To δεύτερο μέρος του Dune δεν αφήνει τον θεατή να πάρει ανάσα. Από την πρώτη του σκηνή τον μετατρέπει σε ρόλο συμπρωταγωνιστή και τον καλεί να διαλέξει στρατόπεδο. Το κινηματογραφικό αυτό έπος είναι δεδομένο πως θα μας απασχολήσει έντονα στα Όσκαρ της επόμενης χρονιάς, καθώς ο σκηνοθέτης του μεταφέρει ιδανικά το περιερχόμενο του βιβλίου του Φρανκ Χέρμπερτ, διανθίζοντάς το με δικά του προσωπικά στοιχεία που παγιδεύουν τον καθένα μας σε ένα κόσμο διαδοχικών ανατροπών. “Όποιος έχει το μπαχαρικό, ελέγχει τον κόσμο”. Η κινητήριος δύναμη που με μία αναγωγή στο παρόν θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι το χρήμα.
Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπως η φυλή των Φρέμεν. Δε θέλει να διεκδικήσει την ηγεσία του κόσμου, να μπει στο πολύπαθο δωμάτιο της εξουσίας, δίνει όμως έναν τίμιο αγώνα (μνήμες αυτόχθονων) για την επιβίωση στον χρόνο. Στο πρόσωπο της Τσέινι προσωποποιείται η ειρήνη. Μία γενναία μαχητής που έχει όμως ανάγκη δίχως ποτέ να το εξωτερικεύσει να ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος. Στέκεται στο πλευρό του Πωλ Ατρείδη, που από την μεριά του γνωρίζει καλά πως για κερδίσει το στοίχημά του πρέπει να δημιουργήσει μία συμπαγή μάζα ανθρώπων της οποίας θα ηγηθεί ως σωτήρας. Το στοιχείο του “μεσσιανισμού” είναι ξεκάθαρο τόσο θρησκευτικά, θρησκοληπτικά, ανθρώπινα ως ελπίδα, αλλά και πολιτικά.
Ο Βιλνέφ παντρεύει την ιστορία, την επιστημονική φαντασία και ρίχνει ματιές σε ένα μέλλον που κινδυνεύουμε να μας βρει σε μία εντελώς διαφορετική χωροχρονική συνθήκη από τη σημερινή. Η μηχανή του χρόνου του έχει ταξιδέψει άλλωστε χρόνια μπροστά. Στο μεταξύ φροντίζει με επιδερμικές αναφορές να δημιουργήσει γέφυρες με προηγούμενά του έργα, θέλοντας πιθανώς να συνοψίσει μία διαδρομή ζωής μέσα από το Dune. Το όχημα έχει αποφασίσει να οδηγήσει ο Τιμοτέ Σαλαμέ και μαζί του συναντάμε την απίστευτη Ζεντάγια που με το βλέμμα της μαγνητίζει τους πάντες, τον Χαβιέ Μπαρδέμ, τον Όστιν Μπάτλερ, τον Κρίστοφερ Γουόκεν, τη Λέα Σεϊντού κι άλλους ηθοποιούς που χρωματίζουν την εξέλιξη της πλοκής.
Τα στοιχεία της ελληνικής αρχαίας τραγωδίας (χαρακτηριστικό το όνομα Ατρείδης, όπως κι ο θάνατος με το κώνειο, η τελική μάχη που θυμίζει αυτή του Αχιλλέα με τον Έκτορα στην Τροία), έρχονται να συναντήσουν την παράδοση, τις δοξασίες και κομμάτια θεωριών θρησκειών. Σε έναν λαβύρινθο αλυσιδωτών εξελίξεων σαν σύγχρονος Όμηρος ο Βιλνέβ επιχειρεί διάφορους αναχρονισμούς μετατρέποντας όσο τόσο το περιεχόμενο του βιβλίου του Χέρμπερτ. Το αποτέλεσμα προκαλεί ενθουσιασμό, συγκίνηση και δημιουργείται μία συνθήκη εθισμού που κρύβει μέσα της απόλαυση κι ευφορία μέχρι το επόμενο ραντεβού στην μεγάλη οθόνη.
Η σκηνογραφία είναι απίθανη, η μουσική επεμβαίνει όταν κρίνεται αναγκαίο ώστε να επιτείνει την αγωνία και να απογειώσει την αδρεναλίνη. Τεχνικά μιλάμε για ένα κινηματογραφικό κομψοτέχνημα που θα μείνει στο πάνθεον. Το πρώτο μέρος αποδεικνύεται απλά ένα “ορεκτικό”. Το διαχρονικό παιχνίδι της εξουσίας υποβόσκει σε κάθε πτυχή των αναμετρήσεων. Αρκετοί μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται, αλλά το διακύβευμα είναι ποιος θα έχει τα ηνία του κόσμου κι εκεί δοκιμάζονται σχέσεις και γίνονται γάμοι- συμφωνίες που κρύβουν πίσω τους την προδοσία που πληγώνει τους ανθρώπους που πίστεψαν σε μεγάλα λόγια.
Αυτό που καταφέρνει όμως ο Βιλνέβ και τον απογειώνει ως δημιουργό, είναι πως μέσα σε αυτή τη συνθήκη δημιουργεί μία έντονα κοινωνικοπολιτική ταινία με προφητικές -αν θέλετε- διαστάσεις. Έρχεται να μας πει πως “ο κόσμος σήμερα ξεπερνάει κάθε αγριότητα”. Οι πρωταγωνιστές του μιλούν για Πράσινο Παράδεισο. Δεν μπορεί παρά αυτό να είναι, όπως κι άλλα πολλά, σχόλιο για την κλιματική αλλαγή, την οικολογική κρίση και την πυξίδα που έχουμε χάσει. Νομοτελειακά η ζωή οδηγείται σε άλλους πλανήτες κι όπως πολύ εύστοχα τα έγραψε στο τελευταίο του βιβλίο ο Τιμ Μάρσαλ, έτσι ακριβώς τα αντιλαμβάνεται και ο σπουδαίος σκηνοθέτης και δίνει τη διάσταση που πρέπει στις καταστάσεις.
Δε διστάζει να σημειώσει πως ο προσηλυτισμός ξεκινάει από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα και τους ευάλωτους, τολμάει να μιλήσει για ΙΣΟΤΗΤΑ ανδρών και γυναικών μέσα από το στόμα της Ζεντάγια. Δίνει μία νότα του συγκεντρωτισμού του Χίλτερ και ταραγμένης δεκαετίας του 1930, μιλάει για Ιερό Πόλεμο, δείχνει στην αρχή στα ηγετικά κλιμάκια να θέλουν να αποσύρουν τα στρατεύματα από την έρημο, όπως έπραξε ο Μπάιντεν στο Αφγανιστάν. Δίνεται ξεκάθαρα επίσης ένας χαρακτήρας αναπόφευκτου σε μία γενικευμένη σύρραξη κι έμμεση αναφορά υπάρχει και στα πυρηνικά (με αποθήκες και κουμπιά πυροδότησης).
Οι δυναστείες ανανεώνονται και συνεχίζουν το ταξίδι τους στον χρόνο. Ο Βιλνέβ όμως με αυτό του το έργο γίνεται αθάνατος κινηματογραφικά. Έχει συνθέσει με τόσο μεγάλη επιτυχία ό,τι είχε στο μυαλό του, ό,τι διάβασε και ό,τι μπόρεσε να χωρέσει από το παράθυρο. Στη μυθική του αυτή ταινία δε νομίζω ότι χωρούν παρερμηνείες. Ακόμα και τα 166΄ μοιάζουν λίγα αν καταφέρεις να ταξιδέψεις σαν ένας “κατάσκοπος” που συνεχώς αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα πίσω από τα μυστικά των εικόνων… φτάνοντας στην μεγάλη εικόνα.