Από το ψυχαναγκαστικό σύμπαν του “Pi” (1998) μέχρι τη σωματική φθορά του “The Whale” (2022), ο Darren Aronofsky έχει χτίσει μια φιλμογραφία που προκαλεί ρίγος, δυσφορία και θαυμασμό με την ίδια ένταση. Το σινεμά του δεν είναι απλώς δύσκολο, είναι μια εμπειρία που απαιτεί από τον θεατή να σταθεί γυμνός απέναντι στα πιο άβολα κομμάτια της ανθρώπινης φύσης.
Αν υπάρχει κάποιος κανόνας στο έργο του Darren Aronofsky, αυτός είναι ότι οποιαδήποτε ταινία από τις εννέα μεγάλου μήκους που έχει κάνει, θα είναι μια εξαντλητική εμπειρία. Ποτέ δεν επιεικής με το πόσο άβολα θα μας κάνει να αισθανθούμε, τα χτυπήματα στα δάχτυλα των ποδιών, τα τρυπήματα στο κεφάλι, την αγωνία και τη δυστυχία, – είτε πρόκειται για ένα σαρωτικό βιβλικό έπος όπως ήταν ο “Νώε” (2014), είτε για την τραγωδία μια μπαλαρίνας όπως στο “Black Swan” (2010) – ο Aronofsky έχει εδραιώσει την ιδιότητά του ως ένας από τους πιο διχαστικούς σκηνοθέτες του σύγχρονου κινηματογράφου. Ένας από τους λόγους πίσω από το θράσος του ύφους που έχουν οι ταινίες του θα μπορούσε να είναι η απόλυτη αυτοπεποίθηση ή η φιλοδοξία που διαλύει τον φόβο, ο 56χρονος σκηνοθέτης ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής αμέσως μετά τη δημιουργία της ταινίας αποφοίτησής του, σε ηλικία 28 ετών.
Έχοντας κάνει την πρώτη του εμφάνιση σε κινηματογραφικά φεστιβάλ το 1998, με το εντυπωσιακό ντεμπούτο του, το “Pi”, που έκανε πρεμιέρα στο Sundance, ο Aronofsky έκτοτε αποτελεί μια εκρηκτική παρουσία. Το έργο του συχνά αντιμετωπίζεται με έντονες συζητήσεις -καθώς και με λογοκρισία ή απαγορεύσεις- με τις κατηγορίες που εκτοξεύονται στον σκηνοθέτη να καλύπτουν θέματα ηδονοβλεψίας, χειραγώγησης και εκμετάλλευσης. Ο Aronofsky όμως παραμένει πιστός στις ανθρωπολογικές του ρίζες – αφού σπούδασε βιολόγος πεδίου στην Κένυα και την Αλάσκα ως έφηβος, σπούδασε ανθρωπολογία στο Χάρβαρντ – το ιδιαίτερο θέμα του καλλιτέχνη είναι συνήθως το μυαλό, για αυτό και λεηλατεί αδυσώπητα την ψυχή των κύριων χαρακτήρων του για να διερευνήσει τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Στον κινηματογραφικό κόσμο των εύκολων συγκινήσεων και των γρήγορων συναισθημάτων, ο Darren Aronofsky αποτελεί σχεδόν αναχρονισμό. Οι ταινίες του δεν είναι φτιαγμένες για να τις απολαύσεις, αλλά για να τις αντέξεις. Είναι ιστορίες που διαλύουν τον άνθρωπο μέχρι το κόκαλο, αποκαλύπτοντας πίσω από το δράμα ένα φιλοσοφικό σχόλιο για την πίστη, την ενοχή και την εμμονή.
Το τελευταίο του έργο,το “Caught Stealing” είναι μια άγρια διαδρομή μέσα στο μείγμα υποκουλτούρων και κοινοτήτων που αποτελούν τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1990. Ο Charlie Huston διασκευάζει το μυθιστόρημα του για την οθόνη και ο πρωταγωνιστής του Austin Butler, που υποδύεται τον Hank, κάνει το λάθος να συμφωνήσει να κάνει κουμάντο στον γείτονά του Matt Smith με αποτέλεσμα να καταλήγει στο επίκεντρο μιας αντιπαράθεσης μεταξύ αντιμαχόμενων βαρόνων ναρκωτικών. Για έναν σκηνοθέτη τόσο γνωστό για την ενασχόλησή του με βαριά και σκοτεινά θέματα, αυτή η ταινία είναι μια στροφή σε πιο ανάλαφρα είδη, αν και η ιστόριες του εξακολουθούν να συνδέονται με ένα υπαρξιακό νήμα.
Η εμμονή ως πυρήνας αφήγησης
Από το ντεμπούτο του “Pi”, ήταν ξεκάθαρο ότι ο Aronofsky δεν ενδιαφερόταν για τον ρεαλισμό, αλλά για την ψύχωση, στην ταινία ο μαθηματικός Max Cohen, είναι κλεισμένος σε ένα ασπρόμαυρο χάος αριθμών και δεν αναζητά απλώς ένα μοτίβο στο σύμπαν, αναζητά νόημα. Και όταν το βρίσκει, συνειδητοποιεί ότι η αλήθεια μπορεί να είναι αφόρητη. Η ίδια θεματική διαπερνά ολόκληρη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Από τον εξαρτημένο κόσμο του “Requiem For a Dream” (2000), όπου κάθε χαρακτήρας καταστρέφεται από την ανάγκη του να γεμίσει ένα εσωτερικό κενό, μέχρι το “Black Swan”, όπου η τελειότητα μετατρέπεται σε παράνοια, ο Aronofsky εξετάζει τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος φτάνει στο σημείο που η φιλοδοξία συναντά την αυτοκαταστροφή. Οι ήρωες του δεν είναι ποτέ «ήρωες», είναι θύματα της ίδιας τους της εμμονής και εκεί ακριβώς βρίσκεται η ομορφιά τους.
Για τον Aronofsky, το ανθρώπινο σώμα είναι ένας καμβάς που κουβαλάει ιστορίες ενοχής, επιθυμίας και μετάνοιας. Στο “The Wrestler” (2008), ο Mickey Rourke ενσαρκώνει έναν ξεπεσμένο παλαιστή που τιμωρεί τον εαυτό του προσπαθώντας να εξιλεωθεί μπροστά σε ένα κοινό που ίσως δεν τον θυμάται καν. Η φυσική του φθορά είναι η μεταφορά της ψυχικής του εξάντλησης.
Δέκα χρόνια αργότερα, στο “The Whale”, ο Brendan Fraser κουβαλάει ένα σώμα-φυλακή και ο σκηνοθέτης εδώ δεν ενδιαφέρεται να προκαλέσει οίκτο, ενδιαφέρεται να μας αναγκάσει να κοιτάξουμε εκεί που συνήθως αποστρέφουμε το βλέμμα. Το σώμα δεν είναι απλώς εργαλείο πόνου, είναι και τόπος λύτρωσης. Αυτή η ωμή ειλικρίνεια έχει γίνει το χαρακτηριστικό των ταινιών του, αφού δεν φοβάται να κάνει το κοινό του να νιώσει άβολα, γιατί ο ίδιος πιστεύει πως εκεί, στην αμηχανία, βρίσκεται η ουσία της ανθρώπινης εμπειρίας.
Η σχέση του Aronofsky με τη θρησκεία είναι διαρκώς αμφίθυμη, μισή πίστη, μισή βλασφημία. Στο “Noah”, παίρνει την πιο γνωστή βιβλική ιστορία και τη μετατρέπει σε σκοτεινό, οικολογικό έπος. Στο “Mother!” (2017), μετατρέπει το σπίτι μιας γυναίκας σε αλληγορία για τη γη και την ίδια τη δημιουργία, στήνοντας ένα φιλμ που μοιάζει περισσότερο με τελετουργία παρά με αφήγηση. Οι κριτικοί το λάτρεψαν ή το μίσησαν όπως συμβαίνει πάντα με τις ταινίες του. Αλλά τελικά αυτό είναι το στοίχημα του, να κάνει σινεμά που σε αναγκάζει να πάρεις θέση. Ο Aronofsky δεν ψάχνει θαυμαστές, ψάχνει θεατές πρόθυμους να αμφισβητήσουν και να προβληματιστούν.
Η «άβολη» αισθητική
Ο Aronofsky δεν ενδιαφέρεται για τη χολιγουντιανή ομορφιά, τα πλάνα του είναι συχνά ασφυκτικά, το μοντάζ του σπασμωδικό, ο ρυθμός του σχεδόν παραληρηματικός. Είναι το είδος σκηνοθέτη που δεν σε αφήνει να χαλαρώσεις ούτε για δευτερόλεπτο και που κάθε του ταινία μοιάζει να φωνάζει και να σε ταρακουνάει. Αυτή η αισθητική ένταση είναι που τον καθιστά μοναδικό γιατί δεν ενδιαφέρεται να σε διασκεδάσει, σκοπός του είναι να σε συγκλονίσει. Και αν το κοινό νιώσει δυσφορία, τότε έχει πετύχει ακριβώς αυτό που ήθελε. Στην ουσία, ο Aronofsky είναι ένας δημιουργός που μιλάει για τη σύγχρονη αγωνία, τη σύγκρουση ανάμεσα στην πίστη και την απώλεια, την τελειότητα και την αποτυχία, τη ζωή και τη φθορά. Οι ταινίες του λειτουργούν σαν καθρέφτης για μια γενιά που παλεύει ανάμεσα στην ανάγκη για νόημα και στον φόβο της αποτυχίας.
Σε έναν κόσμο που αναζητά τη βολική συγκίνηση των εύκολων ιστοριών, ο Aronofsky παραμένει πιστός στο άβολο. Και ίσως γι’ αυτό, 25 χρόνια μετά το πρώτο του φιλμ, εξακολουθεί να είναι τόσο αναγκαίος. Στο “Pi” διέλυσε τις συμβάσεις των θρίλερ και έσπειρε τους θεματικούς σπόρους που θα άνθιζαν σε όλες τις επόμενες ταινίες του, από τον εθισμό στη θρησκεία και ψυχική κατάρρευση.
Μια ολοκληρωμένη, παραληρηματική, ακόμη και αηδιαστική πανδαισία από γρήγορα κοψίματα, split screens, κάμερες με προσαρμοσμένο σώμα και time lapse, η καινοτόμος για την εποχή προσπάθεια του σκηνοθέτη να αναπαραστήσει την εμπειρία της χρήσης ναρκωτικών στην οθόνη ήταν, όπως ήταν αναμενόμενο, αμφιλεγόμενη. Οι παραισθησιογόνες σκηνές και τα υποκειμενικά πλάνα χρησιμεύουν ως μια απομυθοποίηση των ελαττωματικών χαρακτήρων του.
Για έναν σκηνοθέτη που συχνά χαρακτηρίζεται από την ιλιγγιώδη φιλοδοξία του, η υπνωτιστική τρίτη ταινία του Aronofsky είναι αναμφισβήτητα το μεγαλύτερο άλμα της πίστης του. Κινούμενος επικά ανάμεσα στον χρόνο και τον χώρο, την αγάπη που μοιράζονται οι χαρακτήρες του Hugh Jackman και της Rachel Weisz, που τους συνδέει μέσα από μια τριάδα αλληλένδετων ιστοριών, ως κατακτητής στην εποχή των Μάγια, ως ταξιδιώτης στον 26ο αιώνα και ως σύγχρονος χειρουργός που αναζητά θεραπεία για τον καρκίνο. Αντιμετωπίζοντας αρκετά εμπόδια στο ταξίδι της προς την ολοκλήρωσή της – και ιδιαίτερα ο Brad Pitt, ο οποίος επρόκειτο να πρωταγωνιστήσει, εγκατέλειψε την παραγωγή – η ταινία δυσφημίστηκε άδικα κατά την κυκλοφορία της. Κι όμως, η ταινία “The Fountain” που είναι εμπνευσμένη από τα γραπτά του Eduardo Galeano, με αυτή τη στοχαστική ματιά στην ευθραυστότητα της θνητότητας είναι ίσως το πιο ειλικρινές έργο του σκηνοθέτη.
Ο Darren Aronofsky δεν κάνει απλώς σινεμά, κάνει πειράματα πάνω στην ψυχή και μας προκαλεί να δούμε τη δίκη μας. Κάθε του ταινία είναι μια δοκιμασία, μια τελετουργία αυτογνωσίας, κι αν το έργο του μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα, είναι ίσως επειδή λέει την αλήθεια με τρόπο που δε θέλουμε να ακούσουμε και να δούμε. Σίγουρα ο κινηματόγραφος του δεν είναι εύκολος, είναι όμως απαραίτητος.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.