Οι πρώτοι που αγαπιούνται
είναι οι ποιητές και οι ζωγράφοι της γενιάς
που πέρασε
ή των αρχών του αιώνα˙
Παίρνουν στην ψυχή μας τη θέση πατεράδων, μένουν
όμως νέοι, όπως και στις κιτρινισμένες του
φωτογραφίες
Το ποίημα του Παζολίνι, ένα από τα δεκάδες, ενδεικτικό της αδέσμευτης σκέψης του που δε μπορούσε να επουλώσει το τραύμα της συντηρητικής βάσης της κοινωνίας. «Το να σκανδαλίσεις είναι δικαίωμα, αλλά το να σκανδαλιστείς είναι ηδονή και όσοι την αρνούνται δεν έχουν ηθική» θα δηλώσει σε κάποια από τις συνεντεύξεις του για να συμπληρώσει μιλώντας για το ίδιο το έργο του «η αφηγηματική τέχνη έχει πεθάνει και ακόμα την πενθούμε, εγώ δεν κάνω παραμύθια αλλά παραβολές».
Συγγραφέας, ποιητής, κινηματογραφιστής, ιδεολόγος, αιρετικός, θεωρητικός, ρεαλιστής, μαρξιστής. «Αν διάλεξα να είμαι κινηματογραφιστής και όχι μόνο συγγραφέας, είναι επειδή προτίμησα αντί να εκφράζω την πραγματικότητα με σύμβολα, όπως είναι οι λέξεις, να εκφράζω μέσω του κινηματογράφου την πραγματικότητα με την πραγματικότητα» θα πει.
Η φιγούρα του συνδυασμένη με την πρωτοπορία. Παρατηρητής, μελετητής, στοχαστής και δημιουργός του κινηματογράφου. Ένας «ποιητής των εικόνων» όπως τον αποκαλούν τα δημοσιεύματα για αυτόν μέσα στα χρόνια, ένας στιλίστας του ταξικών ανισοτήτων, μια καλλιτεχνική ιδιοφυία με πολιτική στάση απέναντι στη ζωή και την τέχνη.
Τα κοκάλινα γυαλιά του το σήμα-κατατεθέν του. Το οστεώδες πρόσωπό του χάρισε στην έκφραση «παζολινική φιρούρα» έναν ευθύ ορισμό.
«Πάντα πίστευα ότι μισούσα τον πατέρα μου, όπως σας είπα και πριν αλλά μόλις πρόσφατα, γράφοντας ένα από τα τελευταία μου δράματα σε στίχους, το “Affabulazione”, το οποίο πραγματεύεται τη σχέση πατέρα και γιου, συνειδητοποίησα τελικά ότι ένα μεγάλο μέρος της ερωτικής και συναισθηματικής μου ζωής δεν εξαρτάται από το μίσος εναντίον του, αλλά από την αγάπη γι’ αυτόν, μια αγάπη που κουβαλούσα μέσα μου από τότε που ήμουν περίπου ενάμισι χρόνων, ή ίσως δύο ή τριών, δεν ξέρω» θα στον δημοσιογράφο και ιστορικό Jon Halliday, σε μια συνέντευξη η οποία μεταφράστηκε από τον Γιάννη Η. Παππά και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά στο bookpress.gr.
Ενώ η κακή σχέση του με τον πατέρα του εμφανίζεται ξανά όταν ο Παζολίνι γράφει στον Αιρετικό Εμπειρισμό: «Την εποχή εκείνη τα πήγαινα ακόμα καλά με τον πατέρα μου. Ήμουνα ιδιαίτερα πεισματάρης και καπριτσιόζος (νευρωτικός), αλλά κατά βάθος καλός. Με τη μητέρα μου (έγκυο αλλά δεν το θυμάμαι) ήμουνα, όπως και σ’ όλη μου τη ζωή, δεμένος με μια παθιασμένη αγάπη χωρίς ελπίδα».
Το καθοριστικό πρόσωπο στη ζωή του είναι η γλυκιά μητέρα του, το μόνιμο αντικείμενο λατρείας του, στην οποία θα αφιερώσει κάποιους απ’ τους πιο δυνατούς του στίχους. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε, έστω κι απ’ αυτές τις λίγες ενδείξεις, τα σημάδια ενός αλλόκοτου οιδιπόδειου συμπλέγματος, του οποίο ο Παζολίνι είχε μια σπάνια όσο και ακραία επίγνωση.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας Παζολίνι με τον Γουίλιαμ Νταφόε, του 2019
Σωσμένοι πια,τα καταφέραμε στο άνω κάτω
μιας παλιοζωής που δεν ήξερε τι της γινόταν
Μη, μη, σου λέω, πέφτω στα γόνατα: ζήσε κι άλλο
είμαι εδώ, μαζί σου, σ’ έναν Απρίλη που έρχεται…
Κάποιοι ακόμα στίχοι από το Προσευχή στη Μαμά μου. Η Σουζάνα Κολούσι, η μητέρα του, δασκάλα απ’ το Φριούλι, κοντά στα σύνορα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μεγάλωσε τον πρωτότοκο γιο της Πιέρ Πάολο (ο αδερφός του λεγόταν Γκουινταλμπέρτο) με παραμύθια και ποιήματα. Του μετέδωσε την πίστη της στην καλοσύνη, την αλληλεγγύη, τον ηρωισμό.
Ο Πιερ Πάολο Παζολίνι γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου του 1922, στο Σάντο Στεφάνο. Οι μετακινήσεις του στρατιωτικού πατέρα του τον έκαναν να ζήσει σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Μπολόνια, Πάρμα, Μπελούνο, Κρεμόνα, Ρέτζιο Εμίλια) ενώ σπούδασε Ιστορία της Τέχνης και Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Το 1943 κατέφυγε στην Καζάρσα, το χωριό της μητέρας του στην επαρχία του Φριούλι, στα σύνορα της πρώην Γιουκοβλαβίας, όπου άρχισε να εργάζεται ως καθηγητής. Στην Καζάρσα αρχίζει να γράφει τα πρώτα του ποιήματα (θα κυκλοφορήσουν το 1954 στον τόμο “Η καλύτερη νιότη”) και προσχωρεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1949 κατηγορείται για αποπλάνηση ανηλίκου.
Τις παραμονές των εκλογών του 1948 ένα αγόρι εξομολογείται στον παπά της Καζάρσα ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με τον Παζολίνι. Αυτόματα η ζωή του νεαρού καθηγητή γίνεται αδύνατη στο στενό περίγυρο του χωριού. Φεύγει με τη μητέρα του στη Ρώμη κι εκεί, ζει χρόνια πάρα πολύ δύσκολα. “Υπήρξα ένας απ’ αυτούς τους άνεργους που καταλήγουν στην αυτοκτονία» θα πει.
Οι λαϊκές συνοικίες της περιφέρειας της Ρώμης θα του εμπνεύσουν τα δύο πρώτα του μυθιστορήματα, “Τα παιδιά της ζωής” (1955) και το “Μια βίαιη ζωή” (1959). Παράλληλα εκδίδει τις ποιητικές συλλογές “Οι στάχτες του Γκράμσι”(1957), “Το αηδόνι της καθολικής εκκλησίας” (1958) και “Η θρησκεία του καιρού μας” (1961). Διευθύνει την επιθεώρηση Nuovi argomenti με τον Αλμπέρτο Μοράβια, ο οποίος τον θεωρεί, ήδη από το τέλος της δεκαετίας του ’50, ως τον σημαντικότερο Ιταλό ποιητή της γενιάς του.
Την ίδια εποχή αρχίζει να ασχολείται με τον κινηματογράφο ως σεναριογράφος και συνεργάζεται με τον Μπολονίνι, τον Μπερτολούτσι και τον Ρόσσι. Το 1961 σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, το “Ακατόνε”. Ακολουθούν οι ταινίες “Μάμα Ρόμα” (1962), “Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο” (1964), “Οιδίπους Τύραννος” (1967), “Θεώρημα” (1969),”Χοιροστάσιο” (1969), “Μήδεια” (1970), καθώς και η λεγόμενη “τριλογία της ζωής” με το “Δεκαήμερο” (1971), “Οι ιστορίες του Καντέρμπουρυ” (1972) και ” Χίλιες και μια νύχτες” (1974). Τελευταία του ταινία το “Σαλό ή 120 μέρες στα Σόδομα” (1975).
Δολοφονήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1975 από έναν εκπορνευόμενο νεαρό στην Όστια, έξω από τη Ρώμη, με τραγικό τρόπο. Πατήθηκε αρκετές φορές με το δικό του αυτοκίνητο, και μέρος του σώματός του κάηκε με βενζίνη μετά το θάνατό του. Το έγκλημα για πολύ καιρό θεωρήθηκε σαν φόνος εκδίκησης τύπου Μαφίας, και είναι απίθανο ότι έγινε από ένα μόνο άτομο. Ο Τζιουζέπε (Πίνο) Πελόζι, δεκαεφτά ετών τότε, συνελήφθη να οδηγεί το αυτοκίνητο του Παζολίνι και ομολόγησε τον φόνο. Καταδικάστηκε το 1976. Το 2005, απέσυρε την ομολογία του, και υποστήριξε ότι άγνωστοι είχαν σκοτώσει τον σκηνοθέτη, ενώ όπως είπε αναγκάστηκε να ομολογήσει γιατί υπήρχαν απειλές κατά του ίδιου και της οικογένειάς του. Η έρευνα σχετικά με τη δολοφονία Παζολίνι άρχισε εκ νέου μετά την αναίρεση του Πελόζι. Υπήρξαν ενδείξεις ότι ο φόνος έγινε από εκβιαστές, οι οποίοι είχαν κλέψει μερικές μπομπίνες της ταινίας Σαλό ή 120 Μέρες στα Σόδομα και ο Παζολίνι σχεδίαζε να τους συναντήσει στη Στοκχόλμη. Οι δικαστές έκριναν ότι οι νέες ενδείξεις δεν ήταν αρκετές για να ξανανοίξουν την υπόθεση.
Η φωτογραφία του νεκρού, κακοποιημένου Παζολίνι στον δρόμο μοιάζει βγαλμένη από δική του ταινία διατηρώντας μέσα στην τραγικότητά της την ιδιότυπη κομψότητά της.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας Accattone του 1961
«Στο “Ακατόνε”, όπως και στα μυθιστορήματά μου, υπάρχει ένα ανακάτωμα των στυλ, πχ. η ιταλική γλώσσα ανακατεμένη με διαλέκτους. Στην ταινία υπάρχει ένα στυλ κινηματογράφησης και σ’ αυτό το στυλ ένας κόσμος που του αντιλέγει. Πάντοτε υπάρχουν δύο κόσμοι που σμίγουν: ο δικός μου -ένας κόσμος πνευματικός, μυθικός, ποιητικός- και ο κόσμος των διαλέκτων. Οσον αφορά το οπτικό πεδίο, μου είναι αδύνατον να εμπνευστώ εικόνες, τοπία ή συνθέσεις σε οποιαδήποτε άλλη μορφή παρά μόνο μέσα από το πάθος μου για τη ζωγραφική του 14ου αιώνα, η οποία βάζει τον άνθρωπο στο κέντρο κάθε προοπτικής» θα σχολιάσει ο ίδιος ο Παζολίνι για την ταινία αυτή.