Η νέα κωμική ταινία του Cesc Gay είναι μια σπονδυλωτή ιστορία πέντε κεφαλαίων, με φανταστικούς χαρακτήρες διαφορετικών ηλικιών που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της ζωής. Μια πληθωρική κωμωδία χαρακτήρων με τους Αντόνιο ντε λα Τόρε, Μαριμπέλ Βερντού, Άννα Καστίγιο, Τσίνο Νταρίν και Χαβιέρ Ρέι που καταπιάνεται με τις αστείες καταστάσεις, στις οποίες έχουμε βρεθεί όλοι μας, αλλά που ευχόμαστε να μην τις ήξερε κανείς ή να μπορούσαμε να τις ξεχάσουμε. Πέντε ιστορίες και μαζί μια σαρκαστική, αλλά και τρυφερή ωδή στην ανικανότητα των ανθρώπων να τιθασεύουν τα συναισθήματά τους, ακόμα και όταν γνωρίζουν ότι πρέπει.
Λίγες ημέρες πριν της πρεμιέρας της ταινίας «Αυτά που δεν λέγονται», στο πλαίσιο του 7ου Φεστιβάλ Ισπανόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας – FeCHA, ο σκηνοθέτης της ταινίας μίλησε στο Olafaq για την διαδικασία παραγωγής της ταινίας, για τις αστείες καταστάσεις, στις οποίες έχουμε βρεθεί όλοι μας και για την οικειότητα που νιώθει στην πόλη μας.
– Ποια είναι η πρώτη σας ανάμνηση από το σινεμά;
Πιθανόν όταν είχα πάει με την μητέρα και τον αδερφό μου, το καλοκαίρι, όταν τα σχολεία έκλειναν.
– Πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο;
Δεν το αποφάσισα ακριβώς, ο πατέρας μου είχε μια από αυτές τις super 8 κάμερες – που κάνουν αυτό τον χαρακτηριστικό ήχο – για να βιντεοσκοπεί οικογενειακές μαζώξεις και γενέθλια. Γύρω στα 16 μου λοιπόν μαζί με τον ξάδερφο και έναν φίλο μου, αρχίσαμε να τραβάμε. Οπότε δεν είναι ότι το αποφάσισα ακριβώς απλά θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνω ταινίες μικρού μήκους. Κάποια στιγμή λοιπόν όταν η μητέρα μου με ρώτησε «τι θες να σπουδάσεις;», απάντησα ότι ήθελα να σπουδάσω δημοσιογραφία, οπότε ξεκίνησα τις σχετικές σπουδές αλλά είχα εντοπίσει μια μικρή σχολή κινηματογράφου, και τελικά με τράβηξε περισσότερο το σινεμά και αποφάσισα να σπουδάσω κινηματογράφο. Αλλά από ανέκαθεν έφτιαχνα ταινίες μικρού μήκους.
– Ας περάσουμε πλέον στην ταινία. Είναι αυτοβιογραφική;
Ναι, αλλά δεν μπορώ να σας πω ποια, γιατί τότε θα έχω πρόβλημα. Όλα όσα γράφω, κι όλες οι ταινίες που σκηνοθετώ έχουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία είτε τα παραποιώ, είτε αναμειγνύονται με άλλα στοιχεία. Σίγουρα εμπεριέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και πέρα από αυτό, ιστορίες που μπορεί να μοιράζονται μαζί μου φίλοι ή η οικογένειά μου, που μετά από χρόνια όλα αυτά συμπτύσσονται μεταξύ τους και βγαίνει το τελικό αποτέλεσμα. Για παράδειγμα στην πρώτη ιστορία με το ζευγάρι, προέρχεται από έναν φίλο μου που είναι καθηγητής και είχε μια ερωτική περιπέτεια με μία φοιτήτρια.
– Φαίνεται να λατρεύετε τις σημειολογίες που προσφέρει το αστικό περιβάλλον. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Ναι! Νομίζω ότι δεν έχω φαντασία για οτιδήποτε εκτός του αστικού περιβάλλοντος. Δεν μπορείς να γράψεις μια ταινία για ένα περιβάλλον στο οποίο δεν έχεις βιώματα. Για παράδειγμα, μου αρέσουν πολύ τα θρίλερ, οι μανιακοί δολοφόνοι και οι κακοί αστυνομικοί αλλά δεν έχω την ικανότητα να γράψω κάτι σχετικό γιατί δεν έχω καμία επαφή με αυτούς τους χαρακτήρες. Γνωρίζω ανθρώπους σαν τους φίλους μου, εσένα, εμένα, κανονικούς ανθρώπους, με κανονικά προβλήματα. Έτσι μου αρέσει να μιλώ γι’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους τους οποίους γνωρίζω. Συνεπώς, ο θεατής μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με τους χαρακτήρες στις ταινίες, και να δημιουργείται ένα είδος ενσυναίσθησης μεταξύ των δύο.
– Τι σας γοητεύει στη κωμωδία ως είδος;
Ότι δημιουργεί συνδέσεις μεταξύ μας. Χθες για παράδειγμα όταν προσγειώθηκα στην Αθήνα, ο οδηγός που με περίμενε για αρκετή ώρα με αυτά τα πλακάτ που γράφουν «Ινστιτούτο Θερβάντες, Σεσκ Γκέι» είχε πολλά νεύρα και ήταν κάπως απότομος κι αγενής. Με το που επιβιβάστηκα όμως στο ταξί κι έκανα ένα και μόνο αστείο, ήταν άρχισε να γελάει και στη συνέχεια χαλάρωσε κι αρχίσαμε να μιλάμε για διάφορα, για ποδόσφαιρο, μου μιλούσε για τη γυναίκα του, για φαγητά και πολλά άλλα. Σκέψου ότι μου έστειλε και μήνυμα μετά από αυτό, και γίναμε φίλοι. Έτσι, με το χιούμορ έκανα έναν καινούργιο φίλο στην Αθήνα. Ερωτευόμαστε και κάνουμε φίλους με το χιούμορ. Γι’ αυτό απολαμβάνω τόσο πολύ να κάνω αυτές τις ταινίες. Γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται αυτή την σύνδεση όταν παρακολουθούν τις ταινίες μου, ακριβώς λόγω του χιούμορ. Μου αρέσει επίσης το γεγονός ότι μπορείς να αφηγηθείς σημαντικά πράγματα μέσω της κωμωδίας.
– Σχεδιάζατε από την αρχή να γυρίσετε μια επεισοδιακή ταινία;
Όταν έχω μια ιδέα και αρχίζω να γράφω, ποτέ δεν ξέρω πως ακριβώς θα εξελιχθεί – αν θα είναι ένα διήγημα, ένα θεατρικό έργο ή μια ταινία. Κάποια στιγμή άρχισα να σκέφτομαι να κάνω μια τηλεοπτική σειρά με αυτό το υλικό. Έγραψα δέκα επεισόδια, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρω χρηματοδότηση. Έτσι, επέλεξα πέντε από τις ιστορίες αυτές και τις μετέτρεψα σε μια ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν δύσκολο να επιλέξω τις κατάλληλες, αφού όλες έπρεπε να έχουν το ίδιο επίπεδο ειρωνείας. Ήταν σημαντικό να βρεθεί το σωστό χρώμα και τόνος, οπότε είχα επίσης ιστορίες που ήταν πιο ρομαντικές, για παράδειγμα.
– Πώς επιλέξατε το καστ της ταινίας;
Μερικούς από τους ηθοποιούς τους γνώριζα πολύ καλά και ήθελα να συνεργαστούμε ξανά. Εφόσον ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί στα γυρίσματα, είναι εύκολο να εμπιστευτεί ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν όμως και ηθοποιοί με τους οποίους δεν είχα δουλέψει στο παρελθόν, αλλά μου άρεσαν και είχα την περιέργεια να δοκιμάσω να συνεργαστώ μαζί τους. Είναι δύσκολο να βρεις ηθοποιούς με ταλέντο στην κωμωδία. Δεδομένου ότι γυρίσαμε πολλά επεισόδια, ήταν πιο εύκολο για τους ηθοποιούς, καθώς είχαν μόνο πέντε με έξι ημέρες γυρισμάτων.
– Πώς τα πάει ο ισπανικός κινηματογράφος αυτή τη στιγμή, κατά τη γνώμη σας;
Νομίζω ότι ο ισπανικός κινηματογράφος τα πηγαίνει πολύ καλά. Έχουμε μια εκλεκτική κινηματογραφική βιομηχανία με μερικούς πολύ διαφορετικούς σκηνοθέτες. Υπάρχουν πολλές πλατφόρμες και υπάρχουν πολλά χρήματα. Χαίρομαι που οι ταινίες μου ταξιδεύουν σε πολλά διαφορετικά φεστιβάλ και αγορές και γίνονται ριμέικ, οπότε είναι μια πολύ καλή στιγμή από αυτή την άποψη.
– Κάθε σκηνοθέτης έχει στο μυαλό του έναν «ιδανικό θεατή». Ποιος είναι ο δικός σας ιδανικός θεατής; Εκτός από το κοινό των φεστιβάλ σε ποιους απευθύνεται αυτή η ταινία;
Όταν ξεκίνησα να φτιάχνω ταινίες, προσπάθησα να το απαντήσω αυτό, και σκέφτηκα ότι ίσως αναφέρομαι σε νέους ανθρώπους που είναι ανοιχτοί, και ότι δεν ενδιαφέρονται μόνο για εμπορικές παραγωγές. Αλλά όταν άρχισα να γυρίζω κωμωδίες, αποφάσισα ότι γράφω μόνο για μένα. Αν την βρίσκω εγώ ο ίδιος αστεία είναι κάτι που λειτουργεί για μένα. Αν στη συνέχεια είμαι τυχερός, το κοινό θα ταυτιστεί και θα γελάσει με την ταινία μου.
– Πόσο σημαντικό θεωρείτε να υπάρχει ένα φεστιβάλ όπως το FeCHA που φέρνει στο προσκήνιο την ισπανική κινηματογραφική κουλτούρα;
Είναι πολύ σημαντικά για όλες εκείνες τις παραγωγές που δεν είναι εμπορικές όπως οι αμερικανικές. Θα ήμασταν χαμένοι αν δεν υπήρχαν αυτά τα φεστιβάλ, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να προβληθούν οι ταινίες μας και να κάνουν ουσιαστικά τον γύρο του κόσμου. Είναι σα να ανοίγεται έτσι κάποιου είδους διάλογος.
– Τι να περιμένει το διεθνές κοινό από εσάς στο μέλλον; Ποια είναι τα σχέδιά σας;
Γράφω τώρα, είναι ένας μήνας που έχω αποσυρθεί κατά κάποιο τρόπο καθώς είμαι στη φάση να ολοκληρώσω μια ταινία. Γράφω επίσης ένα θεατρικό, καθώς και στο παρελθόν έγραφα θεατρικές κωμωδίες.
– Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να προσθέσετε;
Νιώθω μια απερίγραπτη οικειότητα στην Ελλάδα, ίσως είναι το χιούμορ μας, ή ο τρόπος που επικοινωνούμε, ίσως είναι το κλασικό που λέμε, η μεσογειακή κουλτούρα και ο ήλιος, δεν ξέρω τι ακριβώς είναι, αλλά νιώθω πολύ όμορφα εδώ, κι ελπίζω το κοινό της Αθήνας να απολαύσει την ταινία.