Γνωριστήκαμε τον Ιανουάριο του 2020 στο Kustendorf Film Festival, όταν ήδη η μικρού μήκους ταινία του “The Christmas Gift” είχε αποσπάσει περισσότερα από πενήντα βραβεία σε διεθνή Φεστιβάλ (μεταξύ αυτών και τα International Competition Grand Prix winner at Clermont-Ferrand 2019, Best of Festival Prize at Palm Springs 2019, European Film Award for Best Short Film 2019), με αποκορύφωμα την ένταξή της στη λίστα των υποψηφιοτήτων για Όσκαρ ταινιών μικρού μήκους.
Ο Bogdan Muresanu είναι ο δεύτερος στην ιστορία του ρουμανικού σινεμά που κατάφερε να φτάσει ως τα Όσκαρ, με την ταινία του “The Christmas Gift”. Συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός, έχει διαγράψει σημαντική πορεία και πριν από το “Christmas Gift” με τις ταινίες “Half Shaved” (2012) και “Spid” (2016), ενώ πρόσφατα έκανε την παραγωγή στην ταινία «Borders» του Sebastian Voinea. Μας μιλάει στο Olafaq για την καινούρια του ταινία animation “Le magicien” που ετοιμάζεται να ξεκινήσει το ταξίδι της στα διεθνή φεστιβάλ καθώς και για όλα εκείνα που αγαπάει στο σινεμά, τη σχέση του με τη λογοτεχνία, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τους ισχυρούς δεσμούς με την Ελλάδα την οποία έχει επισκεφθεί περισσότερες από σαράντα φορές.
– Στο “Christmas Gift” βλέπουμε τον πανικό ενός πατέρα, όταν ανακαλύπτει ότι ο μικρός του γιος έχει γράψει γράμμα στον Άγιο Βασίλη για να αναφέρει την επιθυμία του πατέρα του να δει τον δικτάτορα Τσαουσέσκου νεκρό. Ωστόσο, οι τραγελαφικές καταστάσεις, οι νευρικές ερμηνείες και το γρήγορο μοντάζ έκαναν το κοινό στις αίθουσες να γελάσει πολύ, παρά το γεγονός ότι υπήρχε αγωνία για το τι θα συμβεί. Πώς μπορεί να γίνει το χιούμορ ένας αποτελεσματικός τρόπος να ξορκίσεις τη σκοτεινή εμπειρία τού να έχεις ζήσει σε μια δικτατορία;
Επιβίωση μέσω του γέλιου, αυτή είναι η απάντηση! Το έχω συζητήσει και με φίλους που έχουν ανάλογες εμπειρίες. Άλλωστε, επί Τσαουσέσκου, είχαμε πολλά ανέκδοτα για τον δικτάτορα, κυκλοφορούσαν πολλά τέτοια στη ρουμανική κοινωνία, έστω κι αν χρειαζόταν να τον αναφέρουμε με κάποιο παρατσούκλι και όχι με το κανονικό του όνομα. Είναι μια φυσική αντίδραση απέναντι στη δικτατορία και την ανελευθερία στις ζωές των ανθρώπων, το πνεύμα θέλει κάπως να δραπετεύσει και να αντισταθεί. Ο Τσαουσέσκου ήταν σαν να έκανε πόλεμο στους Ρουμάνους, αναγκάζοντάς τους να ζήσουν σε απόλυτη ένδεια. Η πρόθεσή μου φτιάχνοντας αυτήν την ταινία ήταν να έχει κωμικά στοιχεία αλλά, πραγματικά, αυτό που αντίκρισα μέσα στις αίθουσες της ώρα που προβαλλόταν δεν το περίμενα. Ο κόσμος γελούσε ασταμάτητα! Βλέπεις, μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα το γέλιο είναι σαν μεταδοτική ασθένεια, ξεκινάει ένας και τους παρασέρνει όλους. Στην πραγματικότητα, είναι μια black comedy το “Christmas Gift”. Έχοντας ο ίδιος βιωματική εμπειρία από τη δικτατορία του Τσαουσέσκου, σήμερα αισθάνομαι ηθικό χρέος να φτιάχνω φιλμ όπου θα εκφράζομαι ελεύθερα για εκείνη τη σκοτεινή περίοδο της ρουμανικής ιστορίας. Ο φόβος ήταν τεράστιος. Δεν είχαμε φαγητό, δεν επιτρεπόταν να οδηγούμε αυτοκίνητο κάθε μέρα, μπορούσαμε να δούμε τηλεόραση μόνο δύο ώρες την ημέρα, κατά τις οποίες προβάλλονταν εκπομπές που μιλούσαν για τις αρετές του Τσαουσέσκου. Και τα σαββατοκύριακα είχαμε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε κάποια animations, παιδικά, αθώα που όμως, ίσως να είχαν και κάποιον χαρακτήρα προπαγάνδας . Σκέφτομαι τώρα ότι ίσως η ειρωνεία και το χιούμορ είναι όπλα που καταστρέφουν, χτυπούν την κυρίαρχη ιδεολογία, αναδεικνύουν τον κάλπικο και σαθρό χαρακτήρα του φασισμού, εξωραϊζουν την οδύνη του παρελθόντος. Για παράδειγμα, έχεις παρατηρήσει πόσο χιούμορ υπάρχει στην εβραϊκή κουλτούρα; Δεν ξέρω βέβαια, τι γίνεται σήμερα με τον Πούτιν -με λύπη ακούω ότι πολλοί ρώσοι καλλιτέχνες σήμερα υποστηρίζουν τον Πούτιν!
– Τι σε κάνει να προτιμάς τις ταινίες μικρού μήκους; Υπάρχουν σχέδια για κάποια μεγάλου μήκους ταινία;
Και αυτά ταινίες είναι (γελάει)! Πράγματι, ετοιμάζω και μια μεγάλου μήκους ταινία. Προτιμώ, ωστόσο, τις ταινίες μικρού μήκους γιατί σου δίνουν μια αίσθηση ελευθερίας να κάνεις ό,τι θες ως καλλιτέχνης. Στις μεγάλου μήκους, υπάρχει μια ολόκληρη επικοινωνιακή και οικονομική πολιτική από πίσω, που κάνει τη συνθήκη πιο απαιτητική και αγχωτική. Οι μικρού μήκους ταινίες σου αφήνουν μια ελευθερία έκφρασης και δημιουργίας γιατί είναι low budget, δεν υπάρχουν υψηλές προσδοκίες που να δημιουργούν περαιτέρω δυσκολίες. Υπάρχουν εξαιρετικοί avant garde σκηνοθέτες, μάλιστα, όπως ο John Smith, που κατά βάση επιλέγουν τα short films. Εμένα κυρίως με νοιάζει να κάνω έργα που να έχουν κάτι να πουν, ανεξάρτητα από τη φόρμα τους. Αγαπώ κάθε είδους ταινία, μικρή ή μεγάλη.
– Τι κάνει τελικά μια ταινία πιο ενδιαφέρουσα, η πλοκή ή οι ιδέες του σκηνοθέτη;
Το πώς λες μια ιστορία είναι το ίδιο σημαντικό με την ίδια την ιστορία. Ειδικά τώρα, μετά από τόσα χρόνια ύπαρξης του σινεμά, που όλοι ψάχνουμε καινούριες ιδέες και τρόπους για να πάμε το filmmaking λίγο παρακάτω, φαίνεται όλο και πιο έντονα ότι και τα δύο αυτά έχουν σημασία και πρέπει να πορεύονται παράλληλα.
– Κατά τη γνώμη σου, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «βαλκανικό σινεμά»;
Όχι. Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν ειδικά γνωρίσματα που θα επέτρεπαν να μιλήσουμε για βαλκανικό σινεμά. Σκέψου πόση απόσταση χωρίζει ένα ελληνικό φιλμ από ένα νεορεαλιστικό, μίνιμαλ ρουμανικό έργο. Υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσά τους, έρχονται από διαφορετικούς πλανήτες. Ο σύγχρονος ελληνικός κινηματογράφος, ας πούμε, χαρακτηρίζεται από έντονα λυρικά στοιχεία, τα οποία διαφοροποιούνται από το παρελθόν των μεγάλων masters του, όπως, για παράδειγμα, ο πολιτικός Γαβράς. Έχει ενδιαφέρον να αναρωτηθεί κανείς για την εξέλιξη του ελληνικού ή του ρουμανικού σινεμά και τις διαφοροποιήσεις τους μέσα στα χρόνια. Θυμάμαι, σε ένα workshop σεναριογράφων που παρακολούθησα πριν από οκτώ χρόνια στη Νίσυρο, όλες οι ταινίες είχαν μέσα μια σκηνή με μια γυναίκα να περπατάει στην παραλία! (γελάει) Αυτοί οι κοινοί τόποι είναι όμως, στην πραγματικότητα, εκείνοι που χτίζουν φανερά ή αθόρυβα , τις σχολές σκέψης γύρω από την τέχνη, όπως, για παράδειγμα, συνέβη στο γαλλικό New Wave. Επί κομμουνισμού στη Ρουμανία, είχαμε κι εμείς πιο λυρικά φορτισμένα φιλμς, γιατί τα πράγματα έπρεπε να ειπωθούν μεταφορικά. Μετά την επανάσταση, δεν υπήρχαν χρήματα κι αυτό οδήγησε σε έναν πιο μινιμαλιστικό κινηματογράφο. Έπρεπε να βρούμε τρόπους να πούμε κάτι σημαντικό με πενιχρά μέσα. Αξίζει να σου πω ότι η σκηνή που επαναλαμβάνεται σχεδόν σε κάθε ρουμανικό φιλμ, είναι αυτή που κάποιος τρώει Chorba (παραδοσιακή ρουμανική σούπα) -ε, την έβαλα κι εγώ στην ταινία μου!
– Η επόμενή σου ταινία “Le magicien” περιγράφεται ως «μια ιστορία για τη μοίρα και το μαγικό στοιχείο της ζωής που αντιτίθενται στις κενές υποσχέσεις του μοντέρνου κόσμου». Τι αφορά η ταινία; Να την περιμένουμε στην Ελλάδα;
Το “Le magicien” είναι ένα animation 25’ με στοιχεία κανονικού έργου: διηγείται μια ιστορία πλούσια σε γεγονότα, αποχρώσεις και συναισθήματα. Κεντρικός ήρωας είναι ένας μάγος που ζει στο Δέλτα του Δούναβη το 1910. Όλα συμβαίνουν μέσα σε μία μέρα, την πρώτη μέρα που έρχεται το ηλεκτρικό στη Σουλίνα. Πρόκειται για μια τρυφερή ερωτική ιστορία και ο τίτλος του φιλμ είναι κάπως παραπλανητικός -στην πραγματικότητα, η γυναίκα είναι η μάγισσα της ιστορίας. Η ταινία πρόκειται σύντομα να ξεκινήσει το ταξίδι της στις αίθουσες, εύχομαι να καταφέρει να φτάσει και στην Ελλάδα.
– Στο παρελθόν, έχεις εργαστεί ως δημοσιογράφος ενώ έχεις εκδώσει και μια συλλογή διηγημάτων (Erata). Τι σε έκανε να μεταβείς από τη λογοτεχνία στον κινηματογράφο;
Νόμιζα ότι θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα στον κινηματογράφο αλλά τελικά δεν ήταν (γελάει)! Πάντα ήθελα να ασχοληθώ με το σινεμά. Δεν με ενδιέφερε ποτέ ο τρόπος, αλλά κυρίως το να καταφέρω να πω μια ιστορία. Φυσικά η κάθε τέχνη έχει τους κανόνες της, τους οποίους οφείλεις να έχεις μάθει καλά. Αυτό που κατάλαβα τώρα είναι ότι το είδους του animation έχει τους απόλυτα δικούς του κανόνες, ένιωσα σαν να ξεκίνησα από την αρχή. Το “Le magicien” μου έμαθε να κάνω υπομονή, να είμαι ταπεινός στις απαιτήσεις μου. Ώρες ώρες, βέβαια, με οδήγησε και σε απόγνωση! Ήταν μια μεγάλη μάχη με τον εαυτό μου αυτή η διαδικασία, με διαμόρφωσε. Τώρα που πλησιάζω στην ολοκλήρωση της ταινίας, αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση. Εν τέλει, ξεπέρασε τις προσδοκίες μου.
– Έχουν δυσκολέψει οι συνθήκες της κινηματογραφικής παραγωγής μετά την πανδημία;
Ναι, ναι, ναι! Αλλά οφείλω να πω ότι όλα έγιναν πιο δύσκολα μετά την πανδημία, ο κόσμος έχει αλλάξει, οι αντιδράσεις των ανθρώπων είναι περίεργες. Κι εγώ ο ίδιος έχω αλλάξει.
– Έχεις σκεφτεί να κάνεις κάποτε μια ταινία βασισμένη σε λογοτεχνικό έργο;
Καλή ερώτηση! Το έχω ήδη κάνει δύο φορές. Τη μια ως σεναριογράφος σε συνεργασία με τον βούλγαρο σκηνοθέτη Stephan Komandarev, για μια ταινία η οποία, θα βασιζόταν σε ένα λογοτεχνικό έργο. Δυστυχώς όμως, η ταινία αυτή δεν έγινε ποτέ. Και η δεύτερη είναι τώρα: το «Le magicien» είναι βασισμένο σε δικό μου διήγημα που υπάρχει μέσα στη συλλογή “Erata”. Ωστόσο, έχει υποστεί πολλές αλλαγές, καθώς έπρεπε αρχικά να κάνω το διήγημα σενάριο και έπειτα, το σενάριο animation.Αν και έχει καταλήξει σε κάτι τελείως διαφορετικό, πιστεύω ότι υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ των διαφόρων φάσεων αυτής της ιστορίας, αφού στο βάθος όλες εκφράζουν τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού μου ως δημιουργού. Η Ρουμανία ήταν η πρώτη χώρα που δέχτηκε μεγάλο κύμα προσφυγικών ροών από την Ουκρανία με την έναρξη του πολέμου. Μέχρι τώρα, 1,6 εκατομμύρια Ουκρανοί έχουν καταφύγει στη χώρα σας, ζητώντας άσυλο. Αυτή η σκληρή πραγματικότητα ενός πολέμου που συμβαίνει τόσο κοντά μας, έχει ξυπνήσει μνήμες από το παρελθόν του Τσαουσέσκου στους Ρουμάνους; Όχι. Αλλά επανέφερε στη συλλογική μνήμη τον φόβο για τους Ρώσους που ήταν πάντα πολύ ισχυρός για εμάς. Αυτός ο φόβος, άλλωστε, κράτησε και τον Τσαουσέσκου τόσο πολύ στην εξουσία, καθώς και ο ίδιος ήταν πολέμιός τους. Ο ίδιος φόβος ευθύνεται και για την προσκόλλησή μας στην Αμερική. Μέχρι πρόσφατα, ως λαός δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις με την Ουκρανία, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της. Δεν θα ταξιδεύαμε ποτέ εκεί. Τώρα όμως γνωρίσαμε μια όμορφη και θαρραλέα χώρα μέσα από αυτούς τους ανθρώπους, έναν λαό με πολιτισμό και σημαντική μόρφωση. Θαυμάζω τη γενναιότητά τους απέναντι στη βαρβαρότητα των Ρώσων. Τους έχει αγκαλιάσει ο ρουμανικός λαός.
– Τι αναμνήσεις έχεις από την Ελλάδα;
Η Ελλάδα είναι σαν δεύτερη πατρίδα μου. Έχω έρθει περισσότερες από σαράντα φορές! Θα ήθελα πολύ να ζήσω για κάποιο διάστημα σε ένα ελληνικό νησί και τον χειμώνα. Μου αρέσει η ηρεμία, η φύση και η θάλασσα. Οι μεγάλες πόλεις πια δεν με συγκινούν.