Υπάρχει, αλήθεια, κάποιος που μέχρι σήμερα δεν έχει δει το «Μην Κοιτάτε Πάνω», την δεύτερη πιο επιτυχημένη ταινία στην ιστορία του Netflix με τέσσερα εκατομμύρια ώρες θέασης μέχρι σήμερα [με το «Red Notice» να κατέχει την πρωτιά];

Υπάρχει εκεί έξω κάποιος που δεν θέλησε να ρίξει έστω μια ελαφρώς ηδονοβλεπτική ματιά στην νέα σάτιρα του σκηνοθέτη Adam McKey – μετρ του συγκεκριμένου είδους, βλέπε «Anchorman: The Legend of Ron Burgundy», «Stepbrothers» και «Το Μεγάλο Σορτάρισμα» – που αφηγείται την απεγνωσμένη προσπάθεια ενός καθηγητή αστρονομίας και της μεταπτυχιακής φοιτήτριά του, να προειδοποιήσουν την υφήλιο ότι κινείται προς τη Γη ένας μετεωρίτης, ικανός να καταστρέψει όλο τον πλανήτη;

Η ταινία επαινέθηκε από αρκετούς, αλλά ταυτόχρονα και κατηγορήθηκε από πολλούς τόσο ως «ελαφριά», όσο και για το ότι «ξύνει απλώς την επιφάνεια των παγκόσμιων προβλημάτων, χωρίς να υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο σκέψης και ανάλυσης», πέραν των ξεκάθαρων ζητημάτων που βάζει στο κεντρικό της «κάδρο»: το δημοσιογραφικό clickbait και την κουλτούρα των διασημοτήτων που έχουν καταστρέψει κάθε έννοια αντικειμενικής και βαθιάς ενημέρωσης, καθώς και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που μας κρατούν δέσμιους, χωρίς εμείς να μπορούμε να απομακρυνθούμε ούτε ένα δευτερόλεπτο μακριά από τα smartphones μας.

Ο David Sirota, δημοσιογράφος ων και ο ίδιος και συν-σεναριογράφος της ταινίας, μίλησε στο podcast Vox Conversations τόσο για τα θετικά του «Μην Κοιτάτε Πάνω», όσο και για τις κινηματογραφικές παθογένειες της ταινίας, ενώ αποκάλυψε και τις πραγματικές καταστάσεις που στάθηκαν αφορμή για την δημιουργία της.

«Θέλω να είμαι πολύ σαφής σχετικά με κάτι: Δεν χρειάζεται να σας αρέσει αυτή η ταινία. Μπορείτε να τη μισήσετε και μπορείτε να την αγαπήσετε εξίσου. Αυτό δεν αντανακλά ούτε τις πολιτικές σας αξίες, ούτε το αν πιστεύετε ή όχι στην επιστήμη του κλίματος ή την ίδια την κλιματική αλλαγή. Το μήνυμα, ωστόσο, αυτής της ταινίας είναι αρκετά σαφές και είναι ένα σημαντικό μήνυμα», παραδέχθηκε.

Ποιο είναι αυτό, πέραν του προφανούς; Ότι η ταινία, σύμφωνα με τον Sirota, ασκεί κριτική στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, οι οποίες ψεύδονται συστηματικά στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι είναι στην πραγματικότητα τα θύματά τους.

«Στην ταινία έχουμε βάλει διάφορες σκηνές όπου απλοί άνθρωποι καταλαβαίνουν τι ακριβώς συμβαίνει και ξέρουν ότι τους παραπλανούν κατά συρροή και εξακολούθηση», τονίζει ο Sirota, προσθέτοντας εμφατικά ότι είναι ξεκάθαρο πως τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες της πολιτικής πόλωσης ανάμεσα σε δυο πολιτικά στρατόπεδα: των συντηρητικών ψηφοφόρων που είναι ταυτόχρονα αρνητές της (κάθε) επιστήμης και των πιο προοδευτικών που δείχνουν με το δάκτυλό τους στον ουρανό προσπαθώντας να προειδοποιήσουν τους πάντες ότι «να, ο μετεωρίτης πλησιάζει την Γη».

«Όλοι μας νιώθουμε σαν να είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα σε δύο αντίπαλες ομάδες πολιτικών και των οπαδών τους, που παλεύουν συνεχώς μεταξύ τους. Και κανείς δεν θέλει να δει άβολες αλήθειες που μπορεί να διαλύσουν ή να απομυθοποιήσουν αυτά που λέει ο ηγέτης στον οποίο πιστεύουν», σπεύδει να επισημάνει, προσθέτοντας παράλληλα ότι το όλο περιρρέον κλίμα των ΜΜΕ δεν βοηθάει την κατάσταση καθώς, κατά τον ίδιο, οι (Αμερικανοί ή μη) πολίτες είναι, λίγο έως πολύ, παγιδευμένοι μέσα σε ένα σύστημα που έχει σχεδιαστεί για να μετατρέπει τις πληροφορίες σε ψυχαγωγία ή να μας αποσπά τεχνηέντως την προσοχή.

Από τον Bush στον Obama και από εκεί στην μαζική απογοήτευση

Εντέλει όμως, ποια στάθηκε η αφορμή για την συγγραφή αυτού του σεναρίου; Ο Sirota απαντάει, πηγαίνοντας τουλάχιστον μια δεκαετία πίσω, κάπου μεταξύ 2010-2015, όταν και φάνηκε ποια ήταν η (ελαφρώς απογοητευτική) πολιτική και κοινωνική παρακαταθήκη του τέως προέδρου Barack Obama.

«Η κυβέρνηση Οbama ήρθε [στην εξουσία το 2008] με μια τεράστια εντολή και τη χρησιμοποίησε παίρνοντας μια σειρά αποφάσεων προσπαθώντας απλώς να διατηρήσει για λίγο ακόμη το τρέχον πολιτικοκοινωνικό σύστημα με προγράμματα διάσωσης από πάνω προς τα κάτω και όχι τέτοια που θα βοηθούσαν, λόγου χάρη, τους ιδιοκτήτες των σπιτιών [σ.σ: ο Obama ουσιαστικά παρέλαβε και κλήθηκε να διαχειριστεί το οικονομικό χάος της κυβέρνησης του George Bush Jr. καθώς και το ξέσπασμα της οικονομικής και στεγαστικής κρίσης του 2008]. Εάν δεν προσπαθείς να προσφέρεις πραγματικά στους εργαζόμενους, αν προσπαθείς μόνο να στηρίξεις το υπάρχον σύστημα, τελικά αυτό καταλήγει στο να βοηθάς τους οπορτουνιστές και τους εκ δεξιών αυταρχικούς οπορτουνιστές. Και νομίζω ότι υπάρχει μια άμεση σχέση της αντίδρασης [της κυβέρνησης Οbama] σε εκείνη την οικονομική κρίση με την άνοδο, στην συνέχεια, του Donald Trump», λέει με νόημα ο Sirota, παραδεχόμενος ότι αυτό το θέμα τον έχει απασχολήσει πολλά χρόνια στη δουλειά του – έχει μάλιστα γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «The Uprising» για όλη αυτή την πολιτική κινητικότητα που υπήρχε το 2008.

Ωστόσο, οι αυξημένες προσδοκίες της κυβέρνησης Οbama δεν επιβεβαιώθηκαν, σύμφωνα με τον ίδιο, με αποτέλεσμα σήμερα, όπως τονίζει, να έχουμε έναν «πρωτοφανή τεμαχισμό του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ του κοινού και της κυβέρνησής του, που είναι προϊόν μιας δεξιάς ιδεολογίας». Μιας πολιτικής ιδεολογίας «που έχει δείξει πόσο εγγενώς κακή είναι η κυβέρνηση τουλάχιστον από την εποχή του Ronald Reagan και ταυτόχρονα προϊόν κρίσεων στις οποίες η κυβέρνηση έχει αποτύχει εντελώς και, μερικές φορές, έχει πει ψέματα».

Η πραγματική τραγωδία, κατά τον δημοσιογράφο και σεναριογράφο, είναι ότι «ο μέσος Αμερικανός στην ηλικία των 25 ετών έχει ζήσει με ψέματα από την εποχή του πολέμου του Ιράκ [το 2003]. Τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί τού έχουν πει ψέματα για την οικονομική απορρύθμιση, που οδήγησε στη χρηματοπιστωτική κρίση [του 2008]. Και στον απόηχο της οικονομικής κρίσης, εκείνοι που την δημιούργησαν διασώθηκαν, ενώ σχεδόν 10 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους και έμειναν στον δρόμο. Και ο ίδιος αυτός 25χρονος στην συνέχεια έπεσε πάνω στην πανδημία, για την οποία σε πολλές περιπτώσεις, η κυβέρνηση φαίνεται να μην έχει κάνει δα και καμιά… εξαιρετική δουλειά».

Οπότε, μετά από όλα αυτά, είναι λογικό οι άνθρωποι να αναρωτιούνται: «Γιατί κανείς δεν εμπιστεύεται την κυβέρνηση; Γιατί υπάρχει τριγύρω μας τόση παραπληροφόρηση; Γιατί δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ;»

Όλα αυτά είναι εύλογα και αναμενόμενα για μια γενιά ανθρώπων που, έχοντας βαρεθεί την κυβέρνηση Bush, στις αμερικανικές εκλογές του 2008 ψήφισε υπέρ της αλλαγής, «αλλά τελικά αυτό που συνέβη στη συνέχεια είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία της χώρας μας, την οποία δεν αναγνωρίζουμε απαραίτητα ως μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες στην ιστορία».

Και το «Μην Κοιτάτε Πάνω» είναι, ταυτόχρονα, ο απόηχος και η ηχώ, αυτής ακριβώς της τραγωδίας μιας ολόκληρης γενιάς.