Είναι Αύγουστος του 1999, η Αθήνα ετοιμάζεται να γίνει ευρωπαϊκή πόλη και ο Ρένος Χαραλαμπίδης, αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία όπως την ονειρεύτηκε, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, με συμμάχους του τον ρομαντισμό και την μελαγχολική φωνή της Έλλης Πασπαλά. Ένας αντιφατικός άντρας, συναντάει τυχαία μία όμορφη νέα γυναίκα και περιφέρονται μαζί στην άδεια Αθήνα. Δεν θα συμβεί φαινομενικά τίποτα, απλά μία νυχτερινή βόλτα. Η ταινία ήταν αποτυχία στην εποχή της, αλλά για κάποιο λόγο επανήλθε στην επικαιρότητα το 2016, έγινε και musical στην Στέγη (!) το 2022 και πέρασε στον μύθο του αθηναϊκού ιντερνετικού ρομαντισμού. Ρενό… ούτε του παπά.
H ιδέα δεν είναι κακή, αλλά φυσικά δεν είναι και πρωτότυπη. Το 1995, η θρυλική επίσης ταινία “Before Sunrise” με τον Ethan Hawke και την Julie Deply, έχει παρόμοια υπόθεση. Εν αντιθέσει με τα “Φτηνά Τσιγάρα” μας βέβαια, αυτή έγινε αμέσως επιτυχία και μάλιστα οδήγησε σε άλλες δύο ταινίες, με την διάσημη πλέον τριλογία (“The Before Trilogy”) να έχει αφήσει εποχή. Πιασάρικο το θέμα, λοιπόν, μιλήστε μας για αυτό. Άντί για Βιέννη έχουμε Αθήνα αλλά δεν μας πειράζει, αντί για σοφιστικέ Γαλλίδα έχουμε την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στα μικράτα της που είναι μία αστική θέα και καλτ θρύλοι (Κώστας Τσάκωνας, Άλκης Παναγιωτίδης) συμπληρώνουν το σκηνικό δίνοντας ρέστα σε δεύτερους ρόλους. Ακούγεται ωραίο ε; Ναι, μέχρι να το δεις.
Το πρόβλημα της ταινίας είναι κυρίως το σενάριο. Όχι η πλοκή, αλλά οι ατάκες. Ατάκες που οι χαρακτήρες ξεφουρνίζουν χωρίς τύψεις. Και μια και λέμε για χαρακτήρες. Ο ρόλος του Χαραλαμπίδη, ο Νίκος, είναι το μεγάλο φιάσκο της ταινίας. Φυσικά είναι και ο λόγος που πολλοί αγάπησαν αυτή την ταινία. Σχήμα οξύμωρο. Ένας αθεράπευτα (εγώ θα πω μέχρι αδικαιολόγητης αηδίας) ρομαντικός τύπος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει μια πανέμορφη κοπέλα, με ένα σωρό ατάκες που δεν είναι δικές του. Με περισπούδαστο ύφος ξεστομίζει πράγματα που είτε θυμίζουν κείμενα που έγραφαν έφηβες στα λευκώματα τους τον προηγούμενο αιώνα, είτε τσιτάτα του Κοέλιο. Ένας χαρακτήρας που πραγματικά μοιάζει περισσότερο με κάποια φάρσα που στήνει στον εαυτό του ο ηθοποιός, παρά με χαρακτήρα ταινίας με κίνητρα και σκέψεις. Αμέσως, αυτό ακούγεται καλύτερη ιδέα για ταινία, θα πω εγώ.
Ακατάσχετη μπουρδολογία, “δηθενιές”, ψαρωτικά “σεντόνια” και ουσία πουθενά. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι πολλές φράσεις είναι “εμπνευσμένες” από το έργο και το ύφος του συγγραφέα, Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος, έζησε γρήγορα και πέθανε νωρίς, αλλά με τα βιβλία του όπως “Η γραμμή του Ορίζοντος” και “Οι πτυχιούχοι” άφησε το δικό του αποτύπωμα στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Αλλά στα “Φτηνά Τσιγάρα”, οι ατάκες αυτές μοιάζουν παράταιρες και περιττές, όπως το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου. Ο Βακαλόπουλος, που εργάστηκε και στο σενάριο ταινιών, είχε ένα πολύ ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, πολύ προσωπικό που δεν αντιγράφεται, και εφόσον αντιγραφεί θα πρέπει να είναι η τέλεια μίμηση. Η έμπνευση βέβαια από άλλους δεν σταματάει εδώ, καθώς αν προσέξει κάνεις, θα ακούσει ατάκες που του “θυμίζουν” άλλες ταινίες όπως το “Boy Μeets Girl” του 1984, και την ατάκα «σκαρφίζομαι τίτλους ταινιών» ως απάντηση στην ερώτηση τι δουλειά κάνεις. Νιώθεις άβολα για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο κλισέ μέσα στον μπερδεμένο καπνό που τους σκεπάζει, καθώς καπνίζουν ασταμάτητα, σχεδόν σε κάθε πλάνο σαν να θέλουν να μας υπενθυμίζουν τον τίτλο της ταινίας κάθε λεπτό. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά ο τελευταίος άνθρωπος που θα μου ερχόταν στο μυαλό, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Το όνομα μου είναι Μέγας Ανατολικός», λέει ο Νίκος όταν η κοπέλα ρωτάει – για εκατοστή φορά – το όνομα του. Ο «Μέγας Ανατολικός» λοιπόν είναι το opus magnum του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Περιγράφει την ζωή των επιβατών ενός υπερωκεάνιου, όπου επιδίδονται σε διάφορες σεξουαλικές πρακτικές, χωρίς όρια και κανόνες. Ο Εμπειρίκος, που ήταν και ψυχαναλυτής, βλέπει την ευδαιμονία σε ένα κόσμο αυτοδιάθεσης και απόλυτης ελευθερίας και ο Μέγας Ανατολικός είναι μία αλληγορία αυτού, μια φιλοσοφική ας πούμε πορνογραφία. Επειδή όμως μόλις έριξα μία σταγόνα ρούμι σε μία κατσαρόλα με κόκα κόλα, δεν σημαίνει ότι θα πιείτε και Cuba Libre. Η αναφορά αυτή είναι άσχετη με το ρομαντικό περιβάλλον που στήνει επί τόση ώρα ο Χαραλαμπίδης. Ο αθεράπευτος ρομαντισμός και ο κόσμος του συναισθήματος που ο Νίκος οραματίζεται, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τον κόσμο της λατρείας της σάρκας που χτίζει ο Εμπειρίκος καθώς οι δρόμοι που ακολουθούν οι αναζητητές της ευδαιμονίας στον Μεγάλο Ανατολικό, όπου περιγράφονται μεταξύ άλλων επεισόδια κτηνοβασίας και παιδεραστίας, είναι αρκετά διαφορετικοί από τις τακτικές του Νίκου. Που κολλάνε όλα αυτά θα μου πείτε και με το δίκιο σας. Δεν ξέρω ρωτήστε τον Ρένο.
Αλλά λόγια να αγαπιόμαστε κυριολεκτικά. «Το επάγγελμα που μου ταιριάζει είναι αυτό του Θεού», συνεχίζει ο ήρωας μας. Και το κοινό μασάει. Επειδή ό,τι λέει σε πιάνει εξ απήνης, επειδή μοιάζει να είναι έτοιμος για όλα και επειδή η μουσική του Παναγιώτη Καλατζόπουλου υποβάλλει μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, δεν σημαίνει ότι όλα αυτά μαζί λειτουργούν. Οπτικά είναι μία όμορφη ταινία. Η άδεια νυχτερινή Αθήνα και η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, είναι αρκετές για να ομορφύνουν κάθε κάδρο αλλά όχι για να μετατρέψουν αυτόν το σεναριακό αχταρμά σε ένα αφήγημα με νόημα και ουσία. «Είμαι συλλέκτης, συλλέκτης στιγμών», λέει ο Νίκος και δεν τρομάζει και ο ίδιος με τον εαυτό του. Ο ίδιος Νίκος, που είναι ντυμένος σαν θαμώνας της παλιάς Rebound στην πλατεία Αμερικής, με μαύρο παντελόνι και μαύρο πουκάμισο, Αύγουστο μήνα.
Αυτό που έχει όμως αληθινό ενδιαφέρον είναι όλοι οι δεύτεροι χαρακτήρες της ταινίας που ζουν την δική τους παράνοια στην άδεια πρωτεύουσα και θυμίσουν κάτι από το σουρεάλ νεοϋορκέζικο σύμπαν του “After Hours” σε σκηνοθεσία Martin Scorsese. H μουσική του Καλατζόπουλου κάνει την ταινία ακόμα πιο μελοδραματική και νομίζω ότι όσο όμορφη κι αν είναι μεμονωμένα, καταφέρνει σε συνδυασμό με τις ατάκες όλο ετεροντροπή να βαρύνει κι άλλο την ατμόσφαιρα. Πνιγήκαμε εν ολίγης από το πολύ συναίσθημα, φέρτε μας νερό να κατέβει ο λουκουμάς.
Οφείλω ωστόσο μετά από τόσο θάψιμο, να πω και μία καλή κουβέντα και μάλιστα με ειλικρίνεια. Αναγνωρίζω στον Ρένο Χαραλαμπίδη το πάθος του και εκτιμώ βαθύτατα την πίστη του στο όραμα του. Δεν έχει καμία σημασία αν μου αρέσει ή όχι (και είμαι σίγουρη ότι δεν τον αφορά και καλά κάνει). Το ολοκληρωτικό του δόσιμο σε αυτό του το πόνημα, είναι συγκινητικό και είναι κατ’ εμέ και το πραγματικά ρομαντικό στοιχείο της ταινίας.
Γιατί όμως τόσος κόσμος αγάπησε την ταινία; Δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη και επιτυχημένη αυτή τη φορά καριέρα της ταινίας έγινε τόσο μετά. Το 2016 τα social media είχαν μπει για τα καλά στη ζωή μας, τα 90s ήταν ένας μακρινός κόσμος παρελθοντικός. Τα ραντεβού σπανίζουν, ο έρωτας το ίδιο. Μία ταινία λοιπόν φορτωμένη με τόσο ρομαντισμό σε μία Αθήνα που πια δεν υπάρχει, δεν επιτρέπει μεν την ταύτιση, επιτρέπει όμως την ονειροπόληση στον θεατή. Τα “Φτηνά Τσιγάρα” το 2016 δεν χρειάζονται τον ρεαλισμό και μάλιστα το θεατρικό παίξιμο και οι άβολες ατάκες, γίνονται cult και κεντρίζουν τον νεαρό θεατή που ψάχνει για λίγο ρομάντζο, ενώ πέφτει πάνω στο “διαβάστηκε” του χτεσινού του έρωτα.
Το όραμα του Χαραλαμπίδη δικαιώνεται εν τέλει και μας βάζει και στην θέση μας. Όμως αυτό δεν αρκεί, για να κάνει τα “Φτηνά Τσιγάρα” μία καλή ταινία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτα παραπάνω από μία cult καλοκαιρινή ταινία και αυτό με επιφύλαξη. Εκτός των άλλων στην Ελλάδα είμαστε διάσημοι για την παρελθοντολαγνεία μας και την ανάγκη μας να υποκύπτουμε στην νοσταλγία, γνωρίσματα από τα οποία η ταινία επωφελείται. Ωστόσο, το θλιμμένο αθηναϊκό καλοκαίρι γεμάτο τουρίστες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς μέσα στο κατακαλόκαιρο για να πας στην δουλειά και το αβέβαιο μέλλον της ανθρωπότητας κάνουν τα “Φτηνά Τσιγάρα” μία θερινή όαση, ακριβώς σαν ένα παγωτό μηχανής γεμάτο ζάχαρη, μία νύχτα στο Θησείο.
Ό,τι κι αν λέω εγώ, η ταινία αντί να περάσει στην λήθη του ελληνικού σινεμά όπως τόσες άλλες, όχι μόνο επιβιώνει μέχρι σήμερα, αλλά έχει και μία θέση στην καρδιά πολλών θεατών, που στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι λίγο πιο σημαντικό από οποιαδήποτε άλλη διάκριση. Love it οr Hate it, τα “Φτηνά Τσιγάρα” θα γεμίσουν και φέτος τα θερινά και εγώ, μια ξινή, θα βρεθώ πάλι να τσακώνομαι για αυτά πάνω από κάποιο τζιν τόνικ. Όπως και να έχει, δεν ανησυχώ, η ζωή ξέρει και εγώ την εμπιστεύομαι.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Είναι Αύγουστος του 1999, η Αθήνα ετοιμάζεται να γίνει ευρωπαϊκή πόλη και ο Ρένος Χαραλαμπίδης, αποφασίζει να γυρίσει μία ταινία όπως την ονειρεύτηκε, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, με συμμάχους του τον ρομαντισμό και την μελαγχολική φωνή της Έλλης Πασπαλά. Ένας αντιφατικός άντρας, συναντάει τυχαία μία όμορφη νέα γυναίκα και περιφέρονται μαζί στην άδεια Αθήνα. Δεν θα συμβεί φαινομενικά τίποτα, απλά μία νυχτερινή βόλτα. Η ταινία ήταν αποτυχία στην εποχή της, αλλά για κάποιο λόγο επανήλθε στην επικαιρότητα το 2016, έγινε και musical στην Στέγη (!) το 2022 και πέρασε στον μύθο του αθηναϊκού ιντερνετικού ρομαντισμού. Ρενό… ούτε του παπά.
H ιδέα δεν είναι κακή, αλλά φυσικά δεν είναι και πρωτότυπη. Το 1995, η θρυλική επίσης ταινία “Before Sunrise” με τον Ethan Hawke και την Julie Deply, έχει παρόμοια υπόθεση. Εν αντιθέσει με τα “Φτηνά Τσιγάρα” μας βέβαια, αυτή έγινε αμέσως επιτυχία και μάλιστα οδήγησε σε άλλες δύο ταινίες, με την διάσημη πλέον τριλογία (“The Before Trilogy”) να έχει αφήσει εποχή. Πιασάρικο το θέμα, λοιπόν, μιλήστε μας για αυτό. Άντί για Βιέννη έχουμε Αθήνα αλλά δεν μας πειράζει, αντί για σοφιστικέ Γαλλίδα έχουμε την Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους στα μικράτα της που είναι μία αστική θέα και καλτ θρύλοι (Κώστας Τσάκωνας, Άλκης Παναγιωτίδης) συμπληρώνουν το σκηνικό δίνοντας ρέστα σε δεύτερους ρόλους. Ακούγεται ωραίο ε; Ναι, μέχρι να το δεις.
Το πρόβλημα της ταινίας είναι κυρίως το σενάριο. Όχι η πλοκή, αλλά οι ατάκες. Ατάκες που οι χαρακτήρες ξεφουρνίζουν χωρίς τύψεις. Και μια και λέμε για χαρακτήρες. Ο ρόλος του Χαραλαμπίδη, ο Νίκος, είναι το μεγάλο φιάσκο της ταινίας. Φυσικά είναι και ο λόγος που πολλοί αγάπησαν αυτή την ταινία. Σχήμα οξύμωρο. Ένας αθεράπευτα (εγώ θα πω μέχρι αδικαιολόγητης αηδίας) ρομαντικός τύπος που προσπαθεί να εντυπωσιάσει μια πανέμορφη κοπέλα, με ένα σωρό ατάκες που δεν είναι δικές του. Με περισπούδαστο ύφος ξεστομίζει πράγματα που είτε θυμίζουν κείμενα που έγραφαν έφηβες στα λευκώματα τους τον προηγούμενο αιώνα, είτε τσιτάτα του Κοέλιο. Ένας χαρακτήρας που πραγματικά μοιάζει περισσότερο με κάποια φάρσα που στήνει στον εαυτό του ο ηθοποιός, παρά με χαρακτήρα ταινίας με κίνητρα και σκέψεις. Αμέσως, αυτό ακούγεται καλύτερη ιδέα για ταινία, θα πω εγώ.
Ακατάσχετη μπουρδολογία, “δηθενιές”, ψαρωτικά “σεντόνια” και ουσία πουθενά. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι πολλές φράσεις είναι “εμπνευσμένες” από το έργο και το ύφος του συγγραφέα, Χρήστου Βακαλόπουλου. Ο Βακαλόπουλος, έζησε γρήγορα και πέθανε νωρίς, αλλά με τα βιβλία του όπως “Η γραμμή του Ορίζοντος” και “Οι πτυχιούχοι” άφησε το δικό του αποτύπωμα στην νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Αλλά στα “Φτηνά Τσιγάρα”, οι ατάκες αυτές μοιάζουν παράταιρες και περιττές, όπως το μεγαλύτερο μέρος του σεναρίου. Ο Βακαλόπουλος, που εργάστηκε και στο σενάριο ταινιών, είχε ένα πολύ ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος, πολύ προσωπικό που δεν αντιγράφεται, και εφόσον αντιγραφεί θα πρέπει να είναι η τέλεια μίμηση. Η έμπνευση βέβαια από άλλους δεν σταματάει εδώ, καθώς αν προσέξει κάνεις, θα ακούσει ατάκες που του “θυμίζουν” άλλες ταινίες όπως το “Boy Μeets Girl” του 1984, και την ατάκα «σκαρφίζομαι τίτλους ταινιών» ως απάντηση στην ερώτηση τι δουλειά κάνεις. Νιώθεις άβολα για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο κλισέ μέσα στον μπερδεμένο καπνό που τους σκεπάζει, καθώς καπνίζουν ασταμάτητα, σχεδόν σε κάθε πλάνο σαν να θέλουν να μας υπενθυμίζουν τον τίτλο της ταινίας κάθε λεπτό. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ξαφνικά εμφανίζεται από το πουθενά ο τελευταίος άνθρωπος που θα μου ερχόταν στο μυαλό, ο Ανδρέας Εμπειρίκος. «Το όνομα μου είναι Μέγας Ανατολικός», λέει ο Νίκος όταν η κοπέλα ρωτάει – για εκατοστή φορά – το όνομα του. Ο «Μέγας Ανατολικός» λοιπόν είναι το opus magnum του ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου. Περιγράφει την ζωή των επιβατών ενός υπερωκεάνιου, όπου επιδίδονται σε διάφορες σεξουαλικές πρακτικές, χωρίς όρια και κανόνες. Ο Εμπειρίκος, που ήταν και ψυχαναλυτής, βλέπει την ευδαιμονία σε ένα κόσμο αυτοδιάθεσης και απόλυτης ελευθερίας και ο Μέγας Ανατολικός είναι μία αλληγορία αυτού, μια φιλοσοφική ας πούμε πορνογραφία. Επειδή όμως μόλις έριξα μία σταγόνα ρούμι σε μία κατσαρόλα με κόκα κόλα, δεν σημαίνει ότι θα πιείτε και Cuba Libre. Η αναφορά αυτή είναι άσχετη με το ρομαντικό περιβάλλον που στήνει επί τόση ώρα ο Χαραλαμπίδης. Ο αθεράπευτος ρομαντισμός και ο κόσμος του συναισθήματος που ο Νίκος οραματίζεται, δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τον κόσμο της λατρείας της σάρκας που χτίζει ο Εμπειρίκος καθώς οι δρόμοι που ακολουθούν οι αναζητητές της ευδαιμονίας στον Μεγάλο Ανατολικό, όπου περιγράφονται μεταξύ άλλων επεισόδια κτηνοβασίας και παιδεραστίας, είναι αρκετά διαφορετικοί από τις τακτικές του Νίκου. Που κολλάνε όλα αυτά θα μου πείτε και με το δίκιο σας. Δεν ξέρω ρωτήστε τον Ρένο.
Αλλά λόγια να αγαπιόμαστε κυριολεκτικά. «Το επάγγελμα που μου ταιριάζει είναι αυτό του Θεού», συνεχίζει ο ήρωας μας. Και το κοινό μασάει. Επειδή ό,τι λέει σε πιάνει εξ απήνης, επειδή μοιάζει να είναι έτοιμος για όλα και επειδή η μουσική του Παναγιώτη Καλατζόπουλου υποβάλλει μία συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, δεν σημαίνει ότι όλα αυτά μαζί λειτουργούν. Οπτικά είναι μία όμορφη ταινία. Η άδεια νυχτερινή Αθήνα και η Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους, είναι αρκετές για να ομορφύνουν κάθε κάδρο αλλά όχι για να μετατρέψουν αυτόν το σεναριακό αχταρμά σε ένα αφήγημα με νόημα και ουσία. «Είμαι συλλέκτης, συλλέκτης στιγμών», λέει ο Νίκος και δεν τρομάζει και ο ίδιος με τον εαυτό του. Ο ίδιος Νίκος, που είναι ντυμένος σαν θαμώνας της παλιάς Rebound στην πλατεία Αμερικής, με μαύρο παντελόνι και μαύρο πουκάμισο, Αύγουστο μήνα.
Αυτό που έχει όμως αληθινό ενδιαφέρον είναι όλοι οι δεύτεροι χαρακτήρες της ταινίας που ζουν την δική τους παράνοια στην άδεια πρωτεύουσα και θυμίσουν κάτι από το σουρεάλ νεοϋορκέζικο σύμπαν του “After Hours” σε σκηνοθεσία Martin Scorsese. H μουσική του Καλατζόπουλου κάνει την ταινία ακόμα πιο μελοδραματική και νομίζω ότι όσο όμορφη κι αν είναι μεμονωμένα, καταφέρνει σε συνδυασμό με τις ατάκες όλο ετεροντροπή να βαρύνει κι άλλο την ατμόσφαιρα. Πνιγήκαμε εν ολίγης από το πολύ συναίσθημα, φέρτε μας νερό να κατέβει ο λουκουμάς.
Οφείλω ωστόσο μετά από τόσο θάψιμο, να πω και μία καλή κουβέντα και μάλιστα με ειλικρίνεια. Αναγνωρίζω στον Ρένο Χαραλαμπίδη το πάθος του και εκτιμώ βαθύτατα την πίστη του στο όραμα του. Δεν έχει καμία σημασία αν μου αρέσει ή όχι (και είμαι σίγουρη ότι δεν τον αφορά και καλά κάνει). Το ολοκληρωτικό του δόσιμο σε αυτό του το πόνημα, είναι συγκινητικό και είναι κατ’ εμέ και το πραγματικά ρομαντικό στοιχείο της ταινίας.
Γιατί όμως τόσος κόσμος αγάπησε την ταινία; Δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη και επιτυχημένη αυτή τη φορά καριέρα της ταινίας έγινε τόσο μετά. Το 2016 τα social media είχαν μπει για τα καλά στη ζωή μας, τα 90s ήταν ένας μακρινός κόσμος παρελθοντικός. Τα ραντεβού σπανίζουν, ο έρωτας το ίδιο. Μία ταινία λοιπόν φορτωμένη με τόσο ρομαντισμό σε μία Αθήνα που πια δεν υπάρχει, δεν επιτρέπει μεν την ταύτιση, επιτρέπει όμως την ονειροπόληση στον θεατή. Τα “Φτηνά Τσιγάρα” το 2016 δεν χρειάζονται τον ρεαλισμό και μάλιστα το θεατρικό παίξιμο και οι άβολες ατάκες, γίνονται cult και κεντρίζουν τον νεαρό θεατή που ψάχνει για λίγο ρομάντζο, ενώ πέφτει πάνω στο “διαβάστηκε” του χτεσινού του έρωτα.
Το όραμα του Χαραλαμπίδη δικαιώνεται εν τέλει και μας βάζει και στην θέση μας. Όμως αυτό δεν αρκεί, για να κάνει τα “Φτηνά Τσιγάρα” μία καλή ταινία. Δεν μπορεί να θεωρηθεί τίποτα παραπάνω από μία cult καλοκαιρινή ταινία και αυτό με επιφύλαξη. Εκτός των άλλων στην Ελλάδα είμαστε διάσημοι για την παρελθοντολαγνεία μας και την ανάγκη μας να υποκύπτουμε στην νοσταλγία, γνωρίσματα από τα οποία η ταινία επωφελείται. Ωστόσο, το θλιμμένο αθηναϊκό καλοκαίρι γεμάτο τουρίστες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς μέσα στο κατακαλόκαιρο για να πας στην δουλειά και το αβέβαιο μέλλον της ανθρωπότητας κάνουν τα “Φτηνά Τσιγάρα” μία θερινή όαση, ακριβώς σαν ένα παγωτό μηχανής γεμάτο ζάχαρη, μία νύχτα στο Θησείο.
Ό,τι κι αν λέω εγώ, η ταινία αντί να περάσει στην λήθη του ελληνικού σινεμά όπως τόσες άλλες, όχι μόνο επιβιώνει μέχρι σήμερα, αλλά έχει και μία θέση στην καρδιά πολλών θεατών, που στο τέλος της ημέρας, αυτό είναι λίγο πιο σημαντικό από οποιαδήποτε άλλη διάκριση. Love it οr Hate it, τα “Φτηνά Τσιγάρα” θα γεμίσουν και φέτος τα θερινά και εγώ, μια ξινή, θα βρεθώ πάλι να τσακώνομαι για αυτά πάνω από κάποιο τζιν τόνικ. Όπως και να έχει, δεν ανησυχώ, η ζωή ξέρει και εγώ την εμπιστεύομαι.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.