Ο δυνατός αθηναϊκός ήλιος και τα χρόνια της κρίσης έχουν ξεθωριάσει τα φανταχτερά χρώματα και την γυαλάδα των κοστουμιών, που η ομάδα πορτοφολάδων με έδρα τον κινηματογράφο Broadway, χρησιμοποιεί στα θεάματα που στήνει για να μαζέψει θύματα. Στο καινούργιο υπερθέαμα-παγίδα όμως, η χημεία μεταξύ παλαιότερων και άρτιαφιχθέντων συντελεστών της ομάδας προκαλεί παρενέργειες. Θα χρειαστεί η παρέμβαση μιας ομάδας drag queens, η μυστηριώδης εμφάνιση του Χρήστου Πολίτη (ο ‘Γιάγκος Δράκος’), η λάμψη της Ελένης Φουρέιρα, το μπρίο του Λάκη Γαβαλά και η μουσική του Gabriel Yared, για να επέλθει η ισορροπία σε αυτό το, φτιαγμένο από στρας και πολυέστερ, σύμπαν.
«Το σκηνικό, τα πρόσωπα, η μουσική, η ατμόσφαιρα, η ιστορία…είχαμε καιρό να δούμε σε ένα έργο όλα αυτά τα συστατικά απ’τα οποία φτιάχνονται οι καλές ταινίες. Το BROADWAY αξίζει ένα μεγάλο μπράβο, και όχι μόνο για αυτό. Το BROADWAY είναι υπέροχα παραβατικό», έγραψε σε κριτική του το περιοδικό CHARLIE HEBDO.
Αυτός είναι συνοπτικά ο κόσμος του “Broadway”, της πρώτης μεγάλους μήκους ταινίας του Χρήστου Μασσαλά που κατόρθωσε να βρει διανομή ήδη σε ΗΠΑ, Γαλλία, Τσεχία και Σλοβακία και να πείσει τον βραβευμένο με Όσκαρ συνθέτη να γράψει πρωτότυπο μουσική για το έργο του.
Μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη ενόψει της πρεμιέρας του “Broadway” στις ελληνικές αίθουσες, την Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου.
– Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται, σε μεγάλο βαθμό, για μια site specific ταινία. Πώς αποφάσισες ότι το θέατρο Broadway είναι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες του έργου;
Με έναν τρόπο ναι, θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την ταινία ‘site specific’. Θεωρώ βέβαια ότι και η πόλη παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Όλες οι τοποθεσίες της Αθήνας που βλέπουμε στην ταινία έχουν επιλεγεί μετά από πολλή σκέψη. Το ρεπεράζ δεν είναι μια απλή υπόθεση. Κάθε τοίχος, κάθε πέρασμα, κάθε πρόσοψη έχει για μένα μεγάλη σημασία στη συνολική σύνθεση. Αλλά ναι ο χώρος που πρωταγωνιστεί είναι σαφώς σαφώς η Στοά Broadway. Αρκετά χρόνια πριν, όταν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία αυτής της συμμορίας, ένα από τα πρώτα ερωτήματα που έπρεπε να απαντήσω στο μυαλό μου ήταν το ‘που κοιμούνται; που κρύβονται;’ Ήταν ήδη ξεκάθαρο στο μυαλό μου ότι ζουν σε μια κοινοβιακή συνθήκη, σε κάποιον εγκαταλελειμένο, κρυμμένο χώρο στο κέντρο της πόλης. Και άρχισα να αναζητώ τοποθεσίες. Ώσπου μίλησα με μια εικαστικό-αρχιτέκτονα, τη Σοφία Ντώνα, η οποία μου πρότεινε να δω τη Στοά Broadway. Έτσι κατέληξα εκεί. Και δεν υπήρχε επιστροφή.
Τo Broadway, ξεκινώντας από την ονομασία και μόνο, ήταν το ιδανικό κρησφύγετο για αυτή τη συμμορία πορτοφολάδων και χορευτών. Ο χώρος έδινε φοβερές δυνατότητες, δραματουργικές και σκηνογραφικές. Και έτσι άφησα τη φαντασία μου ελεύθερη να πλάσει ένα καινούργιο Broadway πάνω στη βάση του υπάρχοντος. Κάποια στιγμή μπήκε στο παιχνίδι η σκηνογράφος Άννα Γεωργιάδου, δουλέψαμε μεθοδικά και υλοποίησε με την ομάδα της αυτό που θα δείτε στην ταινία, που απέχει βέβαια πολύ από την πραγματική κατάσταση της στοάς. Η Άννα έκανε φοβερή δουλειά.
– Η ιδέα για το “Broadway” γεννήθηκε πριν επτά χρόνια. Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες για να ολοκληρώσεις την ταινία και πώς μέσα στο πέρασμα των χρόνων πήρε αυτή την τελική της μορφή σε σχέση με το αρχικό σου όνειρο;
Οι δυσκολίες μιας πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας είναι πολλές, σίγουρα. Ξεκινώντας από το ότι πρέπει να βρεις το βηματισμό σου στη μεγάλη φόρμα ως σεναριογράφος, γιατί όση εμπειρία και αν έχεις στις μικρού μήκους ταινίες δεν υπάρχει σύγκριση. Και αυτή η διαδικασία από μόνη της απαιτεί χρόνο και ζύμωση και πολλά drafts που θα καταλήξουν στα σκουπίδια. Αφετέρου, η χρηματοδότηση παίρνει χρόνο – χρόνια, μάλλον. Και το “Broadway” δεν ήταν μια ταινία που θα μπορούσε να γίνει guerilla, χωρίς δηλαδή να έχουμε την οικονομική δυνατότητα να φτιάξουμε όλους αυτούς τους χώρους, τα ρούχα, χωρίς αυτή τη μουσική, χωρίς όλα αυτά. Οπότε έπρεπε να περιμένω. Και αυτό δεν ήταν εύκολο. Αλλά το πιο σημαντικό ήταν να γίνει η ταινία σωστά.
Θεωρώ ότι το τελικό αποτέλεσμα δεν απέχει και τόσο από αυτό που είχα ονειρευτεί. Και ακριβώς επειδή πέρασα τόσο πολύ χρόνο προετοιμάζοντας την ταινία σε όλα τα επίπεδα, στο γύρισμα ήμουν διαυγής και το πράγμα κύλησε ομαλά. Πολλές ώρες, πολλή κούραση, ειδικά για τους συνεργάτες μου, που κάνανε υπεράνθρωπα πράγματα για να πετύχουμε αυτό το αποτέλεσμα. Νομίζω όμως ότι άξιζε τον κόπο.
Η ταινία πραγματεύεται και ΛΟΑΤΚΙ+ θέματα. Ποιος είναι για σένα ο χαρακτήρας τ@ Jonas/Barbara;
Ο Jonas ξεκινάει ως ένας cis straight άνδρας. Δηλαδή, για να διευκρινίσουμε με απλά λόγια τον όρο ‘cis’ για όποιον δεν τον γνωρίζει, εννοούμε κάποιον που ταυτίζεται με το βιολογικό του φύλο και δεν μπαίνει σε διαδικασία αμφισβήτησης του. Δηλαδή ο Jonas δεν ξεκινάει την πορεία του στην ιστορία ως ένας χαρακτήρας που αμφιταλαντεύεται ως προς την ταυτότητα φύλου του. Αυτό που τον κάνει όμως μια «ξεχωριστή περίπτωση» είναι ότι είναι ένας άνθρωπος υπό διωγμό, που έχει χάσει πλέον την «ταυτότητα» του συνολικά. Οπότε βρίσκεται σε μια πολύ συγκεκριμένη συνθήκη, όπου η ανάγκη του για να επιβιώσει, για να επιζήσει, του δίνει μια ευπλαστότητα που υπό άλλες συνθήκες μπορεί να μην είχε. Προκειμένου λοιπόν να κρυφτεί από αυτούς που τον κυνηγούν και να «εξαφανιστεί», μεταμφιέζεται σε «γυναίκα» ή μάλλον καλύτερα σε ένα γυναικείο «είδωλο». Η μεταμφίεση αυτή ενορχηστρώνεται και σκηνοθετείται από τη Νέλλη, το μόνο –μέχρι εκείνη τη στιγμή- κορίτσι στο Broadway. Οπότε η σχέση τους έχει μια πυγμαλιωνική διάσταση, στη βάση της.
Στην πορεία της ιστορίας η μεταμφίεση αυτή γίνεται κάτι σαν μεταμόρφωση, καθώς ο Γιόνας αρχίζει και πιστεύει όλο και περισσότερο στον καινούργιο του ρόλο ως Μπάρμπαρα. Γιατί προκειμένου να παίξει αυτό τον ρόλο, πρέπει να αντλήσει από μια εσωτερική θηλυκότητα, που όλοι έχουμε μέσα μας – και που πολλοί ‘cis’ άνδρες διδάσκονται να ακρωτηριάζουν από νωρίς. Η σταδιακή μετάλλαξη του Γιόνας σε Μπάρμπαρα γίνεται με μια πρωτόγνωρη ίσως φυσικότητα, καθώς η Μπάρμπαρα «γεννιέται» και «μεγαλώνει» στα ασφαλή πλαίσια του Broadway (και του θεάματος), όπου οι κανόνες και οι ταχύτητες του έξω κόσμου δεν έχουν την ίδια ισχύ. Οπότε το Broadway είναι ένας δοκιμαστικός χώρος και μια υπόθεση για τις μικρές και μεγάλες «υπερβάσεις» που θα μπορούσαν να συμβούν, αν αντιλαμβανόμασταν την ευπλαστότητα, τη ρευστότητα της ανθρώπινης φύσης. Το πως εξελίσσεται η Μπάρμπαρα, η σχέση της με τη Νέλλη και που τελικά συναντιέται το Broadway με την «πραγματικότητα» είναι κάτι που δεν θα’θελα να αναλύσω τώρα. Νομίζω καλύτερα να το ανακαλύψει κανείς στη μεγάλη οθόνη.
– Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Gabriel Yared; Πώς δουλέψατε μαζί για να ντύσει μουσικά το κινηματογραφικό σου όραμα;
Ήμουν νομίζω 12 χρονών όταν είδα για πρώτη φορά τον «Ταλαντούχο Κύριο Ρίπλεϊ». Και την επόμενη μέρα μπήκα σε ένα δισκάδικο και αγόρασα το soundtrack με τη μουσική του Gabriel Yared. Από τότε το έχω ακούσει δεν ξέρω και εγώ πόσες φορές. Οπότε η μουσική του Gabriel Yared με συνοδεύει από πολύ νωρίς, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική μου διαμόρφωση. Το ότι ο Gabriel κατέληξε τελικά να γράφει τη μουσική για την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να έχω προβλέψει, ούτε και να προσδοκώ, σκεπτόμενος ρεαλιστικά. Όλο αυτό ξεκίνησε ουσιαστικά σαν ένα «λογικό άλμα». Δηλαδή κάποια στιγμή, και ενώ αδυνατούσα να βρω έναν συνθέτη για την ταινία με το κατάλληλο, για μένα, μουσικό ιδίωμα – και πιο κοντά στα παραγωγικά μέτρα της ταινίας – σκέφτηκα: «αν δεν είχα κανέναν περιορισμό, παραγωγικό ή οικονομικό, και μπορούσα να έχω έναν οποιονδήποτε συνθέτη στον κόσμο, ποιον θα ήθελα;». Και η απάντηση ήταν ο Gabriel Yared.
Οι παραγωγοί μου στηρίξανε αυτή μου την επιθυμία, ακόμη και αν όλο αυτό δεν έμοιαζε καθόλου ρεαλιστικό. Και βρήκανε έναν τρόπο να επικοινωνήσω μαζί του. Έστειλα στον Gabriel ένα email με μια παρουσίαση για το Broadway, μαζί με τις μικρού μήκους ταινίες μου. Και προς τεράστια έκπληξη μου, μου απάντησε την επόμενη μέρα και ζήτησε να βρεθούμε στο Παρίσι. Πήγα στο σπίτι του και από τα πρώτα λεπτά κιόλας νομίζω ότι υπήρξε μια ουσιαστική σύνδεση. Μου είπε ότι τον ενδιαφέρει ο κόσμος που θέλω να φτιάξω. Αλλά θα έπρεπε να δει ένα πρώτο μοντάζ της ταινίας για να αποφασίσει– ακόμη εγώ δεν είχα ξεκινήσει γυρίσματα. Και έτσι, έναν χρόνο μετά, επέστρεψα στο σπίτι του με το πρώτο cut της ταινίας, το είδαμε μαζί και στο τέλος μου είπε με ένα πλατύ χαμόγελο «Ωραία. Θα γράψω μουσική για την ταινία».
– Πώς επέλεξες τον Λάκη Γαβαλά και την Ελένη Φουρέιρα ως guest για την ταινία;
Δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένα σύγχρονο, ελληνικό ‘Broadway’ χωρίς τον Λάκη Γαβαλά και την Ελένη Φουρέιρα. Δεν χρειάστηκε καν ιδιαίτερη σκέψη όλο αυτό. Σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, όπου οι αποστάσεις μεταξύ ‘πολιτών’ και ‘διασημοτήτων’ είναι πολύ μικρές –κυριολεκτικά και μεταφορικά- δύσκολα δημιουργούνται και συντηρούνται ‘icons’, πρόσωπα δηλαδή της ποπ κουλτούρας που αποκτούν συμβολική διάσταση και αξία. Η Φουρέιρα και ο Γαβαλάς είναι σίγουρα ‘icons’. Σ’αρέσει δεν σ’αρέσει αυτό που κάνουν, συμφωνείς ή όχι με αυτό αισθητικά, είναι σημεία αναφοράς. Και τους ευχαριστώ και τους δυο που δεχτήκανε να συμμετάσχουν στο ‘Broadway’ και που το κάνανε με τόσο καλή διάθεση και ευελιξία.
– Το “Broadway” έχει ήδη ξεκινήσει τη φεστιβαλική του πορεία και έχει προβληθεί στους γαλλικούς κινηματογράφους με πολύ καλές κριτικές. Πώς αισθάνεσαι για την μέχρι τώρα πορεία της ταινίας και οι προσδοκίες σου για το άνοιγμα στο ελληνικό κοινό;
Το “Broadway” ταξιδεύει ήδη από τον περασμένο Γενάρη στο εξωτερικό, σε φεστιβάλ και κινηματογραφικές αίθουσες. Έχει ήδη βγει στη διανομή σε Γαλλία, Τσεχία, Σλοβακία και στο προσεχές διάστημα θα βγει στις ΗΠΑ. Είμαι πολύ χαρούμενος με την ανταπόκριση, γιατί βλέπω ότι η ταινία αφήνει ένα αποτύπωμα. Αλλά αυτό ίσως μπορέσουμε να το αξιολογήσουμε καλύτερα στο μέλλον.
Σε αυτή τη φάση, αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η ανταπόκριση του ελληνικού κοινού. Αυτός είναι για μένα ο σημαντικότερος σταθμός στο ταξίδι της ταινίας. Εύχομαι οι έλληνες θεατές να επιλέξουν να δουν την ταινία στα σινεμά. Από εκεί και πέρα, δεν ξέρω τι να περιμένω. Περιμένω και ανυπομονώ.