Ενώ τόσα ξενοδοχεία ανά τον κόσμο ονειρεύονται να αποκτήσουν κάποια στιγμή πέντε αστέρια, το Chelsea Hotel φιλοξένησε πολύ περισσότερα. Στην ακμή του, το κτίριο, που βρισκόταν στον 23η οδό της Νέας Υόρκης, ήταν προσωρινό σπίτι για μουσικούς όπως ο Bob Dylan, η Patti Smith, ο Jimi Hendrix, ο Bob Marley, η Joni Mitchell, ο Mick Jagger και ο Chet Baker. Πίσω από τους τοίχους του ξενοδοχείου, ο Jack Kerouac δακτυλογράφησε πυρετωδώς το «Στον δρόμο», ο Stanley Kubrick και ο Arthur Clarke ονειρεύτηκαν το 2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος και ο Miloš Forman έγραψε το σενάριό του για την ταινία «Στη φωλιά του κούκου», που λέγεται ότι εμπνεύστηκε το άσυλο από την άγρια ​​ζωή των καλλιτεχνών που περιφέρονταν στους διαδρόμους του ξενοδοχείου.

Ειδικά τη δεκαετία του 1960, το ξενοδοχείο Chelsea χρησίμευσε ως σύμβολο της αντικουλτούρας, αποτελώντας κυριολεκτικά το background των Chelsea Girls του Andy Warhol και του Paul Morrissey. Μετά από ένα σύντομο ειδύλλιο με την Janis Joplin, ο Leonard Cohen έγραψε το δεύτερο τραγούδι του για το κτίριο, Chelsea Hotel #2, το οποίο ξεκινούσε με τον αθάνατο στίχο: «Σε θυμάμαι καλά στο ξενοδοχείο Chelsea». Για το βιβλίο της «Sex» το 1992, η Madonna διοργάνωσε μια φωτογράφιση – πού αλλού; – στο δωμάτιο 822 του ξενοδοχείου. Με τα χρόνια, αυτό το hotspot των διασημοτήτων ανέπτυξε μια πιο σκοτεινή φήμη: ο Dylan Thomas πέθανε στην κρεβατοκάμαρά του, έχοντας καυχηθεί εκείνη την ημέρα ότι είχε κατεβάσει 18 ποτήρια ουίσκι. Η Nancy Spungen, τότε 20 ετών, ανακαλύφθηκε στο πάτωμα του μπάνιου με ένα μαχαίρι βυθισμένο στο σώμα της με φερόμενο δολοόνο τον σύντροφό της, Sid Vicious.

Ένα απόκοσμο νέο ντοκιμαντέρ για το θρυλικό κτίριο, με τίτλο Dreaming Walls: Inside the Chelsea Hotel, δεν αφορά κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους. Αν και το συγκρότημα έκλεισε το 2011 λόγω ανακαίνισης, μια χούφτα κάτοικοι παρέμειναν στα σκονισμένα, ερειπωμένα δωμάτιά του, δημιουργώντας τέχνη για ένα σχεδόν ανύπαρκτο κοινό. Μέχρι που δύο Βέλγες σκηνοθέτιδες, η Amélie van Elmbt και η Maya Duverdier, αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα ντοκιμαντέρ ακριβώς για αυτούς τους τελευταίους ενοίκους του ξενοδοχείου. Αποφεύγοντας τις τυπικές συνεντεύξεις άλλων ντοκιμαντέρ και αντιστεκόμενοι σε πλάνα αρχείου του YouTube (η Mariah Carey στα νιάτα της είχε γυρίσει ένα βίντεο κλιπ εκεί), οι σκηνοθέτιδες με μια ποιητική, κατασκοπική ματιά ρίχνουν φως στις καθημερινές δραστηριότητες των τελευταίων μποέμ ηλικιωμένων πλέον κατοίκων, που δεν έχουν πού αλλού να πάνε, καθώς και στους εργάτες της οικοδομής που δυλεύουν στους διαδρόμους και μοιράζονται ιστορίες για τα φαντάσματα που στοιχειώνουν τη γύρω περιοχή.

«Θέλαμε να μείνουμε με τους κατοίκους που πραγματικά έζησαν εκεί όλη τους τη ζωή», λέει η van Eltmbt. «Δεν είναι λοιπόν η Joni Mitchell, η Patti Smith ή ο Bob Dylan. Για εμάς, ήταν μια πολιτική δέσμευση να κάνουμε ορατούς τους ανθρώπους που συμμετείχαν για να δημιουργήσουμε αυτά τα μεγάλα ονόματα. Χωρίς αυτούς, ο Bob Dylan δεν θα ήταν ο Bob Dylan. Η Patti Smith δε θα είχε βρει το δρόμο της. Δεν γίνεσαι μεγάλος καλλιτέχνης από το πουθενά. Γίνεσαι επειδή πολλοί άνθρωποι ανταλλάσσουν τη δημιουργικότητά τους».

Η Van Eltmbt και η Duverdier αρχικά σχεδίαζαν να τελειώσουν την ταινία με το μεγάλο άνοιγμα του ξενοδοχείου, αλλά δεν μπορούσαν να περιμένουν τόσο πολύ. Αντίθετα, ο υπομονετικός ρυθμός της ταινίας υπογραμμίζει μια αίσθηση κενού ανάμεσα στους κατοίκους, πολλοί από τους οποίους δεν είναι σίγουροι αν θα είναι σε θέση να αντέξουν οικονομικά την αναμενόμενη αύξηση των τιμών που θα επιφέρουν τα εγκαίνια ενός τέτοιου ενχειρήματος. «Όταν γνωρίσαμε τους ανθρώπους, καταλάβαμε ότι εξακολουθούσαν να ονειρεύονται τη ζωή τους ως καλλιτέχνες», λέει η Duverdier. «Ήταν σημαντικό για εμάς να αναπαράγουμε το μυαλό τους μέσα από μια ονειρική ατμόσφαιρα».

Οι σημερινοί κάτοικοι και πρωταγωνιστές της ταινίας περιλαμβάνουν την Bettina Grossman (πέθανε το 2021), η οποία κάποτε συγκέντρωνε τόση πολλή τέχνη στο δωμάτιό της που χρειάστηκε να κοιμηθεί στο διάδρομο και τον Merle Lister, έναν διάσημο χορογράφο που μετακόμισε στον έβδομο όροφο το 1981. Σήμερα, μερικά δωμάτια μπορούν να ενοικιαστούν έναντι άπιαστων τιμών, ενώ οι επί μακρόν κάτοικοι πιστεύουν ότι οι ιδιοκτήτες τους πιέζουν να φύγουν. Κατά ειρωνικό τρόπο, χωρίς ανθρώπους όπως ο Lister, το κτίριο θα έχανε κάτι από τον χαρακτήρα και τη δροσιά του.

Όπως η αποθήκη στο Synecdoche του Charlie Kaufman, στη Νέα Υόρκη, έτσι και το Chelsea Hotel γίνεται ένας μικρόκοσμος του περιβάλλοντός του. «Είναι η ιστορία της Νέας Υόρκης, αυτό το gentrification», λέει η van Elmbt. «Η υπόγεια ανεξαρτησία είναι τόσο σημαντική για την κοινωνία μας. Ο κόσμος ξεχνά ότι χρειαζόμαστε την αντι-δύναμη των καλλιτεχνών που συσπειρώνονται σε έναν χώρο. Είναι αστείο, οι εκκεντρικοί κάτοικοι έχουν γίνει σαν χαρακτήρες ζωολογικού κήπου. Ο κόσμος έρχεται γιατί θέλει να δει τους τελευταίους μποέμ από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Είναι ωραίο που οι άνθρωποι έρχονται να τους μιλήσουν και να ασχοληθούν μαζί τους. Αλλά είναι τόσο ακριβό να κλείσεις ένα δωμάτιο εκεί. Αν έρχονται μόνο οι πλούσιοι, δεν μπορείς να έχεις και τόσο δημιουργικό έδαφος».

Το δίδυμο γύρισε το Dreaming Walls σε βάθος δύο χρόνων και μετά πέρασε τον τρίτο χρόνο στη μεταπαραγωγή, μέρη της οποίας έλαβαν χώρα στο νησί Φάρο (γνωστό και ως το νησί Μπέργκμαν, όπου έζησε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και έγραψε πολλά αριστουργήματα) για να απολαύσουν το ιστορικό περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας επεξεργασίας, ο Μάρτιν Σκορσέζε παρακολούθησε ένα cut του ντοκιμαντέρ και προσφέρθηκε να βοηθήσει στην προώθησή του. Ως εκ τούτου, αναφέρεται ως εκτελεστικός παραγωγός – ουσιαστικά μια «ετικέτα», σύμφωνα με την van Elmbt, για την ενίσχυση της θεατρικής διανομής.

Οι σημερινοί ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου δεν ενθουσιάστηκαν τόσο με το ντοκιμαντέρ. «Οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαστήκαμε λάτρεψαν την ταινία και ένιωθαν ότι τους σεβόμαστε ιδιαίτερα», λέει η van Elmbt. «Αλλά οι ιδιοκτήτες, όταν είπαν ναι στην αρχή, ήμασταν μόνο εγώ και η Maya και μια πολύ μικρή κάμερα. Δεν πίστευαν ότι η ταινία θα είχε ευρεία προβολή. Όταν η ταινία άρχισε να γίνεται πραγματικότητα, άρχισαν να αισθάνονται άγχος για τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζαμε το μέρος, γιατί ξέρουν ότι ο τρόπος που μερικές φορές συμπεριφέρονται και ασκούν πίεση στους κατοίκους δεν είναι νόμιμος. Δεν τους αρέσει που κάποιοι κάτοικοι λένε ότι τους φοβίζουν ή ότι προσπάθησαν να τους μεταφέρουν στον πρώτο όροφο».

Και οι δύο σκηνοθέτιδες θρηνούν για την απουσία ενός χώρου που θα μπορούσε να σταθεί κατάλληλα -πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά- ως αντικαταστάτης του  ξενοδοχείου Chelsea. Ωστόσο, μήπως αυτό συμβαίνει διότι όλοι οι σημερινοί καλλιτέχνες έχουν απλώς «μεταναστεύσει» στο internet; «Ίσως», λέει η Duverdier. «Αλλά για μένα, είναι λυπηρό, ακόμα κι αν το internet είναι πολύ ισχυρό». «Υπάρχουν σπίτια καλλιτεχνών στο Βέλγιο», λέει η van Elmbt. «Αλλά το ενοίκιο είναι τόσο υψηλό. Ως καλλιτέχνης, αν ζεις σε αυτούς τους χώρους, ξέρεις ότι μπορεί να σε διώξουν. Τώρα, δεν μπορείτε να μπείτε στο ξενοδοχείο Chelsea χωρίς χρήματα. Αυτό είναι το λυπηρό, γιατί πολλές μειονότητες είναι εξαιρετικά σημαντικό να υπάρχουν στο προσκήνιο της σκηνής, επειδή έχουν μια συγκεκριμένη γνώση που εμείς ως λευκοί καλλιτέχνες δεν έχουμε. Στο Chelsea, θα βλέπατε γείτονες που δεν θα είχατε ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσετε αλλού, και αυτό δημιουργεί μια σύνδεση. Οι καλλιτέχνες ήρθαν εδώ γιατί η τέχνη ήταν ανάγκη για αυτούς. Θέλαμε να κινηματογραφήσουμε την τέχνη όχι ως αξία, αλλά ως τρόπο αναπνοής, ως τρόπο ζωής. Το internet είναι ενδιαφέρον για γνώση και πηγές, αλλά πρέπει να είμαστε και εν σώματι μαζί».

«Όμως κατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, ανακαλύψαμε ότι το ξενοδοχείο Chelsea έχει αναπαραχθεί στο Second Life (online παιχνίδι ρόλων πολλαπλών παικτών)», λέει ο Duverdier. «Πρέπει να το τσεκάρετε. Έχουν βάλει μέχρι και τα φαντάσματα».

Το Dreaming Walls: Inside the Chelsea Hotel έχει ήδη κυκλοφορήσει.