριλογία του παραθερισμού ” του Kάρλο Γκολντόνι. Το 2021 πήρα την απόφαση να δώσω ξανά πανελλήνιες, διότι ένιωθα ότι δεν θα αντέξω για πολύ να κάνω δουλειές του «ποδαριού». Ευτυχώς πέρασα στην Φιλοσοφική του ΑΠΘ στο τμήμα Φιλολογίας.

– Πώς είναι η άτυπη μάχη μεταξύ καριέρας και καθημερινών πειρασμών; Τι είναι για σένα μία διαδρομή προς τη “Γιουβέντους”;
Δεν έχω νιώσει κάτι τέτοιο, είναι κάτι που δεν υπήρχε πρακτικά. Θα ήταν πολυτέλεια να υπάρχει τέτοια μάχη στη ζωή μου. Από τότε που τελείωσα το σχολείο δουλεύω. Δεν υπάρχει η έννοια της καριέρας για μένα, αλλά της επιβίωσης. Δεν μείναμε ποτέ χωρίς φαγητό στο σπίτι ή χωρίς ρεύμα, αλλά αυτό έγινε διότι έπρεπε να δουλεύω και εγώ στο σπίτι. Ευτυχώς που έγινε και έτσι, γιατί αντλώ πράγματα για τους ρόλους μου από τις συναναστροφές μου με τους ανθρώπους από όλες τις διαφορετικές δουλειές που έκανα. Αν δεν είχα δουλέψει ως ψεκαστής για κουνούπια στα χωριά της Χαλκιδικής πόρτα-πόρτα, δεν θα είχα ιδέα πως είναι να δουλεύεις σε θερμοκήπια. Για μένα η ”Γιουβέντους” μου ήταν και θα είναι όταν καταφέρνω και παίζω σε μια παράσταση που έχω βάλει στόχο να παίξω. Το να είμαι σερβιτόρος, κόπτης σε βιοτεχνία, καντηλανάφτης σε εκκλησία, σε γυράδικο  διαφημιστικά και ό,τι άλλο, είναι η προπόνηση μου για την επόμενη ”Γιουβέντους”.

– Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον κ.Γεωργακόπουλο και τους υπόλοιπους συντελεστές;
Τον Γιώργο τον γνώρισα τυχαία. Έψαχνα μια καρέκλα να καθίσω σε ένα μαγαζί που είχα βγει με φίλους και εκεί τυχαία πέφτει το μάτι μου σε μια παρέα που είχαν αφήσει τα ρούχα τους πάνω σε άλλες καρέκλες. Κάπου με είχε δει και με αναγνώρισε ότι ήμουν ηθοποιός. Έτσι μιλήσαμε και ξεκίνησε η συνεργασία μας. Είχε πρόγραμμα, δουλέψαμε τις σκηνές μια-μια, κάναμε πολλές πρόβες πριν τα γυρίσματα. Είχαμε μια άψογη συνεργασία, χτίσαμε την εμπιστοσύνη βήμα βήμα. Νομίζω αυτό είναι ένα από τα κλειδιά για μια καλή συνεργασία, σε οποιαδήποτε δουλειά. Εύχομαι να είναι και οι επόμενες συνεργασίες μου στο μέλλον έτσι. Θα του είμαι για πάντα ευγνώμων. Με τους υπόλοιπους ηθοποιούς, παρ΄ότι είχαμε πολύ λίγο χρόνο για πρόβα, μάλιστα με κάποιους συναντηθήκαμε κατευθείαν στο γύρισμα, ένιωσα ότι δέσαμε πολύ γρήγορα και είχαμε επίσης μια άψογη συνεργασία. Τους ευχαριστώ από καρδιάς.

Από την ταινία “Θερμοκήπιο”

– Τι θα συμβούλευες τα νέα παιδιά που έχουν το ποδόσφαιρο, ως Θεό;
Εδώ με πιάνεις τελείως αδιάβαστο. Μόνο το όνομα μου έχει σχέση με το ποδόσφαιρο. Προσωπικά δεν ξέρω να κλωτσάω την μπάλα. Επαιζε ο πατέρας μου μέχρι μια ηλικία και από την αγάπη του για τον Φαμπρίτσιο Ραβανέλι (που έπαιζε και στην Γιουβέντους) μου έδωσε το όνομα του. Η συμβουλή μου είναι η ίδια όπως και για τα υπόλοιπα αθλήματα. Αν την έχουν όπως τον Θεό τότε να την έχουν με όλη την έννοια της έκφρασης, να το αγαπούνε. Να αγαπούνε τους φίλους και συμπαίχτες τους, να αγαπούνε και να προσέχουν δύο φορές παραπάνω τους αντιπάλους τους, να χαίρονται με τις επιτυχίες τους και να δίνουν το χέρι και το σεβασμό στον αντίπαλο όταν χάνουν και να πεισμώνουν για το καλύτερο στην προπόνηση για την επόμενη φορά. Ο φανατισμός δεν οδήγησε πότε κανέναν σε επιτυχίες, ο φανατισμός κλείνει σπίτια, τουλάχιστον δύο κάθε φορά.

– Mίλησέ μας για τον ρατσισμό στις πτυχές της Τέχνης;
Ευτυχώς δεν το βίωσα ποτέ σε οτιδήποτε καλλιτεχνικό συμμετείχα. Θα στεναχωριόμουν πολύ νομίζω. Το έχω ζήσει και δεν είναι όμορφο. Δεν χρειάζεται να είναι κάτι με φωνές ή με λεκτικά σχόλια. Φτάνει και ένα βλέμμα όταν λέω το όνομα μου και με ρωτάνε «Από πού;»… Περιμένουν να ακούσουν Ιταλία.

– Πώς αισθάνθηκες για τη βράβευση;
Χάρηκα πολύ. Με βοήθησε να έρθω σε επαφή με περισσότερα άτομα του χώρου και εύχομαι να κρατήσω επαφές.

– Tι μας επιφυλάσσει το μέλλον;
Προσωπικά, μου επιφυλάσσει «πρωινός, πρωινός, ρεπό, ρεπό» και μετά παίρνω το πρόγραμμα της επόμενης εβδομάδας στο εστιατόριο που είμαι τώρα. Θα συνεχίσω να κυνηγάω το όνειρό μου με σκληρή δουλειά και ό,τι γίνει.